Scroll Top

Σπύρος Κιοσσές | Τσιγάρο βαρ – του Ευάγγελου Αυδίκου

Υπεύθυνος στήλης | Ευάγγελος Αυδίκος

«Η λέξη στη γλώσσα ανήκει εξ ημισείας σε κάποιον άλλο». Η φράση του Μπαχτίν συμπυκνώνει τον αέναο αγώνα της λογοτεχνίας, που υπάρχει μέσα από τις λέξεις, οι οποίες αναπαρθενεύονται κάθε φορά , παραφράζοντας τον Ελύτη. Με άλλα λόγια, προσαρμόζονται στην αφηγηματική θερμοκρασία του νέου περιβάλλοντος.
Η αφετηρία της στήλης είναι αυτή η διαπίστωση, σε ό,τι αφορά τη σχέση της με τους αναγνώστες και τα βιβλία. Δεν πιστεύω σε κλειστές και απρόσβλητες αναγνώσεις. Τα βιβλία θα γίνουν το μέσο επικοινωνίας με όσους/ες διαβάζουν. Χωρίς τον αναγνώστη/τρια τα δοκίμια βιώνουν το πολικό ψύχος της αναγνωστικής μοναξιάς.


Σπύρος Κιοσσές, Τσιγάρο βαρ, μικρο-ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ και άλλα πεζά. Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2023, σελ.151.

Αυτά τα σημαντικά μικρά

Κάποτε, είχα μια διαφωτιστική συζήτηση με ποιήτρια εν τω γίγνεσθαι. Διετύπωσα την άποψη πως θα ήταν καλό να εντάξει στα διαβάσματά της το δημοτικό τραγούδι αλλά και άλλα είδη του λαϊκού λόγου. Η αντίδρασή της υπήρξε απόλυτη, δεν ενδιαφέρεται να μιμηθεί , ή να επηρεαστεί από το δημοτικό τραγούδι.

Τα διαμειφθέντα με έπεισαν για τον αναγνωστικό δυισμό που έχει καλλιεργηθεί  σε ορισμένους/ες νέους δημιουργούς, ως απότοκο της επιπολαιόρριζης ή απορριπτικής σχέσης  με ό,τι συνιστά  τον λαϊκό πολιτισμό. Ήταν μάταιη οποιαδήποτε αναφορά στη ζείδωρη  σχέση με τη λαϊκή ποίηση, συχνά απελευθερωτική , που διέπει τους μεγάλους δημιουργούς. Αντιγράφω για την ανάγκη του παρόντος κειμένου όσα παραθέτει ο Βαγενάς για τη σχέση του Μπόρχες με το δημοτικό τραγούδι. Γράφει. «Όπως το έργο του Μπόρχες έχει μεγάλες αναλογίες  με το έργο των υπερρεαλιστών, δηλαδή με την πιο ατομικιστική δημιουργία, το ίδιο παρουσιάζει, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο, μεγάλες αναλογίες με τη δημοτική δημιουργία. Ακόμη και ο πιο πρωτόγονος δημιουργός, ο δημοτικός ποιητής, φαίνεται να μας λέει ο Μπόρχες, αισθάνεται πως η τέχνη του λόγου είναι, πρώτα απ’ όλα, συμβατική έκφραση»[1].

Ο Σπύρος Κιοσσές βρίσκεται στον αντίποδα των φοβικών απόψεων της ποιήτριας. Πανεπιστημιακός δάσκαλος όντας , διδάσκει δημιουργική γραφή , γράφει δοκίμια και μελέτες για το ακανθώδες ζήτημα της γραφής, ενώ παράλληλα διακονεί, με ιδιαίτερα επιτυχή τρόπο, τη γραφή. Γνωρίζει πως η λογοτεχνική δημιουργία δεν διαμορφώνεται  σε ένα ιστορικό κενό, αλλά « μέσα από ένα σύνολο ψυχοδιανοητικών πεδίων απορροφώντας πολλά από τα χαρακτηριστικά τους»[2].

Ο Κιοσσές γνωρίζει πως η διακειμενικότητα είναι συστατικό στοιχείο ΣΤΗ λειτουργία της λογοτεχνίας, προφορικής και γραπτής, αρχαιόθεν. Η διακειμενικότητα υπάρχει σε κάθε άνθρωπο, πέρα από τους δημιουργούς, στους οποίους η επιδίωξη είναι σκόπιμη. Ο Τοντορόφ υπογραμμίζει, σωστά, πως « είμαστε όλοι φτιαγμένοι από αυτά που μας δίνουν οι άλλες ανθρώπινες υπάρξεις»[3].

Ο  συγγραφέας έχει πλήρη επίγνωση πως ο  εαυτός μας είναι,  ούτως ή άλλως, προϊόν διακειμενικών αναγνώσεων (οικογενειακών, κοινοτικών, εκπαιδευτικών, εθνικών). Δανείζεται λέξεις, αισθήματα και συναισθήματα, σκέψεις και πληγές , για να χτίσει το διηγηματογραφικό του σύμπαν. Είναι και ο ίδιος μέρος αυτού του κόσμου. Στα σαρανταοκτώ μικρο-διηγήματά του φιλοξενούνται πρόσωπα οικεία (οι γονείς, οι γιαγιάδες, ο παππούς, οι θείες, συγγενείς και μαθητές), εμβληματικά πρόσωπα μιας συμπεριληπτικής καθημερινότητας. Όλοι αυτοί/ ες του δανείζουν τις λέξεις και τις ιστορίες τους. Ωστόσο, έχων την ιδιότητα του ερευνητή και δασκάλου στη δημιουργική γραφή,  ιχνηλατεί και εφαρμόζει τα όσα εξομολογείται ο Φουέντες. «Γνωρίζουμε ότι ο κόσμος μας δίνει λέξεις και γράφοντας τις επιστρέφουμε στον κόσμο. Όμως η γραπτή λέξη δεν είναι πλέον εκείνη που μας έδωσε ο κόσμος, έχει γίνει γλώσσα που ανήκει σε όλους»[4].

Υπάρχουν δύο γεωγραφικοί κύκλοι της γεωγραφίας των μικρο-διηγημάτων. Από τη μια μεριά είναι το χωριό της γιαγιάς, της θείας, των συγγενών, γνωστών και,  από την άλλη, το αστικό κέντρο: πρωτίστως η Κομοτηνή και, δευτερευόντως, η Αλεξανδρούπολη, η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα.. Η εστίαση είναι στον άξονα χωριό γονέων και Κομοτηνή. Ο συγγραφέας έχει ως αφετηρία του την πόλη. Ωστόσο, είναι κοινωνός του αγροτικού πολιτισμού μέσω της οικογενειακής μνήμης. Η γιαγιά και άλλα πρόσωπα  τον μυούν σε αντιλήψεις και πρακτικές, οι οποίες επιβιώνουν και οργανώνουν τις συμπεριφορών των διηγηματικών ηρώων.

«Ενδεχομένως την πόρτα που χωρίζει τον ύπνο απ’ τον ξύπνο μου να τη χτυπά από μέσα, ραμφίζοντάς την , μέρα τη μέρα, διάτρητη. Κι ίσως γι’ αυτό, εδώ και καιρό, ένα ρεύμα παράδοξο μπάζει η ζωή μου» . Αυτά γράφει ο συγγραφέας στο διήγημα «Ο τρυποκάρυδος». Ο βασικός άξονας για το στήσιμο της ιστορίας είναι ο επαναλαμβανόμενος  κρότος ενός τρυποκάρυδου. Αδυνατεί , ωστόσο, να εντοπίσει αν αυτό είναι πραγματικό γεγονός, ή αποτελεί προϊόν της ονειρικής μνήμης, η οποία έχει κάνει ενσώματες τις προσωπικές εμπειρίες αλλά και τις αναδιηγήσεις των άλλων (της γιαγιάς, της μάνας, του πατέρα). Έχω δεν την εντύπωση πως ο Κιοσσές , στο σημείο αυτό , αναδεικνύει τη διαδικασία της γραφής του, η οποία είναι ενστάλαξη βιώματος και μυθοπλαστικής διαδικασίας. Αυτό το μικρο- διήγημα αποτελεί και μια δήλωση για τη σχέση του με το υλικό,, καθώς και για το τελικό αποτέλεσμα της γραφής.

Αφετηρία στις σύντομες ιστορίες είναι χειρονομίες (τσιγάρο βαρ), πουλιά και ζώα (γάτες, σκυλιά), μαγειρικά σκεύη και σκεπάσματα (μπακιρένια κατσαρόλα, κουβερλί), πολιτισμικές πρακτικές και τροφές (φανουρόπιτα, παιχνίδι, συναυλία, ρυζόγαλο, κονσέρβες, τυρόπιτα, τραχανάς), κοινωνικές συναθροίσεις και τελετουργίες  (κηδεία, Θεοφάνια  επισκέψεις), προσωπικά αντικείμενα και χώροι (ποδήλατο, γραφείο), μέσα μεταφοράς (αυτοκίνητο, λεωφορείο), μέλη του σώματος και ασθένειες (δάκτυλα, χέρια, καρκίνος, νοητική υστέρηση).

Αυτό που εντυπωσιάζει είναι η ικανότητα του συγγραφέα να  εγγράφει τον χρόνο και τα αισθήματα  , με τρόπο υπαινικτικό αλλά και πλήρως κατανοητό. Μετακενώνει στους αναγνώστες/ τριες την αίσθηση πως υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που βρίσκεται πίσω από τη μικρή ιστορία, την οποία μπορούν να αναδιηγηθούν οι ίδιοι/ες.

Τα μικρο-διηγήματα του Κιοσσέ προσφέρονται για πολλές αναγνώσεις. Ωστόσο, θα εστιάσω σε δύο: Η μία αφορά τη γόνιμη σχέση του με τις λαϊκές αφηγήσεις και την πίστη των ανθρώπων  στην αποκαλυπτική δύναμη κάποιων αντικειμένων (φανουρόπιτα), ή τελετουργικών πράξεων (Θεοφάνια, ανοίγουν τα ουράνια της αγίας Παρασκευής). Στην τελευταία δε περίπτωση ο Σταυρός που ρίχνεται στη θάλασσα για τον αγιασμό των υδάτων εξαφανίζεται μ’ έναν ανεξήγητο τρόπο. Πρόκειται για τη θάλασσα, στην οποία χάθηκαν αλλόθρησκοι πρόσφυγες. Ο συγγραφέας μεταδίδει αυτό τον λυγμό με την αφήγησή του και την ίδια στιγμή ισορροπεί την ανθρώπινη ανισορροπία με την επίκληση της συμπαντικής τάξης, η οποία  αποκαθιστά την ισορροπία, μια λυτρωτική ισορροπία[5]– έργο της λογοτεχνίας.

Μια άλλη διάσταση στα μικρο-διηγήματα του Κιοσσέ είναι η παιγνιώδης σχέση του με τη θεωρία της δημιουργικής γραφής. Συχνά, γίνεται αυτοσαρκαστικός, ακόμη και αποδομητικός. Αποκαλύπτει τη σκέψη του, καθώς επιλέγει να γράψει το «Τσιγάρο βαρ», ιστορία που δεν έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα οποία οι της Δημιουργικής Γραφής επισημαίνουν. « Πόσο ενδιαφέρον να έχει  μια ιστορία στην οποία η ηρωίδα περιφέρεται στους άδειους δρόμους, εγκλωβισμένη σε μια κατάσταση αρχική;» Ο Κιοσσές στην περίπτωση αυτή  υπονομεύει την ανελαστικότητα των κανόνων, οι οποίοι επιβάλλουν μια μετάπτωση, μια  αφηγηματική μεταβολή που θα καταστήσει ενδιαφέρουσα την ιστορία; Προφανώς, εκφράζει τη διαφοροποίησή του και γι’ αυτό λειτουργεί αποδομητικά.

Ο συγγραφέας ξέρει πως δεν αρκεί η τεχνική , η μορφή, για να δημιουργηθεί μια καλή ιστορία ώστε να  διαβαστεί . Είναι αναγκαίες οι  προϋποθέσεις συνάντησης του συγγραφέα με το αναγνωστικό του κοινό. Το ξέρει, γιατί έχει αφηγηματική γείωση. Πριν κάνει το βήμα για  συγγραφή,  διετέλεσε  καλός ακροατής λαϊκών αφηγήσεων: των ιστοριών του πατέρα του. Οι ιστορίες του είχαν πάντα μια απροσδόκητη εξέλιξη. Παρέμειναν σταθερά ο χρόνος, οι χαρακτήρες, η βασική δομή (Δεκαπενταύγουστος).

Ο Κιοσσές έχει βαθύρριζη σχέση με την αφήγηση. Είναι  ο κληρονόμος μιας προφορικής, λογοτεχνικής παράδοσης, που γνώριζε τη δοσολογία αλλά και τη δημιουργία με ταπεινά , ασήμαντα υλικά. Ακριβώς αυτό υλοποιεί με αξιοσημείωτη επιτυχία στη συλλογή των μικροδιηγημάτων « Τσιγάρο βαρ». Είναι δεινός τεχνίτης του λόγου αλλά και ευαίσθητος δέκτης των πολιτισμικών και κοινωνικών συμπεριφορών. Θα προσθέσω δε τούτο. Τα μικροδιηγήματα του συγγραφέα είναι μορφές μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε μετάβαση, σε αλλαγή. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί να ιδωθούν ως ψηφίδες ενός μυθιστορήματος για τα συναισθήματα που εκλύονται σε τέτοιες διαδικασίες, αλλά και εκείνα που δίκην αρχαιολόγου ανασύρει στην επιφάνεια κοσκινίζοντας τη μνήμη και αποκαθαίροντας αντικείμενα και ασήμαντα πράγματα από τη σκόνη της λήθης. 


[1] Νάσος Βαγενάς, Η λογοτεχνία στο τετράγωνο. Σημειώσεις για τη γραφή του Χόρχε Λουί Μπόρχες. Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 1019, σελ. 36-37.

[2] Τσετβάν Τοντορόφ, Η λογοτεχνία σε κίνδυνο, μτφρ. Χρύσα Βαγενά, εισαγωγή Νάσος Βαγενάς. Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2013, σελ.28.

[3] Ό.π., σελ. 29.

[4]   Κάρλος Φουέντες, Όταν τα όνειρα εισβάλλουν στο βιβλίο, περιοδικό Το Δένδρο 226-227(2019), σελ. 18.

[5] Άκης Παπαντώνης, Η μικρή φόρμα στο έργο του Τάσου Χατζητάτση, (καθ)οριστικά ημιτελής, περιοδικό Νέα Εστία, 1874 (2017), σελ. 533.

Βιογραφικό Ευάγγελος Αυδίκος

Βιογραφικό Σπύρος Κιοσσές