Αντωνία Μποτονάκη
Η πιο δυνατή
Τώρα είναι στο παιδικό δωμάτιο που η μεγαλοψυχία μου της παραχώρησε. Να τα λέμε αυτά!
Όταν θέλει να βγει απ’ αυτό το δωμάτιο, να πάει ας πούμε στο μπάνιο, ή σπάνια ως την πόρτα της κουζίνας, να σταθεί λέγοντας αδύναμα, «πε μου να κάμω πράμα» κι εγώ που δεν θέλω να μπερδεύεται στα πόδια μου αυτή και το μπαστούνι της, να της πω «τίποτα δε θέλω να κάνεις», τότε πιάνεται και με τα δυο της χέρια από την κάσα της πόρτας και βγάζει με προσοχή, ένα ένα τα μικροσκοπικά ποδαράκια της, με τη μύτη. Σαν ο διάδρομος με το σκούρο πλακάκι να είναι ποτάμι και δοκιμάζει το νερό «Καλώς τη Βιρτζίνια Γουλφ…» μουρμουρίζω εγώ θυμωμένη.
Κάθε μέρα, όλη μέρα είμαι θυμωμένη.
Επειδή την περισσότερη ώρα προσπαθεί να ισιώσει τα δάχτυλα των χεριών της, που κυρτωμένα από την αρθρίτιδα αδυνατούν να ευθειαστούν. Η δεύτερη φάλαγγα μένει ψηλά, σχηματίζοντας μια αμβλεία γωνία. Ακουμπάει το ένα χέρι πάνω στο γραφείο και με το άλλο το περνάει πάνω κάτω σαν να το σιδερώνει. «Γιάε πως εγινήκανε» μου λέει κάποτε. Και με ρωτάει αν θα ισιώσουν. Τότε είναι που γίνομαι πυρ και μανία. Για να της αποσπάσω την προσοχή, της τα βάφω. Την πρώτη φορά που της τα έβαψα, ξέχασε για μέρες τα παραμορφωμένα δάχτυλα. Και ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που τα έβλεπε βαμμένα.
Όταν δεν ασχολείται με τα χέρια της, ασχολείται με τα πόδια της. Γι’ αυτό, της απαγορεύω να βγάζει τις κάλτσες της.
Τα μεσημέρια όμως που κοιμάμαι με παρακούει. Έτσι όταν, μετά τον μεσημεριανό της ύπνο, ανοίγω την πόρτα της, τη βρίσκω ξυπόλυτη, σκυμμένη από πάνω τους να κοιτάζει. Τα παραμορφωμένα από την υπερκεράτωση νύχια της. «Να με πας στον πεταλωτή» μου λέει με συντριβή. Και νάτος πάλι ο θυμός. Που δεν μπορώ να της τα φτιάξω όπως ήτανε.
Να είναι καλεσμένη σε καμιά ξεφάντωση ή σε καμιά χοροεσπερίδα και να ετοιμάζεται. Να ακουμπήσει πάλι το ωραίο πόδι της στην περόνη της καρέκλας, να βρέξει τα χέρια της στο ζαχαρόνερο, να τα τινάξει, και να την βλέπω να ανεβάζει αργά και προσεκτικά τις μαύρες νάιλον κάλτσες της ως πάνω, τον μηρό με την καλτσοδέτα. Να την κοιτώ και πάλι μαγεμένη ακούγοντας το ανεπαίσθητο τρίξιμο της νάιλον κάλτσας.
Τότε τη βουτάω με το ζόρι και την πηγαίνω για πεντικιούρ.
Το ξύλινο πάτωμα του δωματίου της, είναι κάθε πρωί χιονισμένο από εκατομμύρια νεκρά κύτταρα που την εγκαταλείπουν, ίδια ποντίκια σε σκαρί που βυθίζεται.
«Καλημέρα μάμμυ» της λέω δήθεν ανέμελη (μου κόπηκε η ανεμελιά από τότε που την πήρα στο σπίτι) διασχίζοντας το δωμάτιο από την πόρτα ως το παντζούρι, ενώ σηκώνεται πίσω μου ένα χαμηλό άσπρο σύννεφο από δαύτα. Φοβάμαι ότι θα κολλήσει πάνω μου, ότι θα μπει στη μύτη μου, στα μάτια μου. Φοβάμαι ότι θα με γονιμοποιήσει θανατίλα. Προσπαθώ να καταπιώ τον θυμό μου ενώ δεν προλαβαίνω να βγω κι ακούω τον κοκάλινο ήχο από το μασελάκι της που κουμπώνει στα ατροφικά της ούλα. Μερικές φορές μέχρι να της ετοιμάσω το πρωινό της (μπισκότα Μιράντα σε ζεστό γάλα) της λέω να χρωματίσει μια αγελάδα ή ένα κουνέλι στο μπλοκ ζωγραφικής «Χρωματίζω», με τις ξυλομπογιές του γιου μου που μεγάλωσε κι αυτός έτσι ξαφνικά κι έμειναν οι ξυλομπογιές του πάνω στο γραφείο να με θυμώνουν κι αυτές.
Τότε αρχίζει το τελετουργικό. Να τραβήξει το τσαντάκι της, να ανοίξει αργά-αργά το φερμουάρ, να βγάλει από μέσα πρώτα τα γυαλιά της, τα ίδια γυαλιά εδώ και τριανταπέντε χρόνια, ύστερα να περιεργαστεί το πορτοφολάκι της με τη φωτογραφία που είμαι εγώ κορίτσι και ο γιος μου μωρό σε μια εκδρομή στην Αίγινα, μετά, την ταυτότητα της ολοκαίνουργια και ατσαλάκωτη κι ας την έβγαλε είκοσι μέρες μετά τη γέννηση μου, πάει να πει ακόμα λεχώνα, και τέλος πιάνει και σηκώνει ψηλά τα κλειδιά του σπιτιού της. Του σπιτιού της, του σπιτιού τους ή του σπιτιού μας; Ποτέ δεν αποφάσισα πως να το λέω. Και κάθε φορά μονολογεί: Α, εδώ είναι τα κλειδιά μου… με τον ίδιο ακριβώς τόνο στην φωνή της. Σαν να τα έψαχνε καιρό και επιτέλους τα βρήκε. Μερικές φορές με πιάνει ο διάολος της απόγνωσης και της απαντώ «παράτα τα κλειδιά δεν πρόκειται να τα χρειαστείς». Μετά μετανιώνω και της λέω να διαβάσει το αναγνωστικό της Δευτέρας δημοτικού. Το κάνει αμέσως. Της λέω να διαβάζει δυνατά και υπακούει. Διαβάζει πολύ σοβαρή και προσέχει να ακούγονται τα σημεία στίξης.
Τα απογεύματα είναι ακόμα πιο σοβαρή και όσο πέφτει το σούρουπο αναστατώνεται. Συνεχώς σκύβει να δει τον ουρανό. Φοβάται τη βροχή. Λυπάται λέει που μου πήρε το κρεβάτι μου και με ρωτάει πού θα κοιμηθώ εγώ. Όταν της λέω, «πάνω» ησυχάζει. Με ρωτάει αν έχει φεγγάρι για να βλέπω ν’ ανέβω τη σκάλα. Ποιό πάνω, ποιο φεγγάρι, ποια σκάλα; Κάποτε θαρρεί πως είμαι η μάνα της. Κλαίει που δεν την άφησα να πάει να δουλέψει στην Αμερική. Κλαίει και για μια πέρδικα που όταν ήταν παιδί έπιασε και την πήρε από τη φωλιά της.
Όταν της δίνω μία πάστα σεράνο ή ένα παγωτό ξυλάκι τα ξεχνάει όλα και χαμογελάει λέγοντας ωωωω! Τις Κυριακές, της βάζω να ακούσει την θεία λειτουργία η της διαβάζω τη Γραφή. Μερικές φορές θέλει να της διαβάσω αυτό που της ξαναδιάβασα, το αμάρτημα της μητρός μου, του Βιζυηνού. Εγώ το αποφεύγω, γιατί κλαίει. Και για άλλο λόγο το αποφεύγω. Επειδή ξέρω γιατί κλαίει. Αντ’ αυτού, της διαβάζω τα δικά μου. Δεν ξέρει ότι είναι δικά μου, γι’ αυτό της αρέσουν και κλαίει όταν τα ακούει και κουνάει το κεφάλι της με κατανόηση.
Όλη τη μέρα κρύβει το τηλεκοντρόλ και ύστερα με βάζει να το ψάχνω. Δεν βλέπει τηλεόραση. Ποτέ δεν έβλεπε. Ούτε αλλάζει κανάλια. Μόνο την ανοίγει και την κλείνει. Ο μόνος έλεγχος που μπορεί να έχει στα πράγματα που συμβαίνουν. Τη μισή μέρα το κρύβει, ξεχνάει ότι το έκρυψε και μου το ζητάει επίμονα, και την άλλη μισή το ψάχνω βλαστημώντας. Όπως έκρυβε κάποτε το γλυκό του κουταλιού, τα καινούργια μολύβια μου και το κίτρινο τυρί Ολλανδίας.
Ουρλιάζω υστερικά κι ύστερα ντρέπομαι τη γειτονιά. Αυτή δεν δίνει δεκάρα. Όπως δεν έδινα κάποτε κι εγώ.
Α, ναι θυμώνω και που με κοιτάει τόσο αδιάκριτα, χωρίς ίχνος ντροπής…! Να βλέπατε πώς με κοιτάει όταν ετοιμάζομαι να βγω έξω. Κοιτάει τα τακούνια μου, τα μαλλιά μου, τα χρωματιστά μου ρούχα λες και πρόκειται να με ζωγραφίσει. Τότε είναι που θυμώνω ακόμα πιο πολύ. «Κάθε αηδόνι και πουλί στον καιρό ντου κελαηδεί» λέει φαρμακωμένη και παριστάνει την συμφιλιωμένη με τη φθορά. Με καλοπιάνει με κοπλιμέντα για να εξαγοράζει την εύνοια μου. Ξέρω ότι με φοβάται.
Αυτό είναι που μπορεί να με τρελάνει. Θηρίο ανήμερο με κάνει. Το δίκιο της.
Όλοι οι πόλεμοι το ίδιο τέλος έχουν. Η εκδίκηση των χαμένων να είναι η τερατοποίηση των νικητών.