Eύη Καρκαλέτσου
ΤΑ ΣΥΚΑ
Πόσα χρόνια να περάσαμε στο Κιλκίς; Βάζω τον τότε χρόνο παρέα με τις χρονιές μου στο σχολείο. Τετάρτη Δημοτικού ήμουν που βρεθήκαμε πρόσφυγες εκεί. «Χωριατάκια» μας φώναζαν τα παιδιά, «ανταρτόπληκτους» μας έλεγε ο δάσκαλος.
Πάντως, την αλήθεια να λέω, εμένα ο δάσκαλος μ’ αγαπούσε.
Τέλειωνα την Πέμπτη, όταν κάποιο πρωινό, με κράτησε πίσω. Με κοίταξε πάνω από τα χοντρά ματογυάλια του και μου είπε «Εσύ, Μυροφόρα, θα διαβάσεις το κείμενο». Δεν έδωσα και σημασία σ’ αυτό που άκουσα. Μια αράχνη καθόταν ήσυχη πάνω στον ιστό που είχε πλέξει από τη γωνία της έδρας μέχρι το πόδι της καρέκλας του. Προσπαθούσα να κρατήσω στη μνήμη μου το σχέδιο από το αραχνοΰφαντο σεμεδάκι της για να το ζωγραφίσω αργότερα που θα έμενα μόνη στην αίθουσα. Την τιμωρία την είχα σίγουρη. Πάλι τραγουδούσα στην προπαίδεια του 8. Πού με άκουσε αλήθεια; Αφού σιγανά το ‘λεγα: «Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, η τρυγόνα, η κορώνα, ακεί πέρα σ’ ορμανόπον η τρυγόνα η κορώνα, έστεκεν και εποίνε ξύλα η τρυγόνα η κορώνα.». Τρόμαξα όταν ξαφνικά, έκανε πίσω την καρέκλα του και έβγαλε με φόρα από την τσάντα του το χαρτί με το κείμενο που θα διάβαζα, καταστρέφοντας για πάντα το αραχνοπάνι. Πάλι καλά η άμοιρη η αράχνη πρόλαβε κακήν κακώς να φύγει γρήγορα και να γλιτώσει. «Μυροφόρα, πιστεύω σε εσένα. Στις 21 Ιουνίου στη γιορτή. Να το διαβάσεις καλά. Διάλειμμα τώρα. Έξω» και με τα μακριά του δάχτυλά μου έδειξε την έξοδο. Βρέθηκα στην αυλή με το χαρτί στην τσέπη μου διπλωμένο δύο φορές να το κρατάω σφιχτά και ένα μικρό τρέμουλο μέσα μου. Ο δάσκαλος με εμπιστεύθηκε.
Ύστερα από μέρες, στη γιορτή του Κιλκίς, στο λόφο του Αι Γιώργη, μπροστά σε τόσο κόσμο, πέρασα μπροστά, χαιρέτησα και άρχισα να φωνάζω με όλη μου τη δύναμη για να ακούγομαι: «Ευρισκόμεθα εις το έτος 1913. Μικρόν απόσπασμα του ελληνικού στρατού εβάδιζε βραδέως μετά τη νίκη του Λαχανά και του Κιλκίς…».
Δε διάβασα το κείμενο, απέξω το ’χα μάθει. Εκείνο το βράδυ έβγαλα από την τσέπη μου το χαρτί με τα πυκνά γράμματα του δασκάλου με τις ουρίτσες, τα καπέλα και τα μπαστουνάκια τους και το ’δειξα στον πατέρα. Ολόκληρο απόγευμα το διάβαζα και τίποτα δεν καταλάβαινα. «Πάμε έξω» μου είπε. Βγήκαμε στην αυλή και στην ησυχία άρχισε να μου εξηγεί τι έλεγε αυτό που καθόλου δεν καταλάβαινα. Ο πατέρας είχε βγάλει το Φροντιστήριο. Είχαμε και μια φωτογραφία του με το πηλίκιο, μαθητής στην Τραπεζούντα. Έκαναν μάθημα και άκουγαν τη θάλασσα. Έτσι έλεγε.
Μου άρεσαν οι ιστορίες. Εκείνο το βράδυ, όταν ο πατέρας μου έλεγε για τη μάχη και την απελευθέρωση του Κιλκίς, εγώ φανταζόμουν να περνάν από μπροστά μου στρατιώτες, κάποιοι πεζοί κι άλλοι σε ολόλευκα άλογα. Τεάμ ήταν και κάποιος φαντάρος ανάμεσά τους, που μια φτερνιζόταν μια έβηχε, και πετάγονταν οι ώμοι του πάνω κάτω και τρανταζόταν ολόκληρος και έχανε το βήμα του και εγώ πάλι σε κάθε παραπάτημά του να τον χειροκροτώ πιο δυνατά και να κουνάω και ένα σημαιάκι που πάνω του είχα ζωγραφίσει ένα λιβάδι με παπαρούνες και χαμομήλια και στο βάθος τα βουνά του χωριού μου.
Εκείνο το πρωινό στο λόφο, ακολούθησα τις συμβουλές του πατέρα. Κοφτή ανάσα στα κόμματα, στεκόμουν στις τελείες και μέσα μου παρακαλούσα να μη φτερνιστώ ούτε να με πιάσει βήχας, μην πάθω κι εγώ ό,τι έπαθε εκείνος ο φαντάρος της φαντασίας μου. Κοιτούσα συνέχεια στη μεριά που ήταν μαζεμένα τα αδέρφια μου, με το μικρότερο μου, το Γιώργο, να έχει χωθεί μπροστά, να χειροκροτά σε κάθε τελεία μου και να φωνάζει: «Μπλάβο, Μύλο. Μπλάβοοο!». Κούναγα τα χέρια μου διαγράφοντας στον αέρα μεγάλους κύκλους, με τόση δύναμη σαν να προσπαθούσα να πετάξω πάνω από τα κεφάλια όλων τους και με δυο φτεροκόπια να γύριζα πίσω στο χωριό μας.
Εκείνο το καλοκαίρι, την εποχή που κόντευαν να τελειώσουν οι διακοπές, παίρνω το ενδεικτικό μου, πάω στο σχολείο, στο δάσκαλό μου και του το δίνω για να με γράψει στην Έκτη. «Καλαντίδου, εσείς επαναπατρίζεστε», μου είπε και μου ’δωσε πίσω το χαρτί. Αχ, πώς ένιωσα… Τον αγαπούσα εκείνο το δάσκαλο και ήξερα ότι και αυτός με συμπαθούσε. 170 παιδιά στην τάξη και θυμόταν και το όνομά μου και το επίθετό μου. Με έκανε να νιώθω σημαντική και αυτό μου έδινε μεγάλη χαρά. Στενοχωρήθηκα πολύ. Για το σχολείο και το δάσκαλο στενοχωριόμουν. Όχι για το χωριό. Το χωριό το λάτρευα.
Μου ’λειπε το χωριό τα χρόνια που ήμασταν πρόσφυγες. «Μαμά, γιατί πρόσφυγες; Κιλκίς χωριό δέκα χιλιόμετρα είναι» με ρώταγε η μεγάλη μου. Ήταν μικρή κι όλο απορίες είχε. Τι να της εξηγήσω; Μπερδεμένη η Ιστορία και μπέρδευε κι εμάς μαζί. Κι όμως, πρόσφυγες νιώθαμε. Και εδώ και εκεί.
Μας έλειπε ο τόπος μας. Οι μυρωδιές του, οι ήχοι του, τα πάντα. Ακόμα και οι γεύσεις, ακόμα και αυτές μας έλειπαν. Κάθε Αύγουστο τα σύκα του χωριού μας ωρίμαζαν και εκείνο τον Αύγουστο του ’48, εμείς ακόμα στο Κιλκίς. Ακόμα μια χρονιά που δε θα παίρναμε την γλύκα από κείνα τα σύκα. Λίγα χιλιόμετρα μακριά και ήταν απαγορευτικό για μας, τα παιδιά, να πάμε. Ποτέ δεν καταλάβαμε το γιατί. Σάμπως και οι μεγάλοι καταλάβαιναν;
Στο χωριό λοιπόν υπήρχαν τρεις μεγάλες συκιές. Τα κλαδιά τους γινόντουσαν σκιά επάνω από τη βρύση και τις δυο κρήνες που έτρεχαν μέσα σε μια μακρόστενη γούρνα, γύρω στα 5 μέτρα την υπολογίζω. Εκεί, από παλιά, πήγαιναν τα ζώα του χωριού και ποτίζονταν. Ένα πρωί εγώ και τα τρία ξαδέρφια μου πήραμε την απόφαση και είπαμε «Θα πάμε». Στις συκιές. Να κόψουμε και να φάμε ώριμα σύκα. Όχι γιατί πεινούσαμε. Πείνα δεν νιώσαμε στο Κιλκίς. Η Ούντρα μας έδινε και κονσέρβες και αλεύρι. Στο σχολείο μας μοίραζαν και συσσίτιο κακάο με γάλα και ένα μικρό κομμάτι σταφιδόψωμο. Όχι δεν ήταν από πείνα. Λαχτάρα για τα σύκα μας ήταν.
Τίποτα σε κανέναν δεν είπαμε. Ξέραμε ότι δε θα μας άφηναν. «Απαγορευμένη ζώνη έξω από τα σύνορα του Κιλκίς» μας έλεγαν. Με τα πόδια ξεκινήσαμε εγώ και τα ξαδέρφια μου. Όταν σκότωσαν το θείο Πάνο, η θεία τα ξεσήκωσε και φύγανε για το Κιλκίς. Όταν βρεθήκαμε στη βρύση, σκαρφαλώσαμε γρήγορα γρήγορα. Ανυπομονούσαμε τόσο πολύ για κείνα τα σύκα.
Ένα δεν προλάβαμε να φάμε. Εμφανίζεται κάποιος, 20 χρονών ήταν δεν ήταν, ακόμα το πρόσωπό του το έχω μπροστά μου. Μας σημάδευε με ένα πιστόλι, ούτε κοτσύφια να ήμασταν. «Φύγετε διαολεμένα από κει πάνω. Τσακιστείτε από δω χάμω!». Τα ξαδέρφια μου πάγωσαν και τρέμοντας άρχισαν να κατεβαίνουν. Εγώ δεν κουνήθηκα και έμεινα εκεί ψηλά, σα γεράκι, να τον κοιτάζω καλά καλά. «Ξέρεις ποια είμαι εγώ; Μου έχεις αυτό το όπλο και μου το δείχνεις!» του είπα με περιφρόνηση στο βλέμμα και τη φωνή μου. «Ο πατέρας μου πρόεδρος του Συνεταιρισμού και ο νονός μου πρόεδρος κοινότητας! Έχεις τα κότσια να τα βάλεις μαζί τους;»
Δεν ξέρω τι σκέφτηκε, ίσως να μας λυπήθηκε, ίσως να ντράπηκε – λες να φοβήθηκε τους προέδρους; – το όπλο του όμως το κατέβασε. «Απαγορευμένα είναι εδώ. Φύγετε. Αφού το ξέρετε». Κόψαμε από 4 σύκα, όσα χώραγαν στις χούφτες. Πήραμε το πισάχναρο και φύγαμε. Στο δρόμο τρώγαμε τα σύκα αμίλητοι. Μέχρι να βγούμε από το χωριό τα είχαμε φάει. Δεν τα χορτάσαμε. Πέρασαν μήνες για να πούμε στους γονείς μας για κείνο το πρωί. Αργότερα ακούστηκε ότι αυτός θα πρέπει να ήταν μάης από το διπλανό χωριό. Το όνομά του δεν το ’μαθα ποτέ.
Επαναπατριστήκαμε στα τέλη Αυγούστου του ’49. Μας στείλανε δάσκαλο, αλλά Έκτη τάξη δεν έγινε και έτσι εγώ έκανα ξανά την Πέμπτη. Τον Ιούνιο για τη γιορτή κι αυτός ο δάσκαλος με φώναξε και μου έδωσε κείμενο. «Από το αναγνωστικό της Έκτης είναι. Πάρε και το βιβλίο να το μάθεις καλά». Έτσι, στις 21 Ιουνίου μπροστά στην εκκλησία, βρέθηκα να διαβάζω το κείμενο που το ήξερα και με ήξερε καλά: «Ευρισκόμεθα εις το έτος 1913. Μικρόν απόσπασμα του ελληνικού στρατού εβάδιζε βραδέως μετά τη νίκη του Λαχανά και του Κιλκίς…». Όταν τέλειωσε η γιορτή, γύρισα το βιβλίο στο δάσκαλο.
Από το αναγνωστικό της Έκτης τίποτα άλλο ποτέ δε διάβασα.
Εκείνο το βράδυ στο δρόμο για το σπίτι μας, πέρασα από τις κρήνες. Έσκυψα στη βρύση να πιω λίγο νερό. Κοίταξα τις συκιές. Ίσως φέτος να τρώγαμε σύκα πριν τον Αύγουστο, σκέφτηκα και συνέχισα.
Πάντως να ξέρεις, αυτά τα σύκα του Αυγούστου ακόμα και τώρα τα λαχταράω. Αν το θυμάσαι, να μου αφήνεις κανένα. Μη φοβάσαι, χαμένο δεν θα πάει. Όλο και κάποιο γεράκι θα βρίσκεται εκεί κοντά. Θα φτεροκοπήσει, θα χαμηλώσει, θα το πλησιάσει και θα το πάρει μαζί του, ψηλά.