Αριστούλα Δάλλη
Τα γεράκια της νύχτας
Το τραίνο σταμάτησε στο σταθμό χωρίς καθυστέρηση. Η Κάθριν βοήθησε τον Όσβαλντ να ανεβεί και τον οδήγησε προσεκτικά στη θέση κοντά στο παράθυρο. Τακτοποίησε την ταξιδιωτική τσάντα, έβγαλε το καπέλο και την καπαρντίνα της. Τα ξανθά μαλλιά και το κόκκινο φόρεμα αναδείκνυαν την θηλυκή ομορφιά της. Το κομψό μπλε κουστούμι και η ρεπούμπλικα του Όσβαλντ συμπλήρωναν το άψογο παρουσιαστικό του. Τίποτε δεν έμοιαζε περίεργο σε αυτό το ζευγάρι, εκτός από το απλανές βλέμμα του άνδρα. Μόνο η Κάθριν ήξερε ότι μέσα στην τσάντα της οι εργαστηριακές εξετάσεις του άνδρα της διατύπωναν την διάγνωση για μία σκιά που είχε στον εγκέφαλο.
Το προγραμματισμένο ταξίδι αφορούσε την συνάντηση τους με ειδικό γιατρό στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο. Εξετάσεις για περεταίρω έρευνα έγραφε η διάγνωση.
Τώρα το τραίνο σέρνεται αθόρυβα στις ράγες. Ο άνδρας έχει καρφώσει το βλέμμα του έξω από το παράθυρο στις γρήγορες εναλλαγές της φύσης. Εκείνη λικνίζεται δεξιά και αριστερά στον ρυθμό του τραίνου. Το πρόσωπο της σιγά-σιγά χαλαρώνει και φαίνεται να ηρεμεί. Κλείνει τα μάτια και με τα χέρια αγκαλιάζει το στήθος της. Χάνεται σε μια παράξενη ομίχλη.
Ξαφνικά το τραίνο σταματάει. Αυτή αντιλαμβάνεται ότι ο άνδρας της έχει βγει στο πλατώ του σταθμού. Κατεβαίνει βιαστικά από το τραίνο και τρέχει προς το μέρος του. Τον αγκαλιάζει, ενώ αυτός μοιάζει σαν μικρό παιδί που χάθηκε. Τον παίρνει από το χέρι αλλά δεν προλαβαίνουν να ανεβούν στο τραίνο. Αυτό απομακρύνεται από το σταθμό χωρίς αυτούς.
Απέμειναν μόνοι χωρίς πανωφόρια και αποσκευές. Το σκοτάδι της νύχτας σκεπάζει τα πάντα, αφύσικη ησυχία επικρατεί. Προχωρούν στους άδειους δρόμους της άγνωστης πόλης. Δεν ξέρει που βρίσκονται και δεν υπάρχει κανείς να ρωτήσει. Το πλακόστρωτο του δρόμου γυαλίζει υγρό από βροχή και τα βήματα τους είναι ο μόνος ήχος που ακούγεται. Όλες οι πόρτες των σπιτιών και των καταστημάτων είναι κλειστές. Τα ανοιχτά παράθυρα γεμάτα σκοτάδι χάσκουν σαν απειλητικά στόματα. Ο Όσβαλντ περπατάει με δυσκολία ενώ εκείνη τον κρατάει υποστηρικτικά από τους αγκώνες. Τρέμουν και οι δύο από το κρύο και τον φόβο. Πρέπει να βρει άμεσα ένα μέρος για να ξαποστάσουν.
Τότε το βλέπει. Στο τελευταίο τετράγωνο του δρόμου αχνοφέγγει η φωτεινή επιγραφή ενός μπαρ. «PHILLIES». Νιώθει ανακούφιση, είναι η γνωστή αλυσίδα των μπαρ που είναι ανοιχτά όλη την νύχτα. Είναι ίδιο με το μπαρ στην δική τους πόλη, όπου συχνάζουν με τους φίλους τους αργά, όταν θέλουν να συνεχίσουν την διασκέδαση τους. Κρατάει γερά τον άνδρα της από το μπράτσο και προχωρούν. Όταν φτάνουν κοντά με απογοήτευση βλέπει ότι το μπαρ είναι κλειστό. Έξω βρίσκεται σταματημένο ένα αυτοκίνητο με έναν οδηγό που το καπέλο κρύβει το πρόσωπο του.
Ο άνδρας της στηρίζεται σ’ έναν φανοστάτη και αυτή πλησιάζει κοντά στην κρυστάλλινη βιτρίνα του μπαρ. Ξαφνικά το μπαρ φωτίζεται. Στα ψηλά σκαμπό του κάθεται ένα καλοντυμένο ζευγάρι, ο άντρας φοράει κουστούμι κι η γυναίκα ένα κόκκινο φόρεμα ίδιο με το δικό της. Δίπλα της ένας κύριος με τραγιάσκα σιγοπίνει ένα ουίσκι. Και οι τρεις θαμώνες έχουν γυρισμένη την πλάτη και δεν μπορεί να δει τα πρόσωπο τους. Ο χαμογελαστός μπάρμαν ντυμένος στα λευκά ετοιμάζει ένα κοκτέιλ. Απλώνει το χέρι της στο πόμολο της πόρτας για να την ανοίξει. Οι θαμώνες ενοχλημένοι στρέφονται προς το μέρος της. Η Κάθριν παγώνει. Παρατηρεί ότι έχουν κεφάλι γερακιού και τα χέρια τους κρέμονται από τους ώμους σαν φτερά.
Απομακρύνεται τρέχοντας προς τον φανοστάτη όπου στεκόταν ο άνδρας της. Δεν υπάρχει όμως ούτε φανοστάτης, ούτε αυτός. Μόνο το καπέλο του είναι πεσμένο στο δρόμο. Ακούει τον ήχο του άσπρου αυτοκινήτου που φεύγει. Προλαβαίνει να δει δίπλα στον οδηγό έναν άνδρα με μπλε κουστούμι.
Στρέφεται πάλι προς το μπαρ. Παρατηρεί ότι τώρα έχει γεμίσει με ανθρώπους γεράκια που είναι ντυμένοι με μαύρα και κόκκινα ρούχα. Χτυπούν ρυθμικά με το ράμφος τους το τζάμι, είναι επιθετικά.
Βαθμιαία το φως χάνεται και το μπαρ βυθίζεται ξανά στο σκοτάδι. Η Κάθριν ανοίγει τα μάτια. Ενώ το τοπίο εναλλάσσεται από το τζάμι του τρένου αυτή αισθάνεται περισσότερο παρά βλέπει την απόλυτη νεκρική ακαμψία του άνδρα δίπλα της.