Αυτόματο ποτιστικό για βεράντα
Ο λόγος που δεν μπορώ να λείψω πολύν καιρό από το σπίτι είναι οι γλάστρες, δηλαδή τα φυτά μου. Ειδικά το καλοκαίρι είμαι δεμένος με το σπίτι σαν τον Κέρβερο στην πόρτα του Άδη. Δύο συνεχόμενες μέρες να λείψω, άντε τρεις το πολύ, παραπάνω με τίποτα. Λέω το πολύ, γιατί όποτε φεύγω Παρασκευή και γυρίζω Δευτέρα, χάνω τουλάχιστον έναν βασιλικό. Προσπαθώ να συνεφέρω τους υπόλοιπους με το ποτιστήρι. Η δίψα τους δεν περιγράφεται. Τα φύλλα τους κρέμονται σαν ψόφια. Δεν ξέρω αν υπάρχει θεός, όμως εγώ πιστεύω στα φυτά. Σεφλέρες, βασιλικοί, μπιγκόνιες, σπαθίφυλλα, είναι οι πολλές ονομασίες του ίδιου θεού. Τους χαϊδεύω τα φύλλα. Ειδικά οι βασιλικοί και οι τριανταφυλλιές μεγαλώνουν με τα χάδια. Μερικές φορές τους μιλώ. Μερικές, πάλι, νομίζω ότι μου απαντούν. Έτσι μου φαίνεται. Πιστεύω ότι με βλέπουν, ότι με παρακολουθούν. Τα φυτά βλέπουν τους ανθρώπους που ολοένα περπατάμε αλλάζοντας συνεχώς θέσεις και σίγουρα γελούν με το χάλι μας. Κατά βάθος μας λυπούνται. Τα δικά μου σίγουρα λυπούνται όταν με βλέπουν να βγαίνω.
«Και γιατί δεν βάζεις αυτόματο πότισμα να γλιτώσεις;» μου λένε οι φίλοι.
«Καμιά σχέση» απαντώ.
Έχω ολόκληρη θεωρία για το αυτόματο πότισμα, πόσο βαρετό είναι για τα φυτά, κάθε μέρα ακριβώς την ίδια ποσότητα νερού στο ίδιο ακριβώς μέρος της γλάστρας. Δυο φορές τη βδομάδα τα αφήνω μόνα τους και βγαίνω για σωματική άσκηση. Φορώ τα καλά μου τοξωτά ακουστικά, αυτά που με κάνουν να μοιάζω με εξωγήινο με περικεφαλαία, και βγαίνω από το σπίτι σαν ατρόμητος ήρωας με μάσκα, έτοιμος να αντιμετωπίσω κάθε ιό που θα προσπαθήσει να με στείλει για διασωλήνωση σε κάποια εντατική. Εννοείται ότι προηγουμένως έχω στείλει τον κωδικό 6 στο 13033. Λόγος εξόδου, περπάτημα. Καλού κακού βάζω και μέσα σε παρένθεση τη λέξη τρέξιμο. Κατεύθυνση, Ομόνοια. Σιγά μην καταφέρω να φτάσω μέχρι Ομόνοια, εφτά χιλιόμετρα μακριά. Είναι όμως ένας στόχος σαν αυτούς που πρέπει να θέτουμε, όχι τόσο επειδή πιστεύουμε πως μπορούμε να τους πραγματοποιήσουμε, αλλά πιο πολύ σαν κίνητρο. Ακριβώς όπως η ευτυχία. Τρέχεις διαρκώς προς το μέρος της γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν θα μπορέσεις να την αγγίξεις. Τα πεζοδρόμια είναι σχεδόν άδεια. Οι πολυκατοικίες στέκουν συλλογισμένες και βλοσυρές, με τα μάτια τους σαν ανοιχτά παράθυρα, οι κεραίες τους καρφώνουν σαν τεράστια πιρούνια τα αφηρημένα σύννεφα που σήμερα έπεσαν πολύ χαμηλά. Δύο κατακόκκινα πυροσβεστικά περνούν δίπλα μου ουρλιάζοντας. Κάπου θα πήρε φωτιά. Βλέπω τον καπνό στο βάθος, δίπλα στην Ακρόπολη, να ενώνεται με το σύννεφο, που κοντεύει να ακουμπήσει τις πολυκατοικίες. Ένα ξύλινο περίπτερο παλαιού τύπου, από αυτά που γλίτωσαν την ευρωπαϊκή αναμόρφωση, στέκει σε μια γωνιά ταλαιπωρημένο και στραβό, ίδιο παράγκα του Καραγκιόζη. Μπροστά κρεμασμένες οι εφημερίδες με τους τεράστιους τίτλους στα εξώφυλλα-κράχτες. “Προκαλεί ο Ερντοάν”, “Έφτασαν οι πρώτες παρτίδες του εμβολίου”, “Θεός ο Μέσι”. Βάζω ροκ στα ακουστικά και αρχίζω το τροχαδάκι της επιστροφής. Πρώτη έγνοια, να δω τα φυτά. Δεν παίρνω το ασανσέρ, ανεβαίνω από τις σκάλες στον τέταρτο. Φτάνω στην πόρτα λαχανιασμένος και ιδρωμένος. Ψάχνω για το κλειδί στη δεξιά τσέπη, τίποτα. Ευτυχώς είναι στην αριστερή. Μπαίνω μέσα. Πηγαίνω στη βεράντα· καταπράσινη. Ξαφνικά το μάτι μου πέφτει στον μεγάλο βασιλικό, τον χειμωνιάτικο. “Αυτόν να τον προσέχεις”, μου είχαν πει στο φυτώριο. “Είναι πολύ ευαίσθητος”. Τον πλησιάζω και δεν πιστεύω στα μάτια μου. Τα φύλλα του κρέμονται σαν νεκρά, παρόλο που πριν από δύο μόλις ώρες τον πότισα! “Επίτηδες το κάνει!” είπα μέσα μου εκνευρισμένος. Στη δεξιά τσέπη, εκεί που έψαχνα το κλειδί, βρήκα το κινητό.
«Ναι… Φυτώριο Ο πράσινος κήπος;»
Η φωνή της πωλήτριας ήταν ιδιαίτερα ευγενική.
«Έχετε αυτόματα ποτιστικά για βεράντα;»