Eύη Καρκαλέτσου
Σκιά πάνω στο χιόνι
Ακίνητη στέκει μπροστά στην πόρτα. Πλάι της το γεράνι επιμένει να ανθίζει χειμωνιάτικα. Όπως και εκείνο το Φλεβάρη του ’47, τότε που βιαστικά έκανε ρούχα και ζωή ένα μπόγο κι έφυγε. Ανθισμένο το θυμάται και τότε.
Δέκα χρόνια κύλησαν πάνω στη ζωή της. Στα μάτια της και εκείνη τη στιγμή και πάντα ο Χριστόφορος, πεταμένος εκεί μπροστά σ’ αυτή την πόρτα, μαχαιρωμένος σε εννιά σημεία. Τίποτα δεν της έχει μείνει από εκείνη τη ζωή. Ούτε αυτή η μοναδική φωτογραφία που τους είχαν βγάλει τότε. Ο Χριστόφορος έγερνε στο μέρος της με μία τούφα από τα μαλλιά της να χαϊδεύει το μάγουλό του. Μια φωτογραφία τόσο μικρή που χώραγε στην τσέπη του πουκαμίσου του, στο μέρος της καρδιάς. Την κουβαλούσε συνεχώς μαζί του, όπου εγώ κι εσύ, της έλεγε. Ακόμη κι εκείνο το βράδυ που η εικόνα τους σε άσπρο και μαύρο χώθηκε βαθιά στο στήθος του μαζί με το μαχαίρι που έστριψαν μέσα του. Όπου αυτός κι αυτή.
Τα παράθυρα κλειστά στα γύρω σπίτια. Τη σκέφτονταν άραγε καθόλου; Σιγά… γι’ αυτούς όλα ήταν καλώς καμωμένα. Το σταυρό τους, ένα «δι’ ευχών» και γυρνάνε πλευρό.
Ήταν έτοιμη να χτυπήσει την πόρτα, όταν άκουσε το όνομά της. Πίσω της η Μαρία, τυλιγμένη σε μια χοντρή ζακέτα. Τα μαλλιά της σφιχτός κότσος, στεφάνι στο πρόσωπο της. Την κοίταζε και πάνω της έβλεπε χαραγμένα ένα ένα αυτά τα δέκα χρόνια που είχαν να συναντηθούν. «Δεν ήρθα για πολύ. Θα φύγω. Σ’ έχω όμως ανάγκη. Θα βοηθήσεις;» Την κοιτούσε ίσια στα μάτια περιμένοντας την απάντησή της. Ήξερε πως δεν θα μπορούσε αλλιώς, χωρίς αυτήν.
Η Μαρία δεν της απάντησε. Μόνο άνοιξε την πόρτα και αφήνοντας την ανοιχτή χάθηκε μέσα στο σπίτι. Απόμεινε μόνη της ασάλευτη να κοιτά το σανιδένιο πάτωμα μπροστά της. Γονατίζει και με τις άκρες των δαχτύλων της αγγίζει απαλά σα να χαϊδεύει μια σκούρα κηλίδα τυπωμένη πάνω στο πάτωμα, μεγάλη σαν σκιά. Μια σκιά που επιμένει, η σκιά από το αίμα του Χριστόφορου. Όσο κι αν έτριψαν, δεν κατάφεραν να καθαρίσει. Την είχε ποτίσει το αίμα. Δεν έλεγε να φύγει απ’ το σπίτι.
«Άντε, έλα μέσα. Έχει παγωνιά.», άκουσε τη Μαρία. Ήσυχα μπήκε μέσα, κλείνοντας πίσω της την πόρτα.
Ολόκληρη νύχτα δούλευαν. Σα χάραξε, η Μαρία ετοίμασε δύο καφέδες και κουρασμένες κάθισαν μπροστά στο παράθυρο να χαζέψουν τον ήλιο που ανέτειλε.
Όταν βγήκε από το σπίτι κρατούσε σε ένα λευκό σεντόνι τυλιγμένη, την κηλιδωμένη σανίδα. Θα έπαιρνε το τρένο των 9.20. Στην πόρτα, η Μαρία κοίταζε την αδερφή της μέχρι τα μάτια της να μην την ξεχωρίζουν. Σκεφτόταν ότι ίσως δε θα την έβλεπε ποτέ ξανά.
Μπορεί όμως κάποιο πρωί να έπαιρνε την απόφαση και να πήγαινε να την ανταμώσει. Θα έκλεινε πίσω της την πόρτα, θα έριχνε νερό στο γεράνι, θα έκοβε ένα κλωνάρι, θα το τύλιγε σε βρεμένο βαμβάκι να αντέξει τις ώρες μακριά από το χώμα και θα έβγαινε στο δρόμο.
Θα χρησιμοποιούσε αυτό που η αδερφή της άφησε πάνω στο τραπέζι: ένα εισιτήριο με το τρένο των 9.20, χωρίς επιστροφή.