ENANTION TΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ
Μια συνοπτική θεώρηση της μαρξιστικής αντίληψης για τη λογοτεχνία.
Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη
Ο μαρξισμός έθιξε νέα ζητήματα για την πολιτική, την ιστορία, την αισθητική. Και υπάρχει ο ισχυρισμός πως όλες οι προσεγγίσεις σε τέτοιου είδους ζητήματα είναι «ιστορικο- υλιστικές» [1] Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε με τη σχέση μαρξισμού-λογοτεχνίας ή λογοτεχνίας-μαρξισμού.
Ο Μάρξ διατύπωσε κάποιες απόψεις, έγραψε κείμενα για καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά θέματα. Δεν συστηματοποίησε όμως τη θεωρία του γύρω από αυτά. Ακριβώς επειδή δεν τα συστηματοποίησε, αυτό που αναφέρεται ως «μαρξιστική κριτική» δεν οφείλεται (ολοκληρωτικά ή εν μέρει) στο έργο του ίδιου του Μαρξ. Κάνοντας σχετική έρευνα, βλέπουμε πως σημαντικός είναι ο ρόλος των πλούσιων και διεισδυτικών κειμένων που εμπεριέχονται στο βιβλίο του Λούκατς με τίτλο Ιστορία και ταξική συνείδηση (1925)[2].Ο ‘Αντερσεν είναι αυτός που ασχολήθηκε σχετικά με την επίδραση του μαρξισμού στην αισθητική [3]
Κάποιοι θεωρητικοί και πανεπιστημιακοί πίστεψαν πως η παραδοσιακή αισθητική δεν επαρκεί για να δοθούν απαντήσεις και προσπάθησαν να κάνουν συνδέσεις με τα κείμενα του Μάρξ. Να προσεγγίσουν και να σχολιάσουν μέσα από αυτά τα λογοτεχνικά κείμενα. Αναφέρομαι κυρίως στους: Λούκατς, Μπένγιαμιν, Αντόρνο, Σάρτρ, Μαρκούζε, Γκολντμάν. Όλοι αυτοί λοιπόν εξέταζαν κατά πόσο τα έργα μπορεί να έχουν την τάδε ή τη δείνα πολιτική γραμμή, επίπτωση, αναφορά, αντανάκλαση. Ποιες οι πολιτικές θέσεις των έργων; Ποια η ενδεχόμενη πρακτική τους προέκταση; Ποια τα πολιτικά ελατήρια των συγγραφέων και πώς αυτά αποτυπώνονται στο χαρτί και πού αποσκοπούν. Θα λέγαμε πως παραγνώριζαν κάπως ή έβαζαν σε δεύτερη μοίρα-έστω-την αισθητική διάσταση, καθώς έδιναν ιδιαίτερη σημασία σε όσα προαναφέρθησαν. Εξέταζαν τους υλικούς παράγοντες, τους ιστορικούς παράγοντες, τις συνθήκες παραγωγής ενός έργου.
Είναι γεγονός πως η υλιστική προοπτική ήρθε σε αντίθεση με την αισθητική αντίληψη για την λογοτεχνία, τον προορισμό και τον ρόλο της. ‘Αρα το κέντρο βάρους έφυγε από το ίδιο το κείμενο κατά κάποιο τρόπο και πέρασε στη διαδικασία παραγωγής του και τον τρόπο δημιουργίας του. Συνεπώς το κείμενο μένει σιωπηλό ή άφωνο. Πολύ συζήτηση γύρω από αυτό χωρίς αυτό. Πώς να μιλήσει, αν δεν το κοιτάς! Πώς να απαντήσει, αν δεν το ρωτάς;
Σύμφωνα με την αντίληψη που εξετάζουμε, η λογοτεχνία είναι λόγος πολιτικός ή αποτέλεσμα ιστορικών-πολιτικών συνθηκών. Οπότε ο κριτικός θα πρέπει να εστιάσει στο πλαίσιο, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και πού αυτά οδήγησαν. Θα πρέπει να εξετάσει τις σχέσεις μεταξύ πραγμάτων (χρήματα, εμπορεύματα, υλικά αγαθά). Θα πρέπει να διερευνήσει και το βαθμό επαναστατικότητας μιας γραφής και την επίδραση στις συνειδήσεις των αναγνωστών-πολιτών. Το περιεχόμενο των έργων έχει ή πρέπει να έχει-σύμφωνα με τις μαρξιστικές αναλύσεις- κάποια κοινωνιολογική διάσταση και να αναδεικνύει το ιστορικο-πολιτικό-κοινωνικό προφίλ της κοινωνίας που τα γέννησε.
Ακόμα, η λογοτεχνία μελετάται ως αντανάκλαση της πάλης μεταξύ τάξεων — κυρίως μεταξύ της αστικής τάξης (που ελέγχει τα μέσα παραγωγής) και της εργατικής τάξης (που παράγει, αλλά δεν κατέχει). Ένα έργο μπορεί είτε να αναπαράγει την ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης είτε να την αποδομεί. Ανάλογα με την κοινωνική του θέση, ο συγγραφέας είτε ενισχύει είτε αποκαλύπτει τις ταξικές αντιθέσεις. Δεν θεωρείται «ουδέτερος». Οι χαρακτήρες συχνά εξετάζονται ως φορείς κοινωνικών σχέσεων και οικονομικών συμφερόντων. Πώς δρουν μέσα σε ένα σύστημα εξουσίας και πώς καθορίζονται από την κοινωνική τους τάξη;
Ο Pώσος συγγραφέας και επαναστάτης Πλεχάνοφ [4] διατύπωσε την άποψη πως «τέχνη αποτελεί η έκφραση των κοινωνικών προβλημάτων με εικόνες.»
O Πωλ (G.A. Paul) σημειώνει πως κατά τον Λένιν η σύλληψη του εξωτερικού κόσμου είναι μια αντανάκλασή του στην ανθρώπινη συνείδηση.[5] Όσο για την «κομματικότητα» στην τέχνη διατυπώνει: «Η λογοτεχνία πρέπει να γίνει συστατικό στοιχείο σε μια οργανωμένη, σχεδιοποιημένη, ενοποιημένη, σοσιαλδημοκρατική, κομματική δουλειά».
Η μαρξιστική κριτική ήταν κι αυτή μια θεωρία που πυροδότησε τον διάλογο σχετικά με την λογοτεχνία, την προσέγγιση και τους σκοπούς της. Ορισμένες εκδοχές της μαρξιστικής κριτικής κατηγορήθηκαν για δογματισμό και αναγωγισμό (π.χ. ότι τα πάντα εξηγούνται μέσω ταξικής πάλης ή των οικονομικών δομών), παραγνωρίζοντας την πολυπλοκότητα της γλώσσας, της κουλτούρας και την υποκειμενικότητα. Από τη δεκαετία του 1970 και μετά, η κριτική θεωρία επηρεάστηκε όλο και περισσότερο από άλλες προσεγγίσεις, όπως ομεταμοντερνισμός και ο μεταστρουκτουραλισμός, που αμφισβήτησαν τις «μεγάλες αφηγήσεις» (όπως ο ιστορικός υλισμός). Ακόμα προέκυψαν η φεμινιστική κριτική, η κριτική της αποικιοκρατίας (postcolonial theory), η κουήρ θεωρία. Αλλά και οι πολιτισμικές σπουδές, που εστίασαν σε ζητήματα φύλου, ταυτότητας, φυλής και εξουσίας, με διαφορετικό μεθοδολογικό πλαίσιο από το μαρξιστικό.
Το θέμα είναι πως μέσα στη λογοτεχνική εξέλιξη άρχισε σταδιακά να κερδίζει έδαφος το ίδιο το κείμενο και όσα αυτό μπορεί να κομίσει. Ξεκλειδώνοντάς το η αλήθεια ξεδιπλώνεται στον αναγνώστη. Η προσέγγιση έγινε περισσότερο κειμενοκεντρική και κυριάρχησε η θεωρία της πρόσληψης. Πρόκειται για μια θεωρητική προσέγγιση στη λογοτεχνία και τις τέχνες, η οποία επικεντρώνεται στο πώς το κοινό κατανοεί και ερμηνεύει τα λογοτεχνικά έργα. Η θεωρία αυτή εστιάζει στην αλληλεπίδραση ανάμεσα στο έργο και τον αναγνώστη/θεατή, υποστηρίζοντας ότι η κατανόηση και η αξία του έργου διαμορφώνονται εν μέρει από τον αναγνώστη (που έχει ρόλο ενεργητικό πια) και την κοινωνική του συγκυρία.
Αλλά όλα αυτά ίσως να αποτελέσουν το θέμα ενός επόμενου σημειώματος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Τονυ Μπενετ, «Φορμαλισμός και Μαρξισμός»,μτφ Σπύρος Τσακνιάς, Νεφέλη 1983, σ.119
[2] Το θέμα αυτό αναλύεται διεξοδικά στο βιβλίο του Αντερσεν με τίτλο Considerations on Western Marxism, New left Books, London 1969
[3] βλ. σημείωση [2]
[4] Στο «Τέχνη και κοινωνική ζωή», μτφ Γιάννης Μιχαλόπουλος, Eλεύθερος τύπος 2009
[5]G.A.Paul: «Η λενινιστική θεωρία της αντίληψης», μτφ Μάριος Μαρκίδης, Έρασμος 1984