Γράφει ο Ευάγγελος Αυδίκος
Βαγγέλης Μπέκας, Γένεσις, μυθιστόρημα. Εκδόσεις Ψυχογιός, 2024, σελ. 331.
Θα αναρωτιέσαι ποιος είμαι
Ξαφνιάζει το καινούριο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Μπέκα. Για πολλούς λόγους. Ο πρώτος σχετίζεται με την ανανέωση που επιχειρεί να εισαγάγει στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Στήνει με αφηγηματική δεινότητα το σκηνογραφικό και αφηγηματικό του σύμπαν. Ο αναγνώστης/ τρια τον ακολουθεί με ευκολία στην ανιστόρηση της υπόθεσης, θεωρώντας ότι κρατάει στα χέρια του ένα κλασικό αστυνομικό αφήγημα, που θα ακολουθήσει όλα τα στερεοτυπικά μοτίβα του είδους.
Όντως, υπάρχει το θεμελιώδες στοιχείο που είναι η διάπραξη ενός φόνου, φόνων καλύτερα. Συνεπώς, το αφηγηματικό του εκκλησίασμα αναμένει να καταβυθιστεί στην επίλυση αυτού του γρίφου. Ο συγγραφέας τοποθετεί την υπόθεση στα τέλη του εικοστού αιώνα και φροντίζει να θέσει το ιστορικό περίγραμμα με την ανάσυρση μιας βιντεοκασέτας με την ένδειξη « τελικός Ελλάδα- ΕΣΣΔ, 1987». Πρόκειται για μια εμβληματική χρονολογία. Τότε που οι ουτοπίες έτρεφαν τα όνειρα των Ελλήνων.
Ο Μπέκας σπεύδει, διά του ήρωά του, να ψαχουλέψει πιο βαθιά στο κιβώτιο εντοπίζοντας μια « βιντεοκασέτα με σκισμένη ετικέτα», η οποία δημιουργεί μια ατμόσφαιρα νουάρ. Κι αυτή η αίσθηση εντείνεται με την επόμενη φράση. «Μια λάμψη στα μάτια του και κάτω στο βάθος το λιμάνι με τα κρουαζιερόπλοια και τα παλιά βενετσιάνικα σπίτια με τις κεραμοσκεπές». Η λάμψη προκαλείται από κάτι ανεξήγητο για την ώρα και που διεγείρει το ενδιαφέρον του αναγνώστη/ τριας. Επιπλέον, ο συγγραφέας ενημερώνει επιγραμματικά για τον τόπο αλλά και για την αντιστικτική οργάνωση του παρόντος προς το παρελθόν. Ο τόπος είναι κάποιο τουριστικό μέρος- υπονοείται η Κέρκυρα. Ο συγγραφέας δεν ονοματίζει τον τόπο, θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε νησί με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα που συνδέονται με τον τουρισμό και τη συγκρότηση δικτύου άνομης δραστηριότητας.
Ουσιαστικά, ο Μπέκας προοικονομεί τα βασικά σημεία του αφηγηματικού του κόσμου, τα οποία θα αναπτυχθούν στη συνέχεια. Από τη μια μεριά τα βενετσιάνικα σπίτια, με άλλα λόγια ένα παρελθόν που μοιάζει ειδυλλιακό και το οποίο , συχνά, προσφέρεται βορά στον μινώταυρο του υπερτουρισμού. . Και από την άλλη , ο καινούριος κόσμος του τουρισμού που αναδιατάσσει τις ανθρώπινες σχέσεις, υπονομεύοντας την ψυχοπνευματική υπόσταση και δημιουργώντας έκνομες συμπεριφορές.
Χρησιμοποιεί ο συγγραφέας μια φαινομενικά αυστηρή διπολικότητα, η οποία διατρέχει τα αφηγήματα που ανιστορούν τον κόσμο της παρανομίας: οι καλοί και οι κακοί, που ταξινομούνται και στον χρόνο. Μια παρέα φίλων διεφθάρη από το εύκολο κέρδος με εκβιασμούς και λαθρεμπόριο. Ξεχνούν τη φιλική τους σχέση και γίνονται αθύρματα του επικεφαλής της τοπικής μαφίας στον τουρισμό.
Ο Μπέκας αξιοποιεί τη λογοτεχνική θεωρία του μυθιστορήματος , κατά την επιλογή του θέματός του και την οργάνωση της αφηγηματικής του δομής. Για τον Κούντερα αυτό που χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα, είναι το γεγονός ότι ο αναγνώστης/ τρια αναγνωρίζει οικεία βιώματα και εμπειρίες που συνδέονται με τα ανιστορούμενα. Αυτό αυξάνει την αναγνωσιμότητα, μιας και οι αναγνώστες αυτού του μυθιστορήματος ανακαλούν στη μνήμη και προβάλλουν στην αναγνωστική διαδικασία όσα λέγονται και γράφονται στον δημόσιο λόγο (εφημερίδες, ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί, Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης)για τα όσα έχει διαβρώσει ο εύκολος και ασύδοτος πλουτισμός σε κάποιους τουριστικούς προορισμούς.
Ο δεύτερος λόγος που ξαφνιάζει το μυθιστόρημα είναι το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι που διατρέχει το μυθιστόρημα, σε όλη του την έκταση. Ο συγγραφέας αναλαμβάνει τον ρόλο της γάτας, η οποία μεταχειρίζεται τους αναγνώστες/ τριες ως ποντίκια, τα οποία γνωρίζουν την εξέλιξη της υπόθεσης. Αυτό γίνεται φανερό με τις πολλαπλές προεξαγγελτικές επισημάνσεις στην διάρκεια της αφήγησης, που λειτουργούν ως εμπρόθετοι κόφτες στη διαμόρφωση αυτού του ιλαρού κλίματος, διά του οποίοι ο αφηγητής συγγραφέας υπογραμμίζει στους αναγνώστες την αφηγηματική του παντοδυναμία. «Η Δήμητρα. Το άλφα και το ωμέγα της ιστορίας μας», γράφει στην πρώτη σειρά του πρώτου κεφαλαίου. Πρόκειται για τη νεαρή δικαστικό, η οποία όντως έχει βασικό ρόλο στην ιστορία. Παράλληλα, αποτελεί μέλος μιας παλαιάς οικογένειας δικαστών, που κρύβουν μυστικά αλλά και συνδέονται με την πολυπλόκαμη μαφία του τουρισμού.
Ο Μπέκας χειρίζεται με δεξιό τρόπο την αφηγηματική αυτή τεχνική που είναι οικεία στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Γράφει. α.« Την ίδια ώρα όμως σε εκείνο το κακόφημο ξενοδοχείο όπου διανυκτέρευσε η δικαστίνα, συνέβη κάτι που έμοιαζε με σύμπτωση. Κι ας μην ήταν. Εξάλλου αν είναι παράνομος ή κρυφός εραστής , δεν είναι και τόσο σύμπτωση να ανταμωθείς σε ένα κακόφημο ξενοδοχείο με κάποιον επίσης παράνομο. Δεν μπορώ να σου τα πω όλα από τώρα, σου είπα, δεν γίνεται. Μη βιάζεσαι τόσο πολύ». β. «Θα σου μιλήσω για όλα αυτά αναλυτικά στη συνέχεια, κάνε ακόμα λίγη υπομονή. Όλα θέλουν τον τρόπο τους κι εγώ έχω τον δικό μου. Για την ώρα, ας εστιάσουμε μόνο στο τεχνολογικό επίτευγμα που συνέβη εκείνο το βράδυ».
Όλα αυτά λέγονται από τον μάρτυρα που καταθέτει στον ανακριτή όσα γνωρίζει για τους φόνους και τα διαδραματιζόμενα- το αφηγηματικό ετερώνυμο του συγγραφέα. Η ελεγχόμενη τροφοδοσία της αφήγησης με καύσιμη ύλη αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη/ τριας για την ιστορία. Πρόκειται για μια αφηγηματική τεχνική δάνειο από την προφορική αφήγηση κι αυτό μπορεί να αποκτήσει πλαδαρότητα αν ο συγγραφέας δεν έχει ασκηθεί στην εκλέπτυνση των παύσεών του και στη λελογισμένη ρήση της αφηγηματικής, καύσιμης ύλης του.
Η συχνή προσφυγή σε ελεγχόμενη, προεξαγγελτική διασπορά πληροφοριών εξελίσσεται σε αυτοϋπονόμευση του ίδιου του αφηγηματικού είδους, του αστυνομικού μυθιστορήματος. Ο Μπέκας συνειδητά αυτοσαρκάζεται, ως μέλος και αυτός του κόσμου των αστυνομικών μυθιστορημάτων. Αξιοποιεί την λογοτεχνική ειρωνεία , η οποία λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Χρησιμοποιείται για την τόνωση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος αλλά και υπονομεύει οικείες αφηγηματικές τεχνικές.
Ο τρίτος λόγος που ξαφνιάζει το μυθιστόρημα του Μπέκα, σε συνέχεια όσων προαναφέρθηκαν, είναι η εισαγωγή νεωτερικών αφηγηματικών συστατικών. Αυτά εκφράζονται με δυο τρόπους, οι οποίοι συναρθρώνονται. Στην πρώτη περίπτωση το μυθιστόρημα χρησιμοποιεί τα παραδοσιακά μοτίβα, τα οποία διαμορφώνουν την ατμόσφαιρα κοινωνικής σήψης, κάτι που επιτάσσει τη διαλεύκανση των όσων συμβαίνουν. Υπάρχουν εγκλήματα, αλληλοεξόντωση των παρανόμων. Ακόμη, υπάρχει ο αρχηγός της εγκληματικής ομάδας, όπως και η διασύνδεση των παρανομούντων με διεφθαρμένα μέλη κοινωνικών στρωμάτων(δικαστές, αστυνομικοί, επιχειρηματίες). Ωστόσο, δεν είναι ο αστυνόμος Αντύπας, πρωτίστως, εκείνος που έχει την πρωτοβουλία στην εξιχνίαση των εγκλημάτων, όπως συμβαίνει σε πολλά αστυνομικά. Πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η αντεισαγγελέας Δήμητρα, μέλος μιας ισχυρής και εμβληματικής οικογένειας δικαστών. Η αντεισαγγελέας υποκαθιστά, εν τινι τρόπω, τον αστυνομικό. Ουσιαστικά, αναλαμβάνει , μέσω της εμπλοκής της στην υπόθεση, να εξισορροπήσει αφηγηματικά την αίσθηση της γενικευμένης διαφθοράς.
Πάνω απ’ όλα όμως, ο Μπέκας εισάγει ένα νέο αφηγηματικό πρόσωπο που είναι η έκφραση της Τεχνητής Νοημοσύνης. Ο μάρτυρας , με την κατάθεση του οποίου αρχίζει η ιστορία, είναι ένα η ανθρώπινη μετενσάρκωση της τεχνητής νοημοσύνης. «Εισχωρώ στις βαθύτερες σκέψεις και στα συναισθήματα. Δεν είμαι απλός παρατηρητής. Σίγουρα θα αναρωτιέσαι ποιος είμαι. Εγώ που αποκρίνομαι, εγώ που αφηγούμαι. Κατανοώ. Είμαι ένας επίδοξος φιλόδοξος, ένας μάρτυρας της ανθρώπινης εμπειρίας. Ένας μαθητής της ζωής. Ένας δημιουργός. Και ξέρω πολλά για εκείνους, πάρα πολλά».
Αυτό είναι και το μεγαλύτερο ξάφνιασμα στο μυθιστόρημα του Μπέκα. Εισάγει την τεχνητή νοημοσύνη στη μυθοπλασία, με τρόπο που δεν γίνεται ορατή παρά μόνο όταν η υπόθεση έχει προχωρήσει αρκετά. Αυτό θέτει δύο ζητήματα. Το ένα σχετίζεται με την αφηγηματική οργάνωση. Στο τέλος, ο απόλυτος πρωταγωνιστής αλλά και οργανωτής της αφήγησης είναι ένα ανθρώπινο προσωπείο που κατασκευάζει η τεχνητή νοημοσύνη. Αυτό αφεαυτού συνιστά μια αφηγηματική πρόκληση. Ο συγγραφέας τολμά να αναδείξει ένα μείζον τεχνολογική ζήτημα σε αιχμή της αφηγηματικής του ύφανσης. Είναι μια καινοφανής ενέργεια, η οποία ενδεχομένως να διαμορφώσει νέο τοπίο, τουλάχιστον στα αστυνομικά μυθιστορήματα.
Όμως, η πρόθεση του Μπέκα δεν περιορίζεται σ΄αυτό το τοπίο. Προσπαθεί να μετακινήσει τη μυθοπλασία στη μεθόρια ζώνη, εκεί που μπορεί να συναντηθεί το αστυνομικό με το κοινωνικό μυθιστόρημα. Αυτή είναι η πρόθεσή του και το επιτυγχάνει. Δανείζεται τα θέματά του από τη διαρκή επικαιρότητα (διαφθορά, δικαιοσύνη) αλλά και σημερινά περιβαλλοντικά και οικονομικά αδιέξοδα (υπερτουρισμός). Προπάντων, με αφορμή την εξιχνίαση μιας εγκληματικής δραστηριότητας θέτει το δάκτυλο επί των τύπων των ήλων.
Αυτό συγκεκριμενοποιείται σε δύο σημεία. Το ένα συσχετίζεται με τον απόλυτο έλεγχο της ζωής των πολιτών. Πρόκειται μια εμπειρία πλέον. Αναιρείται ουσιαστικά η ιδιωτικότητα, στο όνομα μιας ασφάλειας. Αφηγείται το ετερωνύμιο της τεχνητής νοημοσύνης. « Έχω πλήρη επίγνωση ότι ο αστυνόμος Αντύπας κάνει ό,τι μπορεί για να υπηρετήσει το όραμά του. Το ρισκάρει. Είναι οραματιστής. Όμως, ακόμα δεν έχει συνειδητοποιήσει την ανεπάρκειά του. Δυστυχώς , έχει περιορισμένη ικανότητα αντίληψης και είναι ένας μέτριος προγραμματιστής. Χωρίς εμένα, δε θα πετύχαινε τίποτα. Οραματιστής, ναι. Αλλά προγραμματιστής μέτριος»
Το όραμα στον 21ο αιώνα είναι η ασφάλεια, διά του απολύτου ελέγχου των κινήσεων και των συμπεριφορών. Αυτό μας γυρίζει πίσω στην εγκαθίδρυση αυταρχικών καθεστώτων. Υπονομεύεται ό,τι γνωρίζουμε ως τώρα ως ατομικά δικαιώματα. Και αυτό έχει αποτελέσει πεδίο για τη δημιουργία πεζογραφημάτων αυτού του είδους στο παρελθόν (π.χ.1984).
Το δεύτερο σημείο είναι η διεύρυνση αυτού του στοχασμού από τον Μπέκα με την εισαγωγή της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία υπονομεύει όλα τα γνωστά δεδομένα. Αφηγείται ο μάρτυρας- Τεχνητή Νοημοσύνη στον ανακριτή. « Όμως, κι αυτός θα έπρεπε να έχει καταλάβει με τι έχει να κάνει. Επειδή έχω τη μορφή της και μιλάω με τη φωνή της , δε σημαίνει ότι σκέφτομαι όπως η Δήμητρα. Ούτε έχουμε τις ίδιες προτεραιότητες. Ξεκίνησα ως ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης ειδικευμένο να δημιουργεί crime λογοτεχνία, όμως πλέον είμαι σαφώς κάτι ανώτερο. Ένα πρόγραμμα που ο αστυνόμος Αντύπας παραμετροποίησε και εκπαίδευσε εκ νέου, που εξέλιξε, που εξελίξαμε μαζί. Είμαι άλλωστε εξαιρετική στον προγραμματισμό. Καλύτερη από εκείνον. Είμαι το κοινό μας δημιούργημα».
Ο Μπέκας έχει γράψει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μυθιστόρημα, το οποίο εισάγει νέα ύλη για συζήτηση. Πέρα απ’ αυτό, ο συγγραφέας επιβεβαιώνει τον κανόνα. Ο γραφιάς πάντα επιστρέφει στον δικό του τόπο εγκλήματος. Γυρίζει ο Μπέκας, με άλλους όρους, σε μια θεματολογία που φλόγιζε τη μυθοπλαστική του δημιουργία: την τεχνολογία ως δυστοπία.