Χριστίνα Μιχαηλίδου
Το δώρο
Από γραφείο οργανωμένο για αυτές τις δουλειές τη βρήκε τη Μιράντα. Νταρντανογυναίκα, με μάτια, γκρίζα θάλασσα και μια πλεξούδα καταμεσής του κεφαλιού με τούφες ανέμελες που τινάζονταν σαν ελατήρια σε κάθε της βήμα, γύρω στα πενήντα. Δεν μιλούσε καλά ελληνικά, αλλά το στόμα της πήγαινε ροδάνι. Τα χρήματα που θα της έδινε, τα κανόνισε και αυτά με το γραφείο. Ούτε ευρώ παραπάνω, και πού να τα βρει; μονάχα με τη σύνταξη του μακαρίτη του άντρα της ζούσε. Είχε ακούσει διάφορα για δαύτες και τώρα που έπεσε στην ανάγκη τους, έπρεπε να προσέχει. Άλλες έκλεβαν, άλλες δεν καθάριζαν καλά, άλλες είχαν στο νου τους να ξελογιάσουν τους άνδρες του σπιτιού. Αυτή δεν είχε.
Η Μιράντα, χτυπούσε το κουδούνι τη συμφωνημένη μέρα και ώρα. Έμπαινε σαν σίφουνας και άρχιζε τις δουλειές. Κατά τις έντεκα ζητούσε έναν καφέ και κάτι να φάει, ό,τι της βρίσκονταν. Της ετοίμαζε διπλό ελληνικό, με τέσσερις κουταλιές ζάχαρη, σερμπέτι, όπως τον ήθελε και δίπλα στο πιάτο με το σάντουιτς και ένα φρούτο καθαρισμένο, μην έχει παράπονο και φύγει.
Όσο περνούσε ο καιρός συνήθιζε η μία την άλλη και έλεγαν τα δικά τους. Ορφανή από μάνα η Μιράντα, μικρό κοριτσάκι ήταν όταν την έχασε, για αυτό δεν έμαθε ποτέ της να πλέκει κοτσίδα τα μαλλιά της, γέλασε, δείχνοντας τις απείθαρχες τούφες της. Η ηλικιωμένη γυναίκα χωρίς παιδιά, ούτε κι αυτή έμαθε να φτιάχνει πλεξούδες σε κοριτσίστικα κεφαλάκια, δεν χρειάστηκε.
Πήγαν και στον γιατρό μαζί. Στον γυρισμό, κοιτούσε σιωπηλή έξω από το παράθυρο ακούγοντας τη Μιράντα στο μπροστινό κάθισμα να έχει πιάσει ψιλή κουβέντα με τον ταξιτζή. Η αρρώστια, πολιορκούσε το κορμί της μέρα τη μέρα, ασθενική η αντίσταση και κάποια στιγμή θα’ ρχόταν η παράδοση. Έτσι όμορφα τα παρουσίασε ο γιατρός σαν έναν πόλεμο που έμοιαζε με παραμύθι. Ούτε και παραμύθια ήξερε να λέει.
Από την επίσκεψη στο γιατρό και μετά, η Μιράντα, πήγαινε κάθε μέρα να τη βλέπει αλλά δεν άγγιζε τα χρήματα που άφηνε πάνω στο κομοδίνο, της ήταν δύσκολο να σηκώνεται πια από το κρεβάτι, δεν είχε όρεξη ούτε να φάει.
Κι ένα πρωί, της είχε δώσει δεύτερο κλειδί, η Μιράντα όρμησε μέσα στο δωμάτιο, φουριόζα όπως το συνήθιζε, κουβαλώντας μία μεγάλη, νάιλον σακούλα. Την άδειασε πάνω στο κρεβάτι και από μέσα ξεχύθηκαν τσιμπιδάκια ζωγραφιστά, κοκαλάκια με φιόγκους και μπιχλιμπίδια, χτενάκια ροζ και κίτρινα και μία βούρτσα μεταλλική με φυσική τρίχα, σαν παιδική κουβέρτα έμοιαζε. Η Μιράντα κάθισε στο κρεβάτι, στέριωσε τη βούρτσα μέσα στη χούφτα της ηλικιωμένης κι ύστερα ζάρωσε το θεριακωμένο της κορμί μέχρι που το κεφάλι, έφτασε στο ύψος των χεριών της, τα μαλλιά της ξέλυτα, χάιδεψαν τα δάχτυλα της.
Η γυναίκα, έσφιξε στην παλάμη της τη βούρτσα με όση δύναμη της είχε απομείνει κι άρχισε να τα χτενίζει από την κορυφή μέχρι τη μέση της πλάτης, εκεί που έφταναν, ξανά και ξανά με αργές κινήσεις, ώσπου έγιναν λεία και ευκολοχτένιστα. Τα χώρισε σε τρείς ολόισιες μεριές. Η Μιράντα τη βοηθούσε κρατώντας πότε τη μία τούφα και πότε την άλλη. Πόντο τον πόντο έπλεξαν μαζί μία πλεξούδα παχουλή, δεν ξέφευγε ούτε τρίχα.
Χαμογέλασαν ευχαριστημένες, και με τα χέρια τους πλεγμένα κι αυτά, βγήκαν να λιαστούν στον λουλουδιασμένο κήπο με τα ροζ και κίτρινα αγριολούλουδα που μοσχοβολούσαν. Η Μιράντα με το κεφάλι στολισμένο και την πλεξούδα της να χοροπηδά όσο έπαιζε κουτσό και η ίδια να την περιμένει με την πορτοκαλάδα στο χέρι,με τέσσερις κουταλιές ζάχαρη, όπως την ήθελε. Κι όταν χόρτασε παιγνίδι το κοριτσάκι της το μονάκριβο, ήρθε και κάθισε στην αγκαλιά της.
Ήταν ώρα για το αγαπημένο τους παραμύθι.