Οι τόποι δεν είναι τόποι
«Αποπαίδια της αλήθειας, οι τόποι μιλούν τελευταίοι», γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης στο βιβλίο του Ίμερος και Κλινοπάλη (εκδόσεις Καστανιώτη, 1992) και διευκρινίζει: «Οι ερωτευμένοι κατοικούν και διαβαίνουν τους τόπους με την αίσθηση ότι αναζητούν κάτι άλλο, ενώ στο τέλος οι ίδιοι αυτοί τόποι, η αδιάφορη εξωτερικότητα, αποτελούν το εσωτερικό του έρωτά τους». Η ικανότητα του τόπου να μετατρέπεται από «εξωτερικότητα», από στοιχείο δηλαδή του περιβάλλοντος, σε «εσωτερικότητα», σε εσωτερικευμένο αίσθημα, σε δερματοστιξία της ψυχής, δεν περιορίζεται μόνο στους ερωτευμένους. Ο τόπος, από την πλέον ευρεία έννοια της χώρας ή της πόλης (ο γενέθλιος τόπος για παράδειγμα ή ο τόπος εξορίας) μέχρι την πιο στενή, αυτή φερ’ ειπείν ενός δωματίου, μιας διασταύρωσης οδών στο κέντρο της πόλης ή ενός ξέφωτου στη μέση ενός δάσους μπορεί να σημαδέψει το νου και τη ζωή του ανθρώπου σαν ανεξίτηλη, καυτή σφραγίδα. Έτσι, αυτό που στην αρχή γίνεται αντιληπτό ως περιβάλλων χώρος, με το χρόνο και τη βαθμιαία ενστάλαξή του στη μνήμη μετατρέπεται σε ουσία, το σκηνικό αναβαθμίζεται σε πρωταγωνιστή. Οι τόποι στοιχειώνουν τους ανθρώπους κι αυτό το γνωρίζουν συγγραφείς και αναγνώστες. Ακόμα και μια ου-τοπία ή μια δυσ-τοπία, στηρίζονται αναφανδόν στην καταλυτική ισχύ του τόπου πάνω στα δρώμενα. Κάθε διήγημα, κάθε μυθιστόρημα τοποθετείται μέσα σ’ έναν χώρο. Ο χώρος είναι η μια του διάσταση. Όμως μόνο ο χρόνος, η άλλη του διάσταση, τον κάνει να αποκτήσει την πλήρη σημασία του.
Ξεφυλλίζοντας μια παλαιότερη συλλογή διηγημάτων μου, τις Προδοσίες των Ονομάτων (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2004), διαπιστώνω πως σ’ ένα από τα διηγήματα η αφηγήτρια προβληματίζεται για το ίδιο ακριβώς ζήτημα και με αυτό το απόσπασμα θα ήθελα να κλείσω αυτές τις σκέψεις πάνω στον τόπο και τη λογοτεχνία: «[…] αυτό που ζούσα, άγνωστο γιατί, προαισθανόμουν πως θα καταχωρηθεί στο νου μου μια μέρα ως ανάμνηση. Γι’ αυτό και μελετούσα τον διάκοσμο. Το περιβάλλον. Υπήρχαν δέντρα; Όχι. Τα βότσαλα πώς ήταν; Άσπρα, μεγάλα. Το φεγγάρι; Άδειαζε. Τα κύματα; Έσκαγαν. Προσπαθούσα να μαντέψω τις πιθανές ερωτήσεις του μυαλού στο διαγώνισμα των αναμνήσεων. Πώς ήταν η παραλία; Ήταν μια παραλία. Μια κοινή παραλία, πείσμωνα και στύλωνα τα πόδια μου. Μην με πιέζετε. Οι τόποι είναι τόποι. Στην αρχή τουλάχιστον. Μετά, πολύ μετά, καταλαβαίνεις πως είναι παγίδες. Λες: μια παραλία σαν όλες τις άλλες. Ένας κόλπος τόσος δα, μια αθώα περιστερά. Αμ δε. Περνάνε μέρες και περνάνε νύχτες, και το περιστέρι γίνεται φίδι που αλλάζει δέρμα, και το παλιό του πουκάμισο κολλάει πάνω σου σαν τον δηλητηριασμένο χιτώνα του Ηρακλή. Ακούστε κι εμένα. Οι τόποι δεν είναι τόποι. Τι να περιγράψεις;»
* Η Έλενα Μαρούτσου γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λογοτεχνία και τις Εικαστικές Τέχνες στο Reading University της Αγγλίας. Διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία και δημιουργική γραφή ενώ βιβλιοκριτικές της δημοσιεύονται τακτικά στον τύπο. Έχει γράψει τα εξής βιβλία: Του ύψους και του βάθους (εκδ. Αλεξάνδρεια, 1998), Οι προδοσίες των ονομάτων (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2004), Μεταξύ συρμού και αποβάθρας (εκδ. Καστανιώτης, 2008 – βραβείο μυθιστορήματος Athens Prize for Literature, 2009), ΤΟ ΝǾΗΜΑ (εκδ. Κέδρος, 2010), Οι χυδαίες ορχιδέες (εκδ. Κίχλη, 2015), Δύο (εκδ. Κίχλη, 2018) και Θηριόμορφοι (εκδ. Πόλις, 2020).