Scroll Top

Κώστας Ακρίβος | Όνομα πατρός: Δούναβης – του Ευάγγελου Αυδίκου

Υπεύθυνος στήλης | Ευάγγελος Αυδίκος

«Η λέξη στη γλώσσα ανήκει εξ ημισείας σε κάποιον άλλο». Η φράση του Μπαχτίν συμπυκνώνει τον αέναο αγώνα της λογοτεχνίας, που υπάρχει μέσα από τις λέξεις, οι οποίες αναπαρθενεύονται κάθε φορά , παραφράζοντας τον Ελύτη. Με άλλα λόγια, προσαρμόζονται στην αφηγηματική θερμοκρασία του νέου περιβάλλοντος.
Η αφετηρία της στήλης είναι αυτή η διαπίστωση, σε ό,τι αφορά τη σχέση της με τους αναγνώστες και τα βιβλία. Δεν πιστεύω σε κλειστές και απρόσβλητες αναγνώσεις. Τα βιβλία θα γίνουν το μέσο επικοινωνίας με όσους/ες διαβάζουν. Χωρίς τον αναγνώστη/τρια τα δοκίμια βιώνουν το πολικό ψύχος της αναγνωστικής μοναξιάς.


Γράφει ο Ευάγγελος Αυδίκος

Κώστας Ακρίβος, Όνομα πατρός: Δούναβης, Μεταίχμιο 2025, σελ.339

Το όνειρο, γιατρέ

Πώς μπορεί κανείς να συνομιλήσει με ένα βιβλίο, ιδίως με ένα μυθιστόρημα που επιχειρεί να βιογραφήσει μια πολύπτυχη προσωπικότητα. Αυτή η αμηχανία γίνεται εντονότερη στην περίπτωση του/της  συγγραφέα, ο οποίος αναζητεί αφηγηματικούς τρόπους.

Αυτές οι σκέψεις με ταλάνισαν κρατώντας στα χέρια μου το καινούργιο μυθιστόρημα του εξαιρετικού πεζογράφου  και ευαίσθητου πολίτη Κώστα Ακρίβου, με τίτλο «Όνομα πατρός:  Δούναβης». Πρόκειται για την βιογραφία του Παναΐτ Ιστράτι, του ελληνορουμάνου συγγραφέα που έζησε βίον περιπετειώδη, επιδιώκοντας να εισπνεύσει κάθε μορφή εμπειρίας μέσα από τα ταξίδια του και την ποικίλη δράση του.

Προς το τέλος του βιβλίου του Ακρίβου σημειώνεται πως  ο Γάλλος  γιατρός που δυσκολευόταν να βρει μια φλέβα για να βάλει βελόνα στο χέρι του, έκανε τη διαπίστωση ότι πρώτη φορά έβλεπε τόσο αδύνατο άνθρωπο, σε σημείο που μπορούσε κάποιος να τον χαρακτηρίσει λυμφατικό. Και πρόσθετε πως αυτή η καχεκτικότητα συνυπήρχε με μια εσωτερική δύναμη, η οποία τροφοδοτούσε τη ζωή του διαμορφώνοντας την προσωπικότητά του που αναμετρήθηκε με ανυπέρβλητες δυσχέρειες.

Γεννημένος ο  Παναΐτ Ιστράτι στη Βραΐλα της Ρουμανίας (τέλη 19ου αι.) από Κεφαλλονίτη πατέρα και Ρουμάνα μάνα, βίωσε τη φτώχεια και τη βία, σε κάθε μορφή, από μικρή ηλικία. Έκανε πολλές δουλειές, έμεινε άφραγκος, έζησε για την περιπέτεια και το ταξίδι. Κατάφερε να χαρακτηριστεί Γκόρκι των Βαλκανίων. Έγινε αποδεκτός από τους λογοτεχνικούς κύκλους της Γαλλίας και της Ευρώπης. Τιμήθηκε από πολλούς, αποθεώθηκε από τους Σοβιετικούς. Του επιδαψίλευσαν τιμές.  Και όμως παρέμεινε ανυπότακτος.  Ασυμβίβαστος, αδιαφορώντας για τις τιμές και τα υλικά αγαθά. Διατήρησε μέσα του την παιδική αθωότητα, όσο κι αν αυτό φαντάζει παράδοξο αν συσχετιστεί με τον τρόπο που έζησε. Μέσα του κουβαλούσε, ως το τέλος της βιωτής του, τον επαναστάτη που βίωσε τη σκληρότητα. Είχε διαλέξει μεριά. Ήταν με τους αδύναμους. Απεχθανόταν την γραφειοκρατία και την αδικία, σε κάθε μορφή. Κι αυτό του κόστισε πολύ, από κάθε πλευρά. Τον απαξίωσαν οι πρώην υμνητές, του επιτέθηκαν με σφοδρότητα οι ακροδεξιοί κύκλοι της Ευρώπης αλλά κι εκείνοι που ένιωθαν να αμφισβητείται ο μικρόκοσμός τους.

Ο συγγραφέας που αναμετράται με τη ζωή σπουδαίων προσωπικοτήτων που σφράγισαν την εποχή τους, δρώντας με γνώμονα το δικό του , αναλλοίωτο σύστημα αξιών που δεν ευθυγραμμιζόταν με σκοπιμότητες, έρχεται αντιμέτωπος με την αμηχανία του πώς υλοποιεί την πρόθεσή του. Ο Ακρίβος βρήκε το αφηγηματικό κλειδί στην απάντηση που έδωσε ο Ιστράτι στην ερωτηματική απορία του Γάλλου γιατρού  του. «Τι σε κάνει, Παναΐτ, να ζεις τόσο έντονα;»

«Το όνειρο, γιατρέ», ήταν η απάντησή του. Αυτό το όνειρο είναι η μαγική λέξη για να εισχωρήσει ο Ακρίβος  στο συγγραφικό και οντολογικό σύμπαν του Παναΐτ Ιστράτι. Είναι ο κεντρομόλος άξονας που οργανώνει τη δημόσια στάση του θρέφοντας τις εν υπνώσει επιθυμίες του, οι οποίες με τον καιρό σαρκώνονται. Η καθημερινότητά του είναι επίπονη, ζει μες στη φτώχεια.

Διηγείται στο μυθιστόρημα «Μιχαήλ»  τα πάθη του ομώνυμου ήρωά του. «Έφυγε από το σπίτι, αλήτεψε , έσπαγε λουκέτα στα βαγόνια κι έκλεβε σπόρους για να ζήσει. Τον έστειλαν στο αναμορφωτήριο. Το έσκασε κι από εκεί. Για αρκετό καιρό κοιμόταν σε αποθήκες και στάβλους, παρέα με τους ποντικούς, εδώ και τριάντα χρόνια ζει στην απόλυτη δυστυχία».

Το όνειρο είναι εκείνο που τον βοηθάει να επιβιώσει σ’ αυτό το τραχύ, κοινωνικό περιβάλλον. Είναι ο κόσμος των βιβλίων μέρος αυτού του ονείρου, ένα παράθυρο σε κάτι που  λειτούργησε ως τόπος λογοτεχνικής μετάπλασης των βιωμάτων του.

Στην είσοδο ενός μπακάλικου βλέπει ο Αδριανός , το απείκασμα του Ιστράτι, «τον Μιχαήλ δίπλα σ’ ένα κασόνι γεμάτο βιβλία. Τα έχει αγοράσει ο μπακάλης για να φτιάχνει με τα φύλλα τους χωνάκια για την πραμάτεια του. Ο Μιχαήλ πληρώνει μια δεκάρα , διαβάζει από ένα και ύστερα το επιστρέφει στον μπακάλη» (Μυθιστόρημα Μιχαήλ).

Η ζωή του γίνεται ένα συνεχόμενο ταξίδι αναμέτρησης με τα στερεότυπα της ορθοφροσύνης και της μη προσαρμογής στους καθεστώτες κανόνες. Η είσοδος στη λογοτεχνία εξελίσσεται σε διαδικασία συνομιλίας ανάμεσα στο βίωμα και τη γραφή. Αυτή η σχέση αποτυπώνεται στον τρόπο που αντέδρασε στην πρόταση του πλούσιου θείου του στην Αλεξάνδρεια να του ανοίξει ένα καπνομάγαζο, με την προϋπόθεση ότι θα εγκαταλείψει τον πλάνητα βίο. 

Το όνειρό του όμως δεν χωρούσε στην ορθοφροσύνη και τον καθωσπρεπισμό του θείου του. Θεωρούσε τις κοινωνικές συμβατικότητες ως ανασχετικούς παράγοντες στο ταξίδι της ζωής του. Η «Ιθάκη» του είναι η Γαλλία ως ονειρικός τόπος για την είσοδό του στον επιθυμητό τόπο, τη λογοτεχνία.

Ο Κώστας Ακρίβος είχε να διαχειριστεί μια ιδιότυπη προσωπικότητα, που δεν μπορούσε να χωρέσει σε συγκεκριμένα σχήματα. Στην περίπτωση αυτή ελλοχεύει  ο κίνδυνος να παρασυρθεί ο συγγραφέας της μυθιστορηματικής βιογραφίας από τον υπερχειλίζοντα δυναμισμό του ανιστορούμενου εστιάζοντας στην προσωπικότητα, χωρίς αναφορές στη γραφή. του Ακρίβου στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Ο κίνδυνος, εξάλλου, από  την ανάγνωση μιας μυθιστορηματικής βιογραφίας είναι να παγιδευτεί ο αναγνώστης/ τρια από την πληθωρική προσωπικότητα του  βιογραφούμενου, περιοριζόμενος σ’ αυτό καθαυτό το θέμα, από τη μια μεριά, και παραβλέποντας το γεγονός ότι αυτό που διαβάζει είναι η οπτική , η γραφή ενός άλλου συγγραφέα, από την άλλη, που επιλέγει τον τρόπο αναπαράστασης του βιογραφούμενου, καθώς και της γραφής.

Ο συγγραφέας Ακρίβος διαλέγει να εστιάσει στο  ασύνειδο ταξίδι , ή συνειδητό, από κάποια στιγμή και μετά. Αυτή η επιλογή διοχετεύεται α. στη λογοτεχνία και β. στη δημόσια στάση του απέναντι σε πρόσωπα αλλά και συστήματα σκέψης και πολιτικής δράσης.

Και τα δύο στοιχεία διεισδύουν στο ένα στο άλλο, συγκροτώντας την λογοτεχνική και κοινωνικοπολιτική προσωπικότητα  του Ιστράτι. Παρακολουθεί την αγωνία και την απογοήτευση του βιογραφούμενου, που τον οδηγεί σε απόπειρα αυτοκτονίας, η οποία, τελικά,  αναζωογονεί το ενδιαφέρον του για να πετύχει το όνειρό του. «Δεν ενδιαφέρομαι επειδή είστε δυστυχής , παρά γιατί λάμπει η θεία φλόγα της ψυχής», απαντά ο Ρομέν Ρολάν στην επιστολή του Ιστράτι, ο οποίος εξομολογείται  για το πώς ο ίδιος αντιλαμβάνεται τη σχέση του με τη γραφή.   

«Εγώ φανταζόμουν πως οι συγγραφείς γράφουν σαν το αηδόνι που τραγουδάει. Αυτή η σκέψη με ανακούφιζε, ταίριαζε με την τεμπελιά μου. Δεν αγαπούσα την προσπάθεια. Υπάκουσα στον Ρομέν Ρολάν και βάλθηκα να γράψω με ζήλο. Ως τότε δοκίμαζα να γράψω στα ρουμάνικα, μα στις τριάντα σαράντα σελίδες παράταγα τις λογοτεχνικές μου προσπάθειες. Όμως στην αρχή η  άγνοια της γλώσσας  με έκανε να πληρώσω ακριβά τη χαρά του γραψίματος. Το στήθος μου το ’νιωθα  σαν καμίνι γιομάτο από λιωμένα μέταλλα που ζήτησαν να βγουν , αλλά που δεν έβρισκαν έτοιμα τα καλούπια να τα δεχτούν…Δεν ξέρω πώς κατάφερα να μην τρελαθώ την εποχή εκείνη. Με τον ίδιο τρόπο έγραψα όλα τα βιβλία μου. Υπήρξε ποτές άλλος τόσο βασανισμένος συγγραφέας του τύπου του δικού μου;» (Μέντορας)

Αυτό το απόσπασμα από συνέντευξη του Παναΐτ Ιστράτι δείχνει τον μετασχηματισμό του ασύνειδου σε διαδικασία αυτοσυνειδησίας. Έχοντας μια ρομαντική αντίληψη του 19ου αιώνα για την έμπνευση και τη γραφή, η επαφή με τον Γάλλο νομπελίστα Ρομέν Ρολάν τον αναγκάζει να διαφοροποιήσει τις απόψεις του, αντιλαμβανόμενος πως η γραφή χρειάζεται αυστηρή πειθαρχία. Η ωρίμανση του λογοτέχνη Ιστράτι λειτουργεί και ως αφετηρία για αυτοέλεγχο αλλά και λογοτεχνική παραγωγικότητα, χωρίς ωστόσο αυτό να νοθεύει την ελευθεροφροσύνη του.

Οι επιλογές στην εστίαση είναι του Ακρίβου. Αποκαλύπτεται μια επίμοχθη ερευνητική προσπάθεια, καθώς και μια ικανότητα στο λίχνισμα του υλικού του, ώστε να δημιουργήσει τον δικό του Παναΐτ Ιστράτι, αυτόν τον σημαντικό συγγραφέα και πολίτη, του οποίου  στο σώμα και στην ψυχή  χωρούσαν όλα τα δαιμόνια του προγόνου του Δούναβη.

Ένα δαιμόνιο που τον ταλάνιζε ήταν  η αναζήτηση της ομορφιάς, η οποία μπορούσε να ανιχνευθεί,  ακόμη και σε περιβάλλοντα που κάποιοι άλλοι θα τα θεωρούσαν αντιαισθητικά. Στις συνοικίες της Βραΐλας συναντάει την ανάγνωση. Κι αυτό μπολιάζει την νοοτροπία του με την αναζήτηση ενός κόσμου διαφορετικού με πρωταγωνιστές τα πάθη και τους πόθους των αδύναμων. Αυτό τον καθιστά πλάνητα αναζητώντας την ομορφιά και τη γνώση. Εγκαταλείπει τη Δαμασκό, όπου δούλεψε ως επιγραφοποιός, γιατί δεν ήταν ο δικός του τόπος, που θα φλόγιζε τις ανησυχίες του. Ουδείς γνώριζε τον Άμλετ. Δεν συμβιβάζεται στις επιλογές του, ακόμη κι αν αυτό οδηγεί σε συνθήκες πτωχείας με την εγκατάλειψη ενός προσοδοφόρου επαγγέλματος.

Ο Ιστράτι ήταν πολίτης του κόσμου αλλά και του τόπου του. Μοιάζει με το πεπόνι  «Μπακάρ»,  υβρίδιο εξωτικού και ντόπιου που καλλιεργείται στις πεδιάδες της Βραΐλας. Δεν χωράει σε άγονους εθνικισμούς. Γεννημένος και μεγαλωμένος σε γειτονιές πολυεθνοτικές ονειρεύεται έναν κόσμο για όλους. Αυτό γίνεται αφορμή να ενθουσιαστεί με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Γράφει με αφορμή την επίσκεψή του στη Μόσχα τον Νοέμβριο του 1927, ως επίσημος καλεσμένος των αρχών της Σοβιετικής Ένωσης.

«Έρχομαι να συνεργαστώ με τη Ρωσική Επανάσταση. Είμαι έτοιμος να καταθέσω την πένα  και να ξαναπιάσω τις παλιές μου τέχνες. Θα κάνω ό,τι είναι ανάγκη για να ’μαι χρήσιμος, χειρωνακτική δουλειά αν χρειαστεί. Την έκανα για τριάντα χρόνια. Όργωσα τη γη, ήμουν σοβατζής, δούλεψα στους δρόμους και στα εργοστάσια».

Πράγματι, επισκέπτεται τη νεοπαγή σοσιαλιστική χώρα όντας απόλυτα βέβαιος πως θα ψαύσει το όνειρό του. Είναι έτοιμος να εργαστεί γι’ αυτό. Απαρνείται την υψηλή επιστασία και την ευκαιρία να κάνει ένα ταξίδι δωρεάν σε μια αχανή χώρα. Δεν εξουσιοδοτεί κανέναν να μιλήσει εξ ονόματος των πολιτών. Αυτό είναι το δραματικό στοιχείο στη ζωή του Ιστράτι, το οποίο αναδεικνύεται με εναργή τρόπο από τον Ακρίβο. «Πάμε στην Ελλάδα να φωνάξουμε τον ενθουσιασμό μας για αυτά που είδαμε στην ΕΣΣΔ». Λειτουργεί ως αγγελιοφόρος του κοινωνικού του ονείρου, στο ταξίδι που κάνουν μαζί με τον Καζαντζάκη. Μπαίνει στη φωτιά της μεσοπολεμικής Ελλάδας και εισπράττει τον θαυμασμό αλλά και την απαξίωση από όσους είχαν δαιμονοποιήσει τον μπολσεβικισμό. Ο Ιστράτι δεν υποχωρεί. Γίνεται η φωνή των αδύναμων (φυλακισμένοι, φυματικοί).

Το στοιχείο που τροφοδοτεί τη δραματικότητα στη ζωή του είναι το κυνήγι του ονείρου και η ανυποχώρητη στάση του. Αυτό τον μετατρέπει σε αποδιοπομπαίο τράγο. Συνέβη κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, που κατέληξε στην απέλασή του. Αυτό που εντείνει τη δραματικότητά του είναι η σχέση του με τη Σοβιετική Ένωση. Επικρίνει τα κακώς κείμενα κι αυτό αλλάζει τη ζωή του. Από σύμμαχος αντιμετωπίζεται ως εχθρός, προδότης, ατάλαντος συγγραφέας. Άλλοι θα λύγιζαν, όχι ο Ιστράτι. Ακόμη και στην αρρώστια του δεν υποχωρεί. Είναι η ψυχή του ανυπότακτη κι αυτό οπλίζει το σώμα του με εκπλήσσουμε αντοχή.

 Επιστρέφοντας στις αρχικές παρατηρήσεις, θα αδικούσα αν ολοκλήρωνα στην προηγούμενη παράγραφο την αναφορά στο μυθιστόρημα του Ακρίβου. Οποιαδήποτε βιογράφηση προϋποθέτει  καταβύθιση σε αρχειακές πηγές, καθώς και αναζήτηση των ιχνών του βίου του βιογραφούμενου. Ως εκ τούτου, ο Ακρίβος γίνεται κι αυτός αφηγηματικός πλάνης, σε μια προσπάθεια να κατανοήσει το πολυπρισματικό όνειρο του Ιστράτι, να αναδείξει την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του. Διαβάζει τα κείμενα, αναζητά πηγές, επισκέπτεται τους τόπους του βιογραφούμενου, για να ακούσει τη φωνή του. Αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου τον κίνδυνο να τον παρασύρει ως ορμητικός Δούναβης ο Παναΐτ Ιστράτι. Με μαστοριά επιλέγει για τον εαυτό του ο Ακρίβος μια καίρια θέση στην ανιστόρηση του περιπετειώδους βίου. Αφήνει να εξελιχθεί η αφήγηση με τους δικούς του όρους, ώστε να φιλοτεχνήσει τον δικό του Ιστράτι.

Αυτό φαίνεται πιο πολύ στο μυθιστόρημα «Κυρά Κυραλίνα», στο οποίο είναι έντονη η αφηγηματική παρέμβαση του Ακρίβου. Με τη μορφή του παρενθετικού λόγου, επεξηγηματικού ενίοτε, κάνει έντονα αισθητή την παρουσία του, αναφερόμενος στις συνθήκες γραφής, στη συσχέτιση του μυθοπλαστικού σύμπαντος με πραγματικά γεγονότα, καθώς και στη συγγραφική έξαψη του Ιστράτι όταν έγραφε την «Κυρά Κυραλίνα».

 Ο Κώστας Ακρίβος με τον τρόπο αυτό συνομιλεί με τον «συγγραφικό αδελφό του», πλέον, ελληνορουμάνο συγγραφέα. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ο συγγραφέας του βιβλίου «Όνομα πατρός» , γνωρίζει την τέχνη του γράφειν, χωρίς να χάνεται σε περισπούδαστες αναλύσεις και αυτοβιογραφήσεις.

Βιογραφικό Ευάγγελος Αυδίκος

Βιογραφικό Κώστας Ακρίβος