Σπύρος Γ. Μπρίκος, Ασφοδελός λειμώνας, πεζογράφημα. Μανδραγόρας Εκδόσεις , Αθήνα 2024, σελ.58.
«Ετούτη η απόβαση στην ακτή αποδείχθηκε ναυάγιο». Με τη φράση αυτή ο συγγραφέας ολοκληρώνει τις τρεις πρώτες σελίδες του πεζογραφήματός του, που συνιστά και ένα είδος εισαγωγικής διακήρυξης των προθέσεών του.
Ο Μπρίκος εξαρχής καταθέτει τα αφηγηματικά του εργαλεία , που απεικονίζουν και τον τρόπο με τον οποίο κατανοεί τον κόσμο. Η προαναφερθείσα φράση αποτελεί την ολοκλήρωση ενός ιστορικού κύκλου, ο οποίος, μέσα στην ιστορική του εξέλιξη κάθε φορά κλείνει, γεγονός που ενεργοποιεί και το άνοιγμα ενός άλλου κύκλου. Ξεκινάει το βιβλίο με τη φράση «Ερχόμαστε από μακριά» . Πρόκειται για κύκλια αφήγηση, κάτι που αντιστοιχεί σε ό,τι συμβαίνει στην ιστορική εξέλιξη. Αφηγηματική του μονάδα είναι ο κύκλος, στα όρια του οποίου επισημαίνονται οι παλίμψηστες πολιτισμικές συμπεριφορές.
«Ερχόμαστε από πολύ μακριά». Η πρώτη φράση εισάγει στο αφηγηματικό και ιδεολογικό σύμπαν του συγγραφέα. Τόποι και μετακινήσεις κύκλιοι. από την Ιωνία, τη σημερινή Μικρασία, στην ακτή του Ιονίου, σε μια επαναληπτική κίνηση των προσφυγικών ροών που εξωθούνται από στρατιωτικές επιχειρήσεις ή πολιτικές αναταράξεις σε συνεχείς κύκλιους μεταναστευτικούς χορούς. Το Αιγαίο και το Ιόνιο μεταβάλλονται σε διαδρόμους μεταναστευτικών μετακινήσεων και ρίσκων, οι οποίοι ενίοτε μεταβάλλονται σε ναρκοπέδια και νεκροταφεία ανθρωπίνων ψυχών.
Ο συγγραφέας τοποθετεί την απόβαση στη χώρα των Χιμερίων, στην περιοχή της Εφύρας. Κι εκεί συναντιούνται με τον ψυχοπομπό Ερμή που μεταφέρει τα θύματα του Τρωικού πολέμου αλλά και όλη την αρμαθιά των νεκρών στην πύλη του Άδη, στον Ασφοδελό λειμώνα. Στη χώρα των νεκρών.
Όλα αυτά αιτούνται την υιοθέτηση μιας λοξής ματιάς, ώστε η αφήγηση να εκληφθεί ως ιστορική περιδίνηση προσώπων, νοοτροπιών, ιστορικών συμπεριφορών, που μπορούν να εξηγηθούν μέσα στη μεγάλη διάρκεια του Braudel-και όχι ως γεγονότα που περιορίζονται σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό κύκλο. Ως εκ τούτου, ο Μπρίκος εξαρχής γράφει ένα πεζογράφημα με σκοπό. α. Να ορθοτομήσει τον κύκλιο, επαναλαμβανόμενο ιστορικό χρόνο , μέσα στην εξελικτική του πορεία. β. Να σχολιάσει τα όσα συμβαίνουν με τις προσφυγικές ροές κατά τις τελευταίες δεκαετίες, εστιάζοντας στην ανάδειξη του παλίμψηστου χαρακτήρα της μετανάστευσης, τον οποίο υποβαθμίζουμε στην Ελλάδα και την Ευρώπη-αλλά και αλλαχού-ως μια διαδικασία που συμβαίνει στις μέρες ως πρωτόφαντη έκφραση πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων.
Ο Μπρίκος , με τις συχνές αναφορές του, υπενθυμίζει τη δύναμη του φιλοσοφικού λόγου που κατανοεί τη ροή των ιστορικών γεγονότων. Προέκταση του κύκλιου μεταναστευτικού χρόνου είναι η συνομιλία του με το παρόν και τα όσα έχουν διατυπωθεί, διαχρονικά, με έμφαση τα πρόσφατα δεκαπέντε χρόνια, για την άχρονη εντοπιότητα και την επίκληση της καθαρότητας του αίματος και της πολιτισμικής ταυτότητας του εθνικά γηγενούς για την απόκρουση των «εισβολέων» προσφύγων. «Ήρθαν και ενώθηκαν με εμάς και με τους θεσπρωτούς και γίναμε ένα», ανιστορεί ο αφηγητής στην αρχή. «Ένα μπαστάρδεμα είμαι των γηγενών με τους εισβολείς από τον βορρά. Μέσα μου κυλά το αίμα αχαιών, των δωριέων και των αιολέων. Έρχομαι από πολύ μακριά, από τον εύξεινο πόντο, από τα παράλια». Ο Μπρίκος θεάται τον τόπο σε διαρκή κίνηση, μέσα στον οποίο προσμιγνύονται άνθρωποι με διαφορετική προέλευση και διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις. Αντιλαμβάνεται ανθρωπολογικά τις προσφυγικές ροές και μεταναστευτικές μετακινήσεις, ως διεργασία επιμειξιών και διαμόρφωσης ανθρωποτύπων, πέρα και αντίθετα στις κρατούσες αναπαραστάσεις για μια εσωστρεφή και «αμόλυντη»ιστορική εξέλιξη. Ό,τι υπάρχει σήμερα οφείλεται σε μετακινήσεις και επιμειξίες. Κι έτσι το προσφυγικό παρόν δεν είναι τίποτε άλλο από ένας κύκλος στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας και του γεωγραφικού χώρου, στον οποίο αναφέρεται.
Στην πεδιάδα του ασφοδελού λειμώνα, εκεί που η Περσεφόνη ταυτίζεται με τον θάνατο αρχίζει η επιστροφή της ζωής μέσα από την επιμειξία και την συναίρεση και συνίζηση πολιτισμικών στοιχείων και καταγωγών. «Όταν εισχώρησα στους τετραπλούς βουβώνες ο θώρακάς μου είχε σπάσει σε επτά σημεία και στις κλειδώσεις τρεμόσβηναν άστρα». Η μέθεξη και η μεταρσίωση της διαυγούς ιστορικής εμπειρίας δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια άλλη οπτική στην επιμειξία και τη συνάντηση με μορφές που μεταλλάσσονται στους αιώνες. Πρόκειται για μια διαδικασία, μέσα από τις οποίες προκύπτει η νέα ανθρώπινη και αφηγηματική δημιουργία. «Δεν έχω ρίζες. Δεν θυμάμαι τίποτε», δηλώνει η γυμνόστηθη θεά του μινωικού πολιτισμού, η οποία διατρέχει τον ιστορικό χρόνο αλλάζοντας κάθε μορφή και αποκτώντας τα χαρακτηριστικά της πολιτισμικής μορφής του εκάστοτε κύκλιας ιστορικής ενότητας.
Τι είναι το βιβλίο του Μπρίκου; Ο ίδιος το ονομάζει πεζογράφημα, γεγονός που τον διευκολύνει να αποφύγει τη δέσμευση των λογοτεχνικών ταξινομήσεων. Η αφήγηση του συγγραφέα, με όρους ψυχαναλυτικούς που τόσο του αρέσει, είναι εμποτισμένη στο αφηγηματικό σύνδρομο της αέναης επιστροφής στην αφηγηματική μήτρα του. Πιο συγκεκριμένα, ο «Ασφοδελός λειμώνας» επιχειρεί παλιννόστηση στην προ-αφηγηματική του περίοδο, τότε που έγραψε πεζόμορφη ποίηση. Συνομιλεί όμως ακόμη και με τα υπόλοιπα αφηγηματικά βιβλία του: α. Με τα διηγήματα της συλλογής «ιστορικό παράδοξο» Επανέρχεται σε μια υπερχειλίζουσα χρήση ιατρικών όρων, οι οποίοι αξιοποιούνται ώστε να διαμορφώσουν μιαν ιδιότυπη αφηγηματική ατμόσφαιρα, η οποία διεγείρει την περιέργεια του αναγνώστη/τριας. Θέτει, και στο παρόν βιβλίο, τους ιατρικούς όρους στην υπηρεσία της ανάγκης να εκφράσει, με τον δικό του ιδιότυπο τρόπο, όσα ανιστορεί.β. Συνομιλεί και με την «Αγία Παπαλίνα» και τον «Λεσπέρ». Η διαφορά συνίσταται στο ότι χρησιμοποιεί το παρόν για να μετακινηθεί σε ουτοπικές πολιτείες, επιχειρώντας να αναιρέσει το δυστοπικό παρόν.
Ωστόσο, ο «Ασφοδελός» είναι μια διαφορετική πορεία. Αφετηρία του είναι ο άπειρος ιστορικός χρόνος και οι μεταμορφώσεις του που διαμορφώνουν τη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα. Σε όλα τα προηγούμενα πεζογραφήματα του Μπρίκου υπήρχαν αφηγηματικά πρόσωπα που επωμίζονταν την υποχρέωση να μιλήσουν για τοις εμπειρίες τους.
Ο Μπρίκος καταβυθίζεται στην ιστορία , σε ιστορικά, εμβληματικά πρόσωπα, στη γεωγραφία (Ιωλκός, Μεξικό, Λατινική Αμερική, Γερμανία), θυμίζοντας, αφηγηματικά το βιβλίο του Κάρολ «Η Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων».Και οι δύο επιχειρούν ένα μακροβούτι στην ιστοριογραφία. Ο Μπρίκος έχει ως προγραμματικό στόχο να ξαναδιαβάσει με καινούργιο , ανανεωτικό τρόπο την ιστορία. Να υπονομεύσει τα στερεότυπα, ιστορικά και κοινωνικοπολιτισμικά. Γράφει . «Ακούστε με με προσοχή. Ήμουν δημιούργημα των αγιογράφων σας. Δεν υπήρξα ποτέ άγιος. Υπήρξα προϊόν πλάνης των γραφών σας. Εγώ ο φτωχός ιουδαίος που μόνο μου ιερό και όσιο οι άνθρωποι». Πρόθεση του συγγραφέα να διαβάσει την ιστορία με διαφορετική οπτική, προσφεύγοντας στις πηγές. «Ήρθα στον κόσμο να καταστρέψω τα ιστορήματα των γραφών σας», προσθέτει. Ο αφηγητής εναλλάσσεται με ταχύτατους ρυθμούς. Μπορεί να είναι ο Πενθέας, ο Οιδίποδας, ο Σωκράτης, Αβραάμ, ο Χριστός, ο Μπολιβάρ, ο υποδιοικητής Μάρκος. Οι εποχές συναιρούνται. Έτσι, το βιβλίο λειτουργεί ως γεενεαλογία αντιστασιακών και ανατρεπτικών φωνών σε σχέση με κάθε μορφή εξουσίας, στην αναζήτηση απάντησης στο ερώτημα ποιος είμαι ως άνθρωπος, πού βρίσκονται οι ρίζες μου. «Ψάχναμε τις ρίζες μας στον κόσμο», η απάντηση.
Ένας άλλο θέμα το οποίο υπονομεύεται στο βιβλίο είναι το στερεότυπο που κυριάρχησε για τη θέση της γυναίκας στην ιστορία και τους κοινωνικούς σχηματισμούς. Οι αφηγηματικές πιρουέτες του Μπρίκου στο θέμα γίνονται με επιδεξιότητα. Αποδομεί τη βιολογική ανισοτιμία επικαλούμενος τις πηγές και αναδεικνύοντας το πώς κατασκευάζεται η αφήγηση της ιστορίας. Αναφέρεται στις μαινάδες, τις νηρηίδες, στις μάγισσες, την ξανθίππη, τη μαρία και την υποδιοικήτρια, στις πολλαπλές γυναικείες όψεις, οι οποίες ωστόσο έχουν το ίδιο βλέμμα και την ίδια διάθεση. Να αντισταθούν στην χειραγώγηση αλλά και να σαρκωθούν το καθήκον τους, αναδυόμενο από τη χοϊκή της υπόσταση, τη δυνατότητα γέννησης και αναπαραγωγής, γεγονός που τις ταυτίζει με τη μαγεία, με τη θεραπεία, την ανάσταση, τη συνεχή αγωνία για τη ζωή και την αναζωογόνησή της μέσα από τη φαινομενικά θνησιγενή τάση.
Ως υπόστρωμα σε όλα αυτά ακούγεται ο αχός από τη συζήτηση για όσα συμβαίνουν με τις γυναικοκτονίες, κάτι που διατρέχει τον αφηγηματικό λόγο του συγγραφέα. «Την έχουνε πάνω στην πυρά για να την κάψουνε. Ξεσκίζει τα στήθη των ανδρών. Δύο μέτρα ύψος, υπερφυσική μάγισσα, με στήθη στητά και χυμούς ηδονής από πρωτόγαλα». Εικόνες που διασχίζουν τον ιστορικό ορίζονται, εμφανιζόμενες κατά καιρούς αρκετά έντονα και στην επαιρόμενη για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνία.
Ο συγγραφέας συνομιλεί αλλά και προτείνει τρόπο ανάγνωσης του βιβλίου του. Δεν κρύβεται μέσα στις λέξεις. Παίρνει θέση αλλά και προτείνει τρόπο ανάγνωσης. Παροτρύνει. «Μη πιστεύετε στα γραπτά των μεγάλων παραμυθάδων του γένους.Το βιβλίο που συγγράφω τώρα περιγράφει την πραγματική ιστορία του κόσμου. Έχω τη δαιμονισμένη συνήθεια να διαβάζω ό,τι δεν διαβάζεται και να γράφω ό,τι δεν γράφεται».
Το βιβλίο είναι ένα μνημόσυνο σε όλους τους ανώνυμους της ιστορίας, που θάφτηκαν σε μαζικούς τάφους. Η λοξή ματιά του γίνεται μια πρόταση για την τέχνη, ιδιαίτερα για την υποχρέωση της τέχνης να συνομιλεί με όσα συμβαίνουν. Προσφεύγει στον Κατσαρό, τον Μπωντλέρ και άλλους. «Η διεθνής του πένθους, είναι ο ακάθιστος ύμνος του γένους», διακηρύττει. Ωστόσο, δεν είναι σπουδή στη μεταφυσική του θανάτου. Δεν συνιστά το βιβλίο νοσταλγική οπτική κάποιου χαμένου παραδείσου. Πολύ περισσότερο δεν συγχέεται το πένθος με την εκδίκηση. Συσχετίζεται με το δικαίωμα στη μνήμη.
Η τέχνη, η ποίηση, η λογοτεχνία είναι αυτές που θα κάνουν παγκοσμιότητα τη μνήμη, μέσω της γλώσσας. «Μόνη μου γλώσσα η ποίηση, πατρίδα και καταφύγιο μαζί». Η τέχνη ως μια άλλο βλέμμα, λοξό στην ιστορία. Είναι εκείνη που μπορεί να λειτουργήσει ως δεσμίδα φωτός στα σκοτάδια της ιστορίας
Στο πεζογράφημα του Μπρίκου δεν πρωταγωνιστούν πρόσωπα. Είναι οι λέξεις και το μυθολογικά μοτίβα, που στροβιλίζονται. Είναι οι εποχές που διαμορφώνουν κοινωνικά και πολιτισμικά παλίμψηστα. Σ’αυτό το πλαίσιο το πεζογράφημα του Μπρίκου διαβάζεται ως ένα φιλοσοφικό δοκίμιο με ισχυρό λογοτεχνικό υπόστρωμα, το οποίο απαιτεί αναγνώστες/τριες σε διαρκή επαγρύπνηση , έτοιμοι να καταβυθιστούν στη μυθολογία και τη λεξιθηρία, κάτι που οδηγεί και σε μια θέαση της ιστορίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Δεν προσφέρεται το βιβλίο για « άσπρο πάτο». Αντίθετα, η σχέση μαζί του απαιτεί να αντιμετωπιστεί ως διάβασμα γουλιά γουλιά, σαν ένα τσίπουρο με πολλά γράδα. Δεν απευθύνεται το βιβλίο σε αναγνώστες, που θέλουν αφηγηματική τροφή έτοιμη για χώνεψη.