Scroll Top

Κώστας Πούλος | Συνέντευξη στην Ηρώ Νικοπούλου

Υπεύθυνη στήλης | Ηρώ Νικοπούλου

Η στήλη αυτή ασχολείται αποκλειστικά με το μικρό διήγημα, που τις τελευταίες τρεις τουλάχιστον δεκαετίες έχει αγαπηθεί για την αμεσότητα και την σπιρτάδα του, ανταποκρίνεται στους ρυθμούς της ψηφιακής εποχής και έχει αναδειχθεί ως νέο λογοτεχνικό είδος. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης και θεωρητικής προσέγγισης πολλών Διεθνών Συνεδρίων. Μικρό διήγημα, μικροδιήγημα, μικροαφήγημα, ιστορία μπονζάι, flash fiction, short story, minicuento, nanocuento κ.ά ορίζουν τον τρόπο και τον στόχο της μικρής σε αριθμό λέξεων μυθοπλαστικής φόρμας, που χαρακτηρίζεται από πλοκή και χαρακτήρες, από υπαινικτικότητα και αφαίρεση, συχνά έχει ανοιχτό τέλος και πάντοτε ζητά την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη, που καλείται να συμπληρώσει την πλοκή, όπως φαίνεται καθαρά στην πιο γνωστή σύντομη ιστορία του 20ου αιώνα, που αποδίδεται στον Χέμινγουέι: «Προς πώληση: βρεφικά παπούτσια εντελώς αφόρετα».

Η στήλη θα φιλοξενεί κάθε μήνα ένα συγγραφέα με τρία αδημοσίευτα διηγήματά του, το αφιέρωμα θα ολοκληρώνεται με μία συνέντευξή του την τέταρτη εβδομάδα.

Παράλληλα με το διήγημα, ασχολείστε με την μετάφραση και την διασκευή λογοτεχνικών έργων. Μεγάλο μέρος της δουλειάς σας ωστόσο αφορά στο παιδικό βιβλίο. Πώς συνδυάζετε τα τρία διαφορετικά αυτά είδη λόγου, επηρεάζει το ένα είδος το άλλο;

Είμαστε υπό την επήρεια των επιρροών μας διαρκώς, νομίζω, επομένως ό,τι διαβάζουμε χαράζει μέσα μας ένα ίχνος με άδηλο βάθος. Φαίνεται πως έτσι θα προχωρήσουμε σε αυτή τη ζωή, επηρεάζοντες και δεχόμενοι επιδράσεις από παντού και όχι μόνο από τα κείμενα, κυρίως όμως από αυτά. Η γραφή έχει πράγματι πολλές πύλες, την ανάγνωση, τη μετάφραση, τη διασκευή, τη συγγραφή στις διάφορες εκδοχές της, που μοιάζουν με συγκοινωνούντα δοχεία. Ο πειρασμός να μπεις στο σπίτι της από όλες τις πιθανές εισόδους είναι υπαρκτός, δεν υποκύπτουν όμως όλοι σε αυτόν. Οι περισσότεροι (σε πείσμα του Νταβίντσι) «ειδικεύονται» σε κάτι, επειδή πιστεύουν ότι έτσι θα μπορέσουν να σκάψουν πιο βαθιά.

Στα διηγήματά σας συχνά περιγράφετε ιδιόμορφους, μοναχικούς ανθρώπους που μάλλον αποφεύγουν να συνειδητοποιήσουν την μοναξιά τους. Τί ακριβώς θέλετε να επισημάνετε με αυτήν σας την επιλογή;  Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο γι’ αυτό το είδος της κοινωνικής απομόνωσης;

Ομολογώ ότι αυτή η ερώτηση με έκανε να ξαναδιαβάσω τα «Αμφίβια Τέρατα» με γνώμονα τη μοναξιά ή μη των ηρώων μου. Η αλήθεια είναι ότι όταν γράφει κανείς δεν βάζει στόχους του τύπου «θα δημιουργήσω μοναχικούς ήρωες» ή κάτι τέτοιο. Προσπαθώντας να ερμηνεύσω ως αναγνώστης τη διαπίστωσή σας -που παρατηρώ ότι έχει βάση αληθείας- θα έλεγα ότι ίσως εδώ ο συγγραφέας να εκκινεί από το αξίωμα ότι ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι μόνος, όσο και αν κόπτεται για το αντίθετο. Ο αγώνας του για ουσιαστική επικοινωνία είναι εκ των πραγμάτων ανέφικτος, αφού βασικό εργαλείο για την προσέγγιση με τον άλλο είναι η γλώσσα. Μια γλώσσα που αδυνατεί να μεταφέρει αυτούσιο το μήνυμα (πάντα κάτι χάνεται στον δρόμο). Αν αυτή η υπόθεση είναι σωστή, συχνά ο εαυτός είναι ένα είδος καταφυγίου. Η μοναξιά είναι πολυπρόσωπη. Υπάρχει η καβαφική μοναξιά του «Όσο μπορείς», η μοναξιά που έχουν επιλέξει οι άλλοι για σένα (εξορία) και κάμποσες άλλες.

Στην περίπτωση των μοναχικών ηρώων που γεννήθηκαν για να ζήσουν μέσα σε ένα βιβλίο τα πράγματα είναι πιο απλά, αφού στην πραγματικότητα δεν είναι μόνοι. Έχουν τον αναγνώστη δίπλα τους. Μόνοι είναι μόνο όσο το βιβλίο είναι κλειστό (άρα δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας).

Τα κείμενά σας διαποτίζονται από ένα υποδόριο  χιούμορ, να υποθέσω ότι το εμπιστεύεσθε περισσότερο από την ευθεία περιγραφή ενός χαρακτήρα ή μιας κατάστασης; Και γιατί;

Εκλαμβάνω τη διαπίστωσή σας ως κομπλιμέντο, ειδικότερα ως προς το υποδόριο του πράγματος, αφού, όπως είναι γνωστό, διψάμε πιο πολύ για αυτά που δεν φαίνονται. Με την «ευθεία», όπως τη λέτε, περιγραφή δεν έχω θέμα, αρκεί να μην είναι κοινότοπη. Σε μια ευρεία κλίμακα που έχει ως άκρα της το ασυγκράτητο γέλιο από τη μια και το κλάμα από την άλλη, θα τοποθετούσα το υποδόριο χιούμορ στο κέντρο, δηλαδή κάπου κοντά στην αμφιθυμία. Σε σχέση με την ανθρώπινη συνθήκη, πίσω από όλα αυτά κρύβεται ίσως η αντίληψη ότι μπορεί κανείς να γελάει ή να κλαίει με την ίδια ακριβώς αφορμή.

Διαβάζοντας τα διηγήματά σας παρατηρώ ότι η σκιαγράφηση των χαρακτήρων σας στηρίζετε κυρίως στις εξωτερικές περιγραφές του περιβάλλοντος χώρου και μέσα από το βλέμμα των τρίτων. Γιατί επιλέγετε αυτόν τον πλάγιο τρόπο ;

Και μόνο η δημιουργία ενός ήρωα εκ του μηδενός είναι κάτι δύσκολο, με δεδομένο ότι ο χώρος που του αναλογεί μέσα σε ένα μικρό διήγημα είναι απελπιστικά μικρός και επομένως είναι δύσκολο και ίσως άκομψο να δείξει ο ίδιος ποιος είναι. Δεν χρειάζεται σε ένα διήγημα να ξέρουμε τα πάντα για τα πρόσωπα (ούτε και έχουμε αυτή την πολυτέλεια). Αλλά και έξω από το διήγημα, συχνά χρειάζεται ολόκληρη ζωή για να μάθουμε στο τέλος της πόσο λίγο γνωρίζουμε κάποιον που ξέρουμε καλά. Τα πράγματα και οι άνθρωποι που μας συντροφεύουν είναι αναπόσπαστο μέρος τού είναι μας και κάποτε μπορούν να αποκαλύψουν για μας αυτά που επιμελώς κρύβουμε.

Σε ποια ηλικία πρωτοασχοληθήκατε με το γράψιμο και ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που θυμόσαστε ότι σας είχε εντυπωσιάσει;

Το πρώτο και καλύτερο βιβλίο που διάβασα δεν το διάβασα, αλλά το άκουσα από τον παππού μου. Ήταν οι χειροποίητες ιστορίες τού Σεβάχ του Θαλασσινού που δεν τέλειωναν. Τις ίδιες τις ιστορίες δεν μπορώ να τις θυμηθώ, θυμάμαι όμως ακριβώς την επίδραση που ασκούσαν πάνω μου. Το γεγονός ότι δεν γράφτηκαν ποτέ σε χαρτί είναι μάλλον αυτό που τις μετέτρεψε σε κάτι μαγικό, αφού γλίτωσαν τη δεύτερη ανάγνωση που επικεντρώνεται στα αρνητικά.

Με το (δημιουργικό λεγόμενο) γράψιμο ασχολείται κανείς συνήθως από την πρώτη δημοτικού, ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιεί. Εκεί είναι που αρχίζει μια πορεία, κομβικό σημείο της οποίας αποτελεί η στιγμή όπου ένα μη χρηστικό κείμενο ξαφνικά βρίσκει έστω έναν αποδέκτη. Στην περίπτωσή μου αυτό συνέβη όταν ένας φιλόλογος στο εξατάξιο τότε γυμνάσιο διάβασε από το μικρόφωνο ένα μικρό κείμενό μου ακριβώς μετά την πρωινή προσευχή. Το κείμενο αυτό έπρεπε κανονικά να είναι μια έκθεση, αλλά, όπως μου εξήγησε ο καθηγητής, δεν ήταν.

Τι σας οδήγησε να γράψετε μικροδιήγημα;

Η ζωή, που είναι μικρή, και ο χρόνος που είναι απελπιστικά λίγος. Παρά το γεγονός ότι η μεγάλη φόρμα μάς έχει χαρίσει αριστουργήματα, είμαι μάλλον της γνώμης ότι στις πιο πολλές περιπτώσεις οι αναγνώστες ξοδεύουν άδικα πολύ χρόνο μέσα σε πολλές σελίδες.

Όταν ξεκινάτε να γράψετε μια ιστορία γνωρίζετε εξ αρχής ότι θα είναι μικρή ή ακολουθείτε απλώς την εξέλιξή της και ό, τι προκύψει;

Δεν είναι το ίδιο κάθε φορά. Κάποτε έχω στο νου μου έναν αρχικό μίτο και τον ακολουθώ σε γενικές γραμμές. Όμως το χέρι που γράφει τις πιο πολλές φορές δεν μπορεί ή δε θέλει να ακολουθεί προσχεδιασμένες πορείες, οπότε ξεστρατίζει. Παρακολουθώ έκθαμβος αυτό το ξεστράτισμα.

Ποια είναι η σχέση σας με τους χαρακτήρες των διηγημάτων σας, και γιατί δεν τους δίνετε κάποια πιο συγκεκριμένη ταυτότητα όπως όνομα, επάγγελμα, τύπο ντυσίματος κ.ά.

Οι πιο πολλοί εμφανίζονται ξαφνικά μπροστά μου και συνδέονται τόσο έντονα με κάτι το οποίο αξίζει να ειπωθεί, που τα υπόλοιπα (ρούχα, ονόματα και τέτοια) παρέλκουν. Κύριο χαρακτηριστικό των μικρών διηγημάτων είναι, νομίζω, η ένταση. Η συνταγή για να πετύχει κανείς την ένταση σε όλα τα επίπεδα ανάμεσα στα στοιχεία που συναπαρτίζουν ένα μικρό διήγημα ευτυχώς δεν είναι γνωστή. Υποθέτουμε πως είναι θέμα αναλογιών. Στις αναλογίες είναι προτιμητέοι οι μικροί αριθμητές και παρονομαστές, γιατί τα μεγάλα νούμερα ξοδεύονται άδικα. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.

Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος της τέχνης στις μέρες μας;

Αυτός που ήταν πάντα. Να μας θυμίζει ότι ζούμε με άλλους, κι ότι με μερικούς από αυτούς κατοικούμε στο ίδιο μικρό νησί (υπάρχουν πολλά) προσπαθώντας να αποκτήσουμε μια επαφή. Να βγάζει στην επιφάνεια ανεπεξέργαστα ψήγματα από το είναι, δηλαδή να μας σπρώχνει να συνεχίσουμε το σκάψιμο εκεί που η λογική κουράστηκε και τα παράτησε. Με δυο λόγια να διευρύνει τη σχέση μας με «αυτό».

Πείτε μας πέντε βιβλία που θα προτείνατε για την βιβλιοθήκη ενός Λυκείου.

Εστιάζοντας κυρίως σε σύγχρονα βιβλία και συγγραφείς που δεν υπάρχουν στα σχολικά βιβλία θα πρότεινα Αλέξη Πανσέληνο (Η μεγάλη πομπή), Ηλία Παπαδημητρακόπουλο (Θερμά θαλάσσια λουτρά), Νίκο Χουλιαρά (Η μέσα βροχή), Raymond Carver (Εκεί που είχαν ζήσει), Χρήστο Βακαλόπουλο (Νέες Αθηναϊκές Ιστορίες), Γιάννη Παλαβό (Το αστείο), Δημοσθένη Παπαμάρκο (ΜεταΠοίηση), Tobias Wolff, (Η χαρά του πολεμιστή και άλλες ιστορίες), Χουάν Ρούλφο (Ο κάμπος στις φλόγες), Tomas Tranströmer (Τα ποιήματα), Πάνο Τσίρο (Η μοναξιά των σκύλων), Κωνσταντίνο Δομηνίκ (Κακό ανήλιο).

(Τα πέντε βιβλία είναι πάντα παραπάνω από πέντε!).

Βιογραφικό Κώστας Πούλος

Βιογραφικό Ηρώ Νικοπούλου