Πόσο έχουν επηρεάσει οι σπουδές σας το λογοτεχνικό σας έργο;
Οι σπουδές μου σίγουρα έχουν επηρεάσει, καθώς και τα δύο αντικείμενα στα οποία έχω εξειδικευθεί, λογοτεχνία και ψυχολογία, εξετάζουν την ανθρώπινη φύση και την αναλύουν ενδελεχώς. Σε ένα λογοτεχνικό έργο υπάρχουν αληθινοί χαρακτήρες με αληθινές καταστάσεις, που έχουν περιγραφεί με τον μανδύα της μυθοπλασίας. Ταυτόχρονα, στο γραφείο μου όπου γίνεται η θεραπεία οι άνθρωποι που έχω απέναντί μου είναι αληθινοί και μου αφηγούνται τη ζωή τους. Οι αληθινές τους αφηγήσεις μού υπαγορεύουν πολλές φορές τις δικές μου αφηγήσεις και σκέψεις για τους χαρακτήρες μου.
Υπάρχουν συγγραφείς που έχουν αλλάξει τον τρόπο που σκέπτεστε και που αντιμετωπίζετε την ζωή;
Μπορώ να πω ότι σε αυτή την ερώτηση μου έρχονται δύο ονόματα αυτόματα στο μυαλό: ο Αργύρης Χιόνης και ο Αμερικανός Ρέιμοντ Κάρβερ. Και στους δύο με εντυπωσιάζει η απλότητα και η ευστοχία νοήματος, ενώ ταυτόχρονα μιλάνε για κάτι πολύ βαθύ ή δύσκολο, που συνήθως περιλαμβάνει και πολύ πόνο. Θα προσθέσω και τη Σίλβια Πλαθ, την ποιήτρια του διδακτορικού μου, που παρά τις δυσκολίες της ψυχοσύνθεσής της λαχταρούσε τη ζωή. Έχω τη χαρά να τους έχω μελετήσει, μεταφράσει και διδάξει και τους τρεις. Αισθάνομαι ευγνώμων που το κατόρθωσα αυτό.
Πότε ασχοληθήκατε για πρώτη φορά με το γράψιμο και με ποιο λογοτεχνικό είδος ξεκινήσατε την συγγραφική σας διαδρομή;
Με το γράψιμο ασχολήθηκα από μικρός, γράφοντας μικρά κειμενάκια ή παίζοντας με μαντινάδες και στιχάκια, λόγω της κρητικής καταγωγής μου. Έπειτα στο λύκειο, έγραφα στίχους από τραγούδια που μου άρεσαν και τους παράλλασσα. Η πρώτη σοβαρή απόπειρά μου, όμως, ήταν στο μάθημα Δημιουργικής Γραφής στο Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, όπου με καθηγήτρια την εξαιρετική Λιάνα Σακελλίου, με την οποία είμαστε πλέον φίλοι, έγραψα το «What is it like to be a bat?», ένα κείμενο που προσπαθεί να δώσει την οπτική μιας νυχτερίδας. Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό α-φορμές και ήταν η πρώτη μου δημοσίευση.
Συχνό θέμα των διηγημάτων σας είναι ο ματαιωμένος έρωτας. Τί θέλετε να αναδείξετε μέσα από αυτή σας την επιλογή;
Συχνό θέμα της ζωής μας, θα έλεγα, είναι ο ματαιωμένος έρωτας και η ματαίωση των προσδοκιών μας γενικότερα. Ίσως όλοι και όλες μας έχουμε μια τέτοια ιστορία να πούμε. Πιστεύω πως το θέμα αυτό, πέρα από προσωπικά βιώματα, προκύπτει και από τη θέλησή μου να αναδείξω το θέμα της ζωής. Ο έρωτας, ματαιωμένος ή μη, είναι ζωή, κατά τη γνώμη μου. Κοιτάμε πολύ συχνά το αποτέλεσμα και το εκτιμούμε πρακτικά. Ερωτεύτηκαν δύο και είναι μαζί. Άρα πέτυχε. Εγώ πιστεύω πως πέτυχε μόνο και μόνο επειδή ερωτεύτηκαν και έζησαν έστω αυτό το όμορφο παρόν, χωρίς το άγχος του μέλλοντος. Ένα ποίημα που είναι συνέχεια στο μυαλό μου είναι του Αμερικανού Τζακ Γκίλμπερτ με θέμα τον Ίκαρο, το οποίο ξεκινάει «Όλοι ξεχνούν πως ο Ίκαρος πράγματι πέταξε». Κατά τη γνώμη μου, μεταφορικά ο Γκίλμπερτ τονίζει την ουσία της εμπειρίας. Το εδώ και τώρα, απαλλαγμένο από το αποτέλεσμα και τους φόβους και περιορισμούς που μας καθηλώνουν. Θέλω να πιστεύω πως κάποιες ιστορίες μου αναδεικνύουν ακριβώς αυτό. Οι ήρωες και ηρωίδες απολαμβάνουν τη στιγμή, ακόμα κι αν το τέλος δεν είναι αίσιο. Δεν το μετανιώνουν, γιατί τόλμησαν τουλάχιστον.
Συμβαίνει να γράφετε την ίδια χρονική περίοδο, δύο διαφορετικά λογοτεχνικά είδη;
Ναι, βέβαια! Διήγημα και ποίημα ή διήγημα και μη μυθοπλαστική αφήγηση. Μου αρέσει να αφήνομαι στην έμπνευση και να μου υπαγορεύει αυτή με ποια φόρμα θέλει να γραφτεί. Πιστεύω ότι πολλές φορές οι άνθρωποι, οι καταστάσεις ή τα αντικείμενα που σε εμπνέουν, ξέρουν από μόνα τους το είδος που τους ταιριάζει.
Εκτός από το διήγημα και την ποίηση αγαπάτε και ασχολείστε με την ψυχολογία και μάλιστα σε επαγγελματικό επίπεδο. Πόσο η ποίηση και η ψυχολογία επιδρούν στον τρόπο της γραφής σας;
Πολύ, θα έλεγα. Το διήγημα Μπονζάι είναι πολύ κοντά στην ποίηση, λόγω της μικρής του φόρμας, των περιορισμών που υπάρχουν, της σφιχτής δομής του και της συμπύκνωσης. Και μάλιστα, πολλές φορές μου έχουν πει αναγνώστες μου ότι ακόμα και τα πεζά μου έχουν μια λυρικότητα και είναι αφαιρετικά. Σαν την ποίηση. Όσο για την ψυχολογία, οι χαρακτήρες και τα θέματά μου ξεπηδούν συχνά πυκνά μέσα από συνεδρίες μου. Ένας λόγος που έγινα σύμβουλος ψυχικής υγείας ήταν γιατί ανέλυα μυθοπλαστικούς χαρακτήρες ως καθηγητής λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής και η μεταπήδηση σε αληθινούς χαρακτήρες μού ήταν πολύ εύκολη.
Τι πιστεύετε ότι κερδίζει εκφραστικά ο συγγραφέας όταν επιλέγει να γράψει διήγημα αντί μια μεγαλύτερη φόρμα ή και τι ενδεχομένως στερείται;
Ο συγγραφέας διηγήματος κερδίζει την άσκηση στη συμπύκνωση. Υπάρχει ένας αστικός μύθος για τον Ρέιμοντ Κάρβερ και τον εκδότη του, τον Γκόρντον Λις, που φέρεται να του είχε πει: «Γιατί να γράψεις σε 25 λέξεις αυτό που μπορείς να γράψεις σε πέντε;». Βάσει αυτού, θα πω ότι οι συγγραφείς μικρής φόρμας μαθαίνουν να είναι εύστοχοι και να λειτουργούν με πειθαρχία μέσα στους εκάστοτε περιορισμούς της φόρμας. Η συμπύκνωση και η σύνοψη είναι πάντοτε πιο δύσκολες από την άνεση του χώρου και της περιγραφής του μυθιστορήματος. Μιλώντας, όμως, για περιγραφές, αυτό ακριβώς είναι που στερείται ο συγγραφέας του διηγήματος, την έκταση. Την άνεση να χρησιμοποιήσει όλες τις ωραίες λέξεις που υπάρχουν, να αναπτύξει τους χαρακτήρες του, να τους ολοκληρώσει μπροστά στα μάτια των αναγνωστών και αναγνωστριών. Ο συγγραφέας διηγήματος πρέπει να υπονοήσει, καλώντας τους αναγνώστες και αναγνώστριες να συμπληρώσουν το παζλ.
Διαβάζοντας την πεζογραφία σας διαπιστώνει κανείς πόσο πολύ σας απασχολεί το θέμα της μουσικής μια που στα διηγήματά σας υπάρχουν συχνές αναφορές σχετικών με την πλοκή του κειμένου τραγουδιών. Μιλήστε μας περισσότερο γι’ αυτό.
Η μουσική ήταν πάντα σύντροφος και θεραπεία μου. Ό,τι κι αν γινόταν, χαρμόσυνο ή θλιβερό, η μουσική έπαιζε πάντα στο φόντο. Στα σχολικά μου χρόνια, δίπλα στο κρεβάτι μου είχα πικάπ, κασετόφωνο και ενισχυτή και ήταν τα πρώτα που πατούσα να ανάψουν κάθε μέρα, ακόμα και πριν το σχολείο. Πολλές φορές ετοίμαζα και το τραγούδι που ήθελα αποβραδίς. Στη συνέχεια, άρχισα να διαβάζω στίχους της New Wave, της γκοθ και της ροκ μουσικής σαν να ήταν ποιήματα. Μάλιστα, τότε που αγοράζαμε δίσκους, εγώ προτιμούσα πάντα αυτούς που είχαν και τους στίχους μέσα. Καταλαβαίνετε πού πήγαινε και το χαρτζιλίκι! Ως φοιτητής, μετέπειτα, ήμουν DJ και ακόμα και σήμερα υπάρχει πάντα μουσική στο αυτοκίνητο στα ταξίδια μου, ραδιόφωνο στην πόλη και Spotify στο σπίτι. Μου φάνηκε αναπόφευκτο να εισχωρήσει η μουσική και στη γραφή μου. Οι ήρωες και ηρωίδες μου ακούνε μουσική και δονούνται από αυτήν. Ζούνε και σκέφτονται μέσω αυτής. Όπως κι εγώ.
Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος της τέχνης στις μέρες μας; Μπορεί η τέχνη να κάνει καλύτερο τον άνθρωπο και πόσο μάλλον τον κόσμο;
Η τέχνη δεδομένα εξευγενίζει τον άνθρωπο και τον κάνει καλύτερο. Το ζητούμενο για μένα δεν είναι ο μορφωμένος άνθρωπος, αλλά ο καλλιεργημένος άνθρωπος. Κι αυτό γίνεται απόλυτα μέσω της τέχνης. Με άλλα λόγια, θα είμαι πάντα υπέρμαχος της ύπαρξης της τέχνης σε κάθε έκφανση της ζωής μας. Κι αν υπάρχει η τέχνη στη ζωή κάθε ανθρώπου και μάθουμε να την εκτιμούμε και εισπράττουμε τα οφέλη της, θα είναι και ο κόσμος καλύτερος έπειτα. Ακούγεται ρομαντικό, το ξέρω, αλλά πιστεύω πραγματικά ότι ξεκινάμε από τα μικρά προσωπικά μας βήματα για να φτιάξουμε πρώτα το σπίτι μας, μετά τον περίγυρό μας, μετά την κοινωνία μας και μετά τον κόσμο. Μην ξεχνάμε, επίσης, ότι η τέχνη έχει εισαχθεί πολύ έντονα και στην ψυχοθεραπεία, αφού άλλωστε έχει αυτή την ιδιότητα, μέσω της θεραπείας εκφραστικών τεχνών, της δραματοθεραπείας, της μουσικοθεραπείας. Ακόμα και θεραπεία ποίησης υπάρχει στην Αμερική. Στην πρακτική μου την εφαρμόζω κι εγώ μέσω της Δημιουργικής Γραφής. Όσο για τον ρόλο της τέχνης στις μέρες μας, νομίζω πως γίνεται κατανοητό από τα προλεγόμενά μου πως τον θεωρώ πολύ κομβικό. Δεν προσμένω επανάσταση από τους ποιητές, όπως άλλοτε. Προσδοκώ επανάσταση από μέσα, θα έλεγα. Από την αλλαγή του ανθρώπου, την καλλιέργειά του, τον εξευγενισμό του, την επαφή με τον βαθύτερο εαυτό του, τα τρυφερά του αισθήματα, την ενσυναίσθησή του, τη δημιουργικότητά του. Κι έτσι θα κάνουμε καλύτερες σχέσεις, θα έχουμε καλύτερες συμπεριφορές, θα δρούμε καλύτερα, θα κάνουμε τον εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο μας λίγο ομορφότερο.
Μιλήστε μας για την εμπειρία σας ως δάσκαλος, ποια είναι σήμερα και θα έπρεπε κατά την γνώμη σας να είναι η κατάσταση της εκπαίδευσης στην σημερινή ελληνική κοινωνία;
Η εκπαίδευση ανέκαθεν είχε τα προβλήματά της και τις ελλείψεις της. Πρακτικά, είναι αναπόφευκτο να μη συνέβαινε, καθώς σε μια τάξη υπάρχουν τόσοι πολλοί χαρακτήρες με τόσο διαφορετικές ανάγκες. Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για αυτό, αλλά στη συνέντευξη αυτή θα εστιάσω μόνο σε ένα βασικό για μένα γεγονός. Η εκπαίδευση παραμένει αναχρονιστική, πιστεύω, και δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα των παιδιών και των νέων. Έχω κι εγώ δύο παιδιά και ξέρω πόσο βαρετό τους φαινόταν το σχολείο. Ο τρόπος διδασκαλίας, ο μη εκσυγχρονισμός των σχολείων, οι πιέσεις για συγκεκριμένη ύλη, όλα αυτά δεν συμβαδίζουν με τις γενιές παιδιών που έχουν μάθει από το Playstation, για παράδειγμα, να ενεργούν γρήγορα, να σκέφτονται γρήγορα, να επιλύουν γρήγορα. Το σχολείο τούς φαίνεται πολλές ταχύτητες κάτω. Δεν θεωρώ πως πρέπει να μη διδάσκονται κάποια πράγματα, αλλά σίγουρα θεωρώ πως πρέπει να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο διδάσκονται και να εκσυγχρονιστεί η τάξη και προπαντός η ύλη, ώστε να γίνει πιο σχετική με τις ζωές των παιδιών και πιο δημιουργική και ευρηματική. Στα πανεπιστήμια πολλές φορές γίνεται αυτό με ευεργετικά αποτελέσματα. Ο δάσκαλος έχει τον τρόπο να κάνει και το πιο βαρετό αντικείμενο, γόνιμο, ευχάριστο και δημιουργικό. Ας το κάνει. Γίνεται πάντως μια προσπάθεια, στην οποία συμμετέχω κι εγώ, για εκσυγχρονισμό των βιβλίων της λογοτεχνίας και εισαγωγή της Δημιουργικής Γραφής στο Λύκειο σε πρώτη φάση και στο Γυμνάσιο σε δεύτερη. Πιστεύω πως αυτή είναι μια πολύ σωστή κατεύθυνση, γιατί τα οφέλη της Δημιουργικής Γραφής ξεπερνούν την απλή συγγραφή, όπως ξέρουμε.