Δεύτερος Γάμος
Όταν η μητέρα μου με ρώτησε στο τηλέφωνο πώς θα μου φαινόταν αν ξαναπαντρευόταν, πρώτα έβαλα τα γέλια και ύστερα θύμωσα. Είχαμε να μιλήσουμε τρεις βδομάδες. Στην Αθήνα εκείνη, στη Θεσσαλονίκη εγώ, και ξενυχτούσα για να δώσω το πρώτο μάθημα της πτυχιακής μου. Επιπλέον, είχα μόλις αποκοιμηθεί και αλαφιάστηκα από το κουδούνισμα του τηλεφώνου.
Η αλήθεια είναι ότι η μανούλα συνηθίζει να τηλεφωνάει σε ακατάλληλες ώρες. Ρωτάει πάντα μελιστάλαχτα για τα νέα μου και, πριν απαντήσω, μου αραδειάζει τα δικά της. Όποτε της τηλεφωνήσω εγώ, το τηλέφωνό της είναι κατειλημμένο.
Όταν βρίσκεται στο σπίτι η αγαπημένη της ενασχόληση είναι να μιλάει, είτε με φίλες είτε με κάποιον υποψήφιο συζύγο, μια που στ’αλήθεια είναι ακόμη πολύ όμορφη και διαθέτει πολλούς. Στα νιάτα της υπήρξε καλλονή και δεν παύει να μου το υπενθυμίζει, ιδίως αν ανακαλύψει λιχουδιές στα ντουλάπια μου.
-«Τόφαλος θα γίνεις», σχολιάζει.
«Εγώ είμαι ψηλή, δεν έχω ανάγκη» απαντάω, χτυπώντας την εκεί που πονάει.
Είναι γεγονός ότι της ρίχνω ένα κεφάλι, έμοιασα στον πατέρα μου, που τον χώρισε, όταν ήμουνα δώδεκα ετών. Τη θυμάμαι και στην παραλία ακόμα να εμφανίζεται σκαρφαλωμένη σε πανύψηλα επώνυμα παπούτσια.
Όμως δεν είναι κακός άνθρωπος η μανούλα. Με τη δουλειά της στην τράπεζα και με δύο διαμερίσματα κληρονομιά, έχει δικαίωμα να ξοδεύει τα χρήματά της όπως γουστάρει. Συνήθως, χρηματοδοτώντας μπουτίκ του Κολωνακίου.
Ούτε εγώ, άλλωστε, υπήρξα υποδειγματική κόρη. Μόλις πέρασα στη Νομική Θεσσαλονίκης της δήλωσα ότι βρήκα τρόπο να κερδίζω τα προς το ζην και ότι δεν ήθελα δεκάρα από την ίδια. Είχαν προηγηθεί καβγάδες για τους βαθμούς μου στην προτελευταία τάξη του λυκείου, παρά τα χρήματα που είχε ξοδέψει στα ιδιαίτερα για να με ξεστραβώσει, όπως συνήθιζε να επαναλαμβάνει.
Το εντυπωσιακότερο δεν είναι που δέχτηκε, αλλά που δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ στα σοβαρά να μάθει ποιος ήταν ο τρόπος αυτός.
Είναι κι άλλα… όπως το τελευταίο της τηλεφώνημα στα άγρια μεσάνυχτα.
-Μάνα, ξέρεις τι ώρα είναι; Ή έχεις τρελαθεί τελείως; της φώναξα.
Απ’ την άλλη, αφού έπαψα να νυστάζω, ξανάπιασα το διάβασμα και πήγα ανέλπιστα καλά την επομένη στο μάθημά μου.
Ωστόσο, το μόνο που δεν περίμενα, επιστρέφοντας χαρούμενη στο σπίτι μου με μια πίτσα στο ένα χέρι κι ένα γαλακτομπούρεκο στο άλλο, ήταν να τη βρω στον καναπέ μου αγκαλιά με έναν φαλακρό κύριο.
«Από δω ο Χαρούλης», μου ανακοίνωσε θριαμβευτικά, ενώ εκείνος μου έσφιγγε δυνατά την παλάμη διορθώνοντάς την «Χάρης Λάμπρου, τα σέβη μου».
Ο τύπος, αν κατάλαβα καλά, ήταν διευθυντής σε αμερικάνικη τράπεζα, χήρος με έναν γιο, τον Κώστα, τρία χρόνια μικρότερό μου, που σπούδαζε κι’ αυτός στη Θεσσαλονίκη. Κι έτσι, αφού η τύχη το ‘φερε ν’ αγαπηθούν με τη μητερούλα μου, αποφάσισαν να έρθουν μαζί στην συμπρωτεύουσα για να πάρουν τις ευλογίες μας .
«Να σ’ αφήσουμε τώρα», είπε πάνω στο δεκάλεπτο ο Χάρης Λάμπρου που, από «τα σέβη μου» και χωρίς να του δώσω το δικαίωμα, είχε περάσει με άνεση στον ενικό, «σήμερα όμως η βραδιά είναι δική μας και θέλουμε να την περάσουμε με τα παιδιά μας στο καλύτερο κέντρο της Θεσσαλονίκης, που εσύ θα επιλέξεις».
«Πάμε αγάπη μου», στράφηκε ύστερα στη μανούλα, πιάνοντάς την τρυφερά από το χέρι, όπου έλαμπε ένα τεράστιο μονόπετρο.
Η πρώτη σκέψη που μου καρφώθηκε στο μυαλό μόλις τους είδα να μπαίνουν αγκαλιασμένοι στο ασανσέρ ήταν πως έπρεπε επειγόντως να αλλάξω κλειδαριά.
«Θα τηλεφωνηθούμε το απόγευμα», την άκουσα να μου φωνάζει όλο χαρά από το ισόγειο.
Ύστερα δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. Άνοιξα τον σκουπιδοτενεκέ και πέταξα πρώτα το γαλακτομπούρεκο και μετά την πίτσα. Μπήκα στο υπνοδωμάτιό μου, και για κάποιο ανεξήγητο λόγο άρχισα να κλαίω. Απαρηγόρητα. Θυμήθηκα που όταν χώρισε ερχόταν τις νύχτες και τρύπωνε στο κρεββάτι μου, προσπαθώντας να ζεστάνει τις παγωμένες πατούσες της.
Λίγο αργότερα χτύπησε το κινητό μου. Ήταν εκείνη.
«Μου φάνηκε πως στεναχωρήθηκες, όμως μη σε νοιάζει», είπε τάχα αστειευόμενη. «Ο Χάρης δεν θα θέλει να τον λες μπαμπά… Ξέρεις, πιστεύω πως μ’ αγαπάει στ’ αλήθεια…», πρόσθεσε σε διαφορετικό τόνο.
Ένιωσα πως ανυπομονούσε να πάρει την έγκρισή μου. Μες στα κλάματα ρούφηξα τη μύτη μου και της φώναξα πως την αγαπάω κι εγώ. Πολύ. Και πως δεν είχα καμιά αμφιβολία πως ο καινούργιος της σύζυγος θα της χάριζε όλη την ευτυχία που της άξιζε. Αμέσως μετά βιάστηκα να κλείσω το τηλέφωνο. Τα μελοδραματικά ποτέ δεν τα πήγαινα.