Μια γυναίκα μυστήριο
Την συνάντησα στην παραλία το βράδυ. Φορούσε μαντήλα και έκρυβε σχεδόν όλο της το πρόσωπο. Στα χέρια της κρατούσε ένα βρέφος σκεπασμένο που μάλλον κοιμόταν.
Περπατήσαμε μαζί.
Της έκανα ερωτήσεις για το ποια ήταν; Τι γύρευε τέτοια ώρα εκεί; Το μωρό ήταν δικό της;
Μου απαντούσε με γρίφους.
Που και που μου έριχνε κάτι ψίχουλα στα χέρια και μ’ άφηνε να πιστεύω πως είχα πιάσει λαυράκια με τούτα.
Μας πήρε το βράδυ. Γύρισα το κεφάλι μου για μια στιγμή και εκείνη εξαφανίστηκε από μπροστά μου μαζί με το μωρό. Το επόμενο βράδυ ξανάρθε με πλησίασε και έβγαλε την μαντήλα της.
Τα μάτια της χάντρες από φίλντισι. Στο πρόσωπο της χιλιάδες χρώματα, τα αυτιά της βράγχια που ανοιγόκλειναν και σου έφερναν στα αυτιά όλους τους ήχους της θάλασσας. Στην μέση της μια ζώνη φτιαγμένη από φεγγαρόσκονη. Με άφησε και πήρα στα χέρια το μωρό της Το ξεσκέπασα.
Προς έκπληξη μου είδα ένα ψάρι στην θέση του.
Με άφησε να το χαϊδέψω.
Γλιστρούσε πολύ . Μάτωσαν τα χέρια μου από τα λέπια του και τα πτερύγια του.
Μα το κράτησα σφιχτά δεν το άφησα. Δεν φαντάζεστε την χαρά μου όταν σταμάτησε η αιμορραγία μου και είχα στα χέρια μου το πρώτο μου ποίημα.
Το νησί
Αποβιβαστήκαμε στο νησί αργά το βράδυ.
Είχαμε επιλεγεί από έναν πολύ μεγάλο πληθυσμό ανδρών της χώρας μας.
Το προηγούμενο βράδυ δεχθήκαμε θερμά συγχαρητήρια από όλη την πολιτική ηγεσία του κράτους μας .
Ήμασταν όλοι ξεχωριστοί με πολύ υψηλό δείκτη νοημοσύνης και εξαιρετικές σπουδές που έπρεπε για το καλό της πατρίδας να μεταναστεύσουμε σε τούτο το νησί που δεν έβγαζε ήχους που δεν είχε φώτα και το σχήμα του έμοιαζε μ’ έναν τεράστιο ερωτηματικό.
Το μεγάλο ποσό που προστέθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό μας δεν μας συγκίνησε καθόλου γιατί όλοι καταλάβαμε ότι το τίμημα θα ήταν εξαιρετικά υψηλό.
Δεν χρειάστηκε να μας ρωτήσουν αν θέλαμε να συμμετέχουμε σ’ αυτό το σημαντικό πείραμα, είχαμε όλοι κατανοήσει ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή.
Στο νησί, μάς έκλεισαν σ’ ένα τεράστιο κτίριο με δωμάτια κυψέλες, μια για τον καθένα μας, μας άφηναν ώρες ατελείωτες ολομόναχους και παρακολουθούσαν τα όνειρα μας και τις σεξουαλικές ορμές μας, γιατί εκεί πίστευαν ότι βρίσκονταν η αχίλλειος πτέρνα μας.
Έπειτα από πολλές μέρες περάσαμε από πολύωρη ανάκριση για το τι σκεφτόμαστε. Οι ανακριτές μας δεν ήταν άνθρωποι αλλά ρομπότ τελευταίας τεχνολογίας.
Μας ρωτούσαν συνεχώς αν θέλουμε να διαφύγουμε ή αν με χαρά συμμετέχουμε στο τόσο σημαντικό πρόγραμμα.
Προσπαθούσαμε με νύχια και με δόντια να ξεγελάσουμε τα σιδερένια τέρατα.
Εκείνα μας ήθελαν άτρωτους, να αντέχουμε σε κάθε βασανιστήριο .
Ένα βράδυ ένας δικός μας έκανε το λάθος και ονειρεύτηκε την γυναίκα του στην πισίνα του σπιτιού του.
Τον μετέφεραν σ ένα χώρο που είχε πισίνα, που ήταν τυλιγμένη στο ημίφως και μέσα στο νερό μια γυναίκα ρομπότ που είχε το πρόσωπο της γυναίκας του κολυμπούσε ημίγυμνη.
Αυτός θαμπωμένος ,έπεσε στην πισίνα με ορμή. Πλησίασε το γυναικείο ρομπότ και το φίλησε με πάθος στο μεταλλικό του στόμα κλείνοντας τα μάτια του. Από την μεγάλη επιθυμία του δεν πρόσεξε ότι η γυναίκα ρομπότ έβγαλε κοφτερά μαχαίρια από τα στήθη της και τα κάρφωσε στο δυνατό του στέρνο ξεσκίζοντάς του την καρδιά.
Όλοι οι υπόλοιποι άντρες παρακολουθούσαμε μέσα από ένα γυάλινο θεωρείο που είχε τοίχους διαφανείς, που μας χώριζαν μεταξύ μας δίχως να μπορούμε να αντιδράσουμε.
Κάθε βράδυ ένας δικός μας έχανε την ζωή του επειδή έκανε το λάθος να ονειρευτεί κάτι αγαπητό ή να το νοσταλγήσει. Όλοι οι υπόλοιποι προσπαθούσαμε να μείνουμε ξάγρυπνοι και να σκεφτόμαστε μόνο το τώρα και πως θα καταφέρουμε να επιβιώσουμε.
Πιστά αντίγραφα μας φτιαγμένα από σίδερα γυρνούσαν στην πατρίδα μας δαφνοστολισμένα και έπαιρναν την θέση μας στο σπίτι δίχως οι οικογένειες μας να μπορούν να αντιδράσουν στο παράδοξο.
Το πείραμα είχε σαν σκοπό να βρει τον έναν και μοναδικό που θα κατάφερνε να επιβιώσει κάτω από αυτές τις δύσκολες συνθήκες και αυτός θα γινόταν ο μοναδικός επιβήτορας για το γένος των εκλεκτών που θα ακολουθούσε στο βάθος μιας δεκαετίας. Σε διάστημα πέντε ετών, τελικά εγώ ήμουν ο μοναδικός που τα κατάφερε!
Ή ηγεσία μου έδωσε θερμά συγχαρητήρια .Μάλιστα μου επέτρεψε να επιστρέψω για λίγες μέρες στην οικογένεια μου και μετά θα γυρνούσα πάλι στο νησί για να ξαναδοκιμαστώ μαζί με τους καινούργιους νεοσύλλεκτους.
Όταν έφτασα σπίτι μου η γυναίκα και τα παιδιά μου όταν με πρωτοαντίκρισαν τρόμαξαν τόσο πολύ, που ζήτησαν με βλέμμα ικετευτικό στο ρομπότ να τους προστατεύσει από εμένα.
Τελικά δεν ήμουν αυτός που είχα γυρίσει σπίτι, ήταν ο τελευταίος επιβήτορας.