Ιφιγένεια Σιαφάκα
ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ
Δεν ήταν το σωστό κλειδί μα ένα κακέκτυπο αντικλείδι, που έκλεψε μια νύχτα ο Μύρων –παιδί ακόμα–, όταν είχε αρπάξει, βιαστικά απ’ το φανάρι, ένα μπαγιάτικο τυρόψωμο, μισό κρεμμύδι κι ένα οικογενειακό μαχαίρι, κληρονομία εγκλημάτων προς επιβίωση κυρίως· οι άλλοι οι κατεργάρηδες (το σόι δηλαδή) θα αποποιούνταν ρόπτρα και σκουριές –όπως οι παραδόπιστοι φύλακες της μνήμης–, και θ’ άρπαζαν μόνο κρεβάτια, τραπέζια, κουρελούδες και στόφες πολύχρωμες σε ξύλα που από καιρό τα μάνταρε ο σκόρος. Για πόσο θα έφευγαν δεν ήξεραν ακόμη. Ούτε πού θα τα τοποθετούσαν ακριβώς. Είχαν αποφασίσει όμως να γραπώσουν την τύχη απ’ τον γιακά, να την τραβήξουν μακρύτερα ακόμη, γιατί έρχεται η μέρα που οι τελευταίοι σαλτάρουν στην πρώτη θέση, όπως λένε τα Ευαγγέλια· κι αλίμονο τόσες στερήσεις, τόσες βεντέτες, τόσοι μόχθοι θα οδηγούσαν κάποτε σε βασιλείες, έλεγε ο Δημητράκης Μπαρδαβέας, ο πατέρας του. Ο θείος Τιμολέων είχε υποσχεθεί πως, μετά θάνατον, εκείνο το σπίτι πλάι στη θάλασσα θα ήτανε δικό τους. Κι ο Τιμολέων πέθανε πριν από έναν μήνα, ξαφνικά. Ο Μύρων, κρατώντας πάντα σφιχτά στο χέρι το κλειδί, επέμενε να φορέσει το κυριακάτικο κοστούμι, μόνο που τώρα διαπίστωνε πως είχε μεγαλώσει, και το παντελόνι τού έπεφτε κοντό. Κράτησε όμως το πράσινο σακάκι με τα επίσης τσουρούτικα μανίκια, ιδανικά ωστόσο για τη μεγάλη ζέστη και για μια κάποια επισημότητα, όπως του ταίριαζε άλλωστε. Αυτός ξεχώριζε απ’ όλη τη φαμίλια για τη χωρίστρα και τα μάτια, πρώτη φορά δα θα τον έβλεπε και η θάλασσα. Ύστερα, με το κλειδί θα έμπαινε στα θαύματα για τα οποία ο Τιμολέων μιλούσε μόνο στους μεγάλους – έκοβε πάντα την κουβέντα όταν κατέφθαναν, στο μέσο της συζήτησης, παιδιά. Ο Μύρων όμως είχε κρυφακούσει. Το ντρίλινο παντελόνι με τις μεγάλες τσέπες, αποφόρι του αδερφού του, ήταν η ιδανική κρυψώνα – για να μη χάσει το κλειδί μες στα καλάθια και τους μπόγους. Ανέβηκε στο φορτηγό, σφαλιάρωσε, τσαλαπάτησε κι έδωσε τσιμπιές στα μαλακά της οικογένειας, που ήταν στρωμένη καταγής, άκουσε τον αντίστοιχο εξάψαλμο κι εν τέλει βρήκε μια θέση έξω έξω, μπροστά απ’ τα τσουβάλια με άχυρο που είχαν στήσει, είπαν, για να τους προφυλάσσουν απ’ τον κουρνιαχτό και τις κοτρώνες, τα πεινασμένα τα σκυλιά που ορμούσαν συνήθως στην καρότσα ή κι από κάναν τρελό που ζούσε στα βουνά, και γύρευε καβγάδες. Ο Μύρων σκεφτόταν πως έτσι θα ’ταν ο πρώτος που θα σάλταρε κρυφά απ’ το φορτηγό μόλις φαινόταν το σπίτι στη στροφή, κι έβγαινε η θάλασσα σε θέα. Ο Τιμολέων μιλούσε για το μονοπάτι (δίπλα σ’ έναν πλάτανο και πάνω στη στροφή), που ανέβαινε σε δυο λεπτάκια πίσω απ’ το σπίτι. Το φορτηγό, αντίθετα, θα έπρεπε να κάνει έναν μεγάλο κύκλο γύρω από τον λόφο και ύστερα να σταματήσει καμιά πενηνταριά μέτρα πιο κάτω από τη μάντρα, γιατί υποχωρούσε το έδαφος μετά. Απ’ ό,τι είχε καταλάβει, ο χώρος με τα θαυμαστά βρισκόταν έξω απ’ την κυρίως κατοικία – θα ήταν μάλλον καμιά αποθήκη ή κάνα μέρος για μαγείρεμα, ίσως και για ζώα, σε απόσταση μικρή απ’ την αυλή.
Πρωί πρωί, οι Μπαρδαβαίοι φόρτωσαν το φορτηγό με τα παιδιά τους, τα ανθισμένα αχαμνά τους, τα βροντερά βρισίδια τους και πήρανε, είκοσι πέντε άτομα μαζί, τον δρόμο για τη θάλασσα. Οι τρεις γιοι και αρχηγοί (ο Δημητράκης, ο Μίλτος και ο Ηρακλής) στρώθηκαν μπροστά, στη θέση του οδηγού, με καλοξυρισμένα τα μουστάκια, ψωμί, κρεμμύδια, τομάτες, μπόλικη ρετσίνα για το κολατσιό μες στην καμπίνα, κι αρματωμένοι με καραμπίνες και στιλέτα. Τραγιά στην περπατησιά ατίθασα είχαν βαρύ το χνώτο κι έζεχναν από νωρίς ιδρώτα. Το φορτηγό παλάντζαρε στρίβοντας προς τον βορρά, ένας υπερφορτωμένος επιτάφιος με τρύπια πολύχρωμα πανιά που αγκάλιαζαν τον ασύμμετρο λοφίσκο της οικοσκευής και ύστερα έπεφταν τέντα αυτοσχέδια πάνω απ’ τα κεφάλια της μεγάλης οικογένειας. Τα πρόσωπά τους μέσα στο λιοπύρι, πουά από ασβέστη, έσβηναν το ένα πάνω στ’ άλλο έτσι όπως τραντάζονταν τα σώματα. Πέντε χιλιόμετρα άσφαλτος, καμιά τριανταριά ανηφοριές, πάνω από ογδόντα χωματόδρομος, και η τελική ευθεία ένα στενό πέρασμα, με τη χαράδρα προς τα δεξιά, γεμάτο εικονοστάσια.
Από μακριά και για αρκετή ώρα, ο Μύρων έβλεπε ένα αυτοκίνητο άλλοτε να τους ακολουθεί, άλλοτε να χάνεται στη σκόνη που άφηνε πίσω του το φορτηγό. Πάνω στη στροφή όμως, ακούστηκαν φωνές και καλπασμοί, και το αγόρι εκτοξεύτηκε αιμόφυρτο, με μία σφαίρα στο κεφάλι. Το κλειδί σύρθηκε για λίγο στις κοτρώνες, για να σταματήσει μπροστά σ’ ένα ψοφίμι. Ο Μύρων κουτρουβαλούσε στο βάθος της χαράδρας, ενώ το φορτηγό γκάζωνε απότομα, ανασηκώνοντας την ίδια στιγμή και την καρότσα, που γρύλισε τέσσερις φορές και στιβαρά, ώσπου να απαλλαγεί απ’ όλο το φορτίο. Το βάραθρο γέμιζε κουρέλια, χρώματα και όγκους ατάκτως ερριμμένους. Δύο χιλιόμετρα πιο πέρα το αυτοκίνητο είχε τουμπάρει, και λαμπάδιαζε. Την επομένη γράφηκε στον Τύπο πως –ύστερα από τη σύλληψη και τη συνεργασία του Τιμολέοντα Ραγκούλη– έκλεισε οριστικά και η τελευταία σελίδα της υπόθεσης αρχαιοκαπηλίας του Κούρου που έμελλε να οδηγηθεί στη γλυπτοθήκη του Μονάχου.