Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Κατερίνα Λιάτζουρα | Κατερίνα Μαλακατέ | Αγγελική Πεχλιβάνη | Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Κατερίνα Λιάτζουρα

Σαν σήμερα

Κάθε φορά που οι αυτόματες πόρτες άνοιγαν και έκλειναν ξεχύνονταν ήχοι από γέλια και από χαρμόσυνες μελωδίες. Τα λαμπιόνια στις εορταστικές βιτρίνες άναβαν απότομα και έσβηναν χαλαρά μεταδίδοντας μια αίσθηση ζεστασιάς και θαλπωρής. Αυτή η ρυθμική επανάληψη όλων όσων διαδραματίζονταν γύρω του, αρχικά τον ζάλιζε, είχε όμως ανάγκη να παρακολουθεί τα πάντα, να τα καταγράφει στο μυαλό του. Γνώριζε ότι τούτος είναι ο καλύτερος τρόπος να το κρατά απασχολημένο και να αποσπά τη σκέψη του απ’ όσα έζησε τα τελευταία χρόνια. Στη συνέχεια όμως όλα αυτά του έφερναν αποχαύνωση και υπνηλία. Περίεργες συνήθειες αποκτά ο κόσμος, όταν έχει γεμάτο το στομάχι και εξασφαλισμένες τις ανάγκες του. Τότε γιορτάζει από πλεόνασμα και όχι από αγάπη και πίστη. Αγάπη και πίστη. Ποιος είχε μιλήσει για τούτα τα δυο με τόση ζέση; Πού να θυμάται; Τόσοι και τόσοι δάσκαλοι περάσανε από τον κόσμο του, άλλοι φωτισμένοι να λάμπουν σαν τα λαμπιόνια και άλλοι μαύροι και ψυχροί σαν τον στύλο όπου ακουμπούσε τόση ώρα την πλάτη του. Κουράστηκε από την ακινησία. Κουράστηκε από το κρύο. Κουράστηκε από την επίφαση της γιορτής. Κουράστηκε από τα κούφια λόγια. Κουράστηκε από τις προσπάθειες να συνεννοηθεί σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε, κουράστηκε από την προσπάθεια να καταλάβει τις συνήθειες του κόσμου. Έκλεισε τα μάτια του. Τα χρώματα παντού να λαμπυρίζουν και να στραφταλίζουν. Κατακόκκινα. Μονάχα τούτο το χρώμα του θύμιζε κάτι από την πατρίδα του. Να λαμπυρίζει και να στραφταλίζει το αίμα που εκτινάχτηκε τριγύρω του. Θυμάται καλά τον ήχο που έκανε η βόμβα όσο κατευθύνονταν στη γη. Θυμάται καλά τα αυτιά του να βουίζουν από τον εκκωφαντικό ήχο της έκρηξης. Θυμάται καλά τον πόνο να ξεσκίζει την ψυχή του. Όχι επειδή κουτσουρεύτηκαν τα πόδια του και τώρα σέρνεται σακάτης σ΄ έναν κόσμο αδιάφορο. Όχι. Θυμάται καλά τον πόνο που ξέσκιζε την ψυχή του όταν ούρλιαζε προς τα ουράνια “Γιατί;”. Και τότε, ήταν Δεκέμβρης μήνας, σαν σήμερα. Και ο Χριστούλης θα κατέβαινε για χιλιοστή φορά στη γη να μεταφέρει το μήνυμα της αγάπης στους ανθρώπους, σαν σήμερα.

Κατερίνα Μαλακατέ

Χριστούγεννα

Την πονούσε η μέση, εκεί ακριβώς που ακουμπούσαν οι σπόνδυλοι Ο4-Ο5 στον καναπέ, ίσως θα έπρεπε να κάνει μαγνητική, μήπως έχει καμιά κήλη, ή ακόμα χειρότερα θεός φυλάξοι καμιά σπονδυλόλυση, πώς θα στεκόταν τόσες ώρες  στο χειρουργείο αν είχε σπονδυλόλυση.

Κάποιες φορές οραματιζόταν πως δεν ήταν η χειρουργός, αλλά η εγχειριζόμενη, με την μπλε διάφανη χάρτινη ποδιά της, να κρυώνει πάνω στο μεταλλικό τραπέζι, να ακούει τους γιατρούς και τους νοσηλευτές να αστειεύονται για τα παιδιά, ή τους γκόμενους τους. Κι έπειτα τίποτα. Λήθη. Ακόμα δεν ξέρουμε πλήρως τους μηχανισμούς της νάρκωσης.

Χριστουγεννιάτικα δεν θα έβρισκε ραντεβού για μαγνητική, και μετά, μετά σιγά μη θυμόταν να κλείσει ραντεβού, θα τη συνέπαιρνε ο πόνος των άλλων, οι σπασμένοι σπόνδυλοι, τα χέρια, τα πόδια, τα κεφάλια. Τέντωσε το κεφάλι της, να μαλακώσει ο πόνος στον αυχένα, αφέθηκε στον καναπέ, αναστέναξε.

Πίσω της το έλατο έμοιαζε λειψό, το είχαν στολίσει ο Σταύρος με τα παιδιά όπως πάντα, δεν ανακατευόταν στα γιορτινά. Όταν ήταν παιδί, της άρεσε να κοιτάει τα λαμπιόνια με τις ώρες, δεν την ένοιαζε αν ήταν πολύχρωμα ή όχι, μόνο ο ρυθμός τους, που αναβόσβηναν. Την εκνεύριζαν αυτά που μετέβαλλαν συνεχώς το μοτίβο, δεν είχε ανάγκη το κόκκινο, το πράσινο, το πορτοκαλί, το μπλε, την κανονικότητά τους ήθελε, τη συνεχή, αναπότρεπτη ύπαρξή τους, κάθε μέρα μαγειρεύεις, κάθε μέρα βάζεις πλυντήριο, κάθε μέρα γιατρεύεις τον κόσμο, κάθε μέρα αγαπάς τα παιδιά σου∙ και τον Σταύρο.

Δεν έχεις ούτε μια άσπρη τρίχα, είπε

Αυτό δεν ήταν αλήθεια, δεν ήθελε να του το πει, έβαφε πάντα ευλαβικά τα μαλλιά της όταν δεν ήταν εκεί ο Σταύρος, μόνη της, με βαφή κουτιού, σιχαινόταν τα κομμωτήρια, και τις κουβέντες για τα ζώδια. Είκοσι πέντε χρόνια τώρα, κάτω από την κορακίσια κώμη της κρυβόταν ένα κατάλευκο ξωτικό, εκείνος ήταν ο καλικάντζαρος. Έβγαζε ευλαβικά τα φρύδια της όταν δεν ήταν εκεί ο Σταύρος. Αποτριχωνόταν, έβαζε κρέμες, μάσκες, όταν δεν ήταν εκεί ο Σταύρος. Βαφόταν, όταν δεν ήταν εκεί ο Σταύρος κι έβαζε τη στολή του Άη Βασίλη. Βολεύτηκε καλύτερα, η ανακούφιση από τον πόνο στον αυχένα ήταν πάντα το ζητούμενο. Αααααααχ

Σήκωσε ψηλά το κεφάλι, χάζεψε έξω από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, τα λαμπιόνια του γείτονα έριχναν την αντανάκλασή τους στον κήπο τους.  Λαχτάρησε να σηκωθεί, να περπατήσει γύρω γύρω απ’ το πέρσικο χαλί, να προσέχει να μην πατάει ποτέ τους πορτοκαλί ρόμβους, μόνο τους μπλε, γύρω, γύρω, γύρω, γύρω. Γύρω γύρω γύρω. Στο ποτήρι γάλα, στο πιατάκι ένα μπισκότο που δεν έκανε να φάει. Ποτέ τα στρουμπουλά παιδιά δεν κάνει να αγγίζουν το μπισκότο. Μια μεγάλη μορφή αναδύθηκε, έμοιαζε με τον Άη Βασίλη, κι έφερνε παιχνίδια. Όταν ήτανε μικρή δεν της έφερναν παιχνίδια ούτε σοκολάτες, μόνο λεφτά. Έβαζε τα φακελάκια γύρω γύρω, φακελάκια που έλεγαν «η μάννα σε αγαπάει» και ντρεπόταν τόσο πολύ για αυτό το δεύτερο νι. Αυτό το δεύτερο νι την εξωθούσε στα άκρα. Ήθελε να ουρλιάξει, δεν είσαι η μάννα μου. Δεν είσαι το μάννα.

Ωραία γεύση έχεις απόψε, είπε ο Σταύρος. Κοίταξε το κεφάλι του όσο την έγλειφε, είχε αρχίσει κι εκείνος να αραιώνει στην κορυφή, να ασπρίζει, όμως με πολύ βραδύτερους ρυθμούς, ίσα μια τρίχα εδώ και μια τρίχα εκεί, όταν περάσαν τα πενήντα. Θα ζούσε περισσότερο από εκείνη.

Δεν έχεις ούτε μία άσπρη τρίχα, είπε και πέρασε τον αντίχειρα πάνω από την κλειτορίδα της. Τα λαμπιόνια στο δέντρο άναψαν. Έκλεισαν, άναψαν, έκλεισαν, άναψαν, έκλεισαν, άναψαν, έκλεισαν.

Ναι, το κορίτσι μου, έτσι το κορίτσι μου, είπε ο Σταύρος.  

Αγγελική Πεχλιβάνη

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Στις 23 Δεκεμβρίου του 2024, ο Γιώργος Σ. έκανε κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ στην πενηνταπεντάχρονη  ζωή του τουλάχιστον προγραμματισμένα. Τηλεφώνησε σε λίγους φίλους και τρεις τέσσερις στενούς συγγενείς και τους ευχήθηκε καλές γιορτές. Οι φίλοι του που τον ήξεραν καλά ο Γιώργος Σ.  δημιουργούσε μακροχρόνιες και σταθερές φιλίες παρ΄όλα τα διαθρυλούμενα περί του ασταθούς και ανώριμου χαρακτήρα του ξαφνιάστηκαν, αλλά, άλλοι βουτηγμένοι στα οικονομικά προβλήματα, άλλοι εγκλωβισμένοι στη μεσήλικη μικρομεσοαστική κανονικότητα τους, δεν έδωσαν στο γεγονός την αρμόζουσα βαρύτητα. Αυτή ήταν η πρώτη μιας σειράς ασυνήθιστων ενεργειών που θα επακολουθούσαν.

Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας ο Γιώργος Σ. επισκέφθηκε τους γονείς του  και έφαγε μαζί τους, μολονότι δεν ήταν Κυριακή. Φεύγοντας τους φίλησε σταυρωτά, πράγμα που τουλάχιστον με τον πατέρα του είχε να κάνει από την τελευταία του μετάληψη στο Δημοτικό.  Στο σπίτι του, ξάπλωσε χωρίς να κοιμηθεί ακούγοντας, μετά από χρόνια, την αγαπημένη του μουσική (αργότερα καθώς οδηγούσε συνειδητοποίησε  ότι άκουσε το Lady grinning soul του Βοwie, το μπλουζ που χόρεψε με την  Αντιγόνη στο γάμο τους, τρεις φορές  ναι, την αγαπούσε ακόμα). Το απόγευμα  έκανε μπάνιο και μέσω internet γράφτηκε μέλος στην παναθηναϊκή συμμαχία αναλογιζόμενος τα πρωταθλήματα που είχε στερήσει στην αγαπημένη του ομάδα η διαιτησία.

Κατόπιν, πέρασε από το σπίτι τής πρώην γυναίκας του με το πρόσχημα κάποιων οικονομικών εκκρεμοτήτων, φίλησε την κόρη του κρατώντας την παρατεταμένα στην αγκαλιά του και χάιδεψε φευγαλέα  το μάγουλο της Αντιγόνης, που, ίσως, επειδή κάτι διαισθάνθηκε, δεν τραβήχτηκε όπως άλλες φορές.

Κατά τις εννιά επιβιβάστηκε στο νοικιασμένο αυτοκίνητό  του και ξεκίνησε. Καθώς άλλαζε απαλά, σχεδόν ευγενικά, τις ταχύτητες, σκέφτηκε ότι η αβρότητα και η καλλιέργειά του δεν τον βοήθησαν  ούτε στην επαγγελματική του ζωή. Τα δέκα τελευταία χρόνια συντηρούσε την επιχείρησή του μόνο με δανεικά από φίλους, όσοι  του είχαν απομείνει, και δάνεια από τράπεζες. Η κρίση ήταν η αρχή, αλλά έφταιγε το πάθος του με τη ρουλέτα. Οι τράπεζες του πήραν τα πάντα, τα ταμεία τον κυνηγούσαν, έμπλεξε με τοκογλύφους. Η Αντιγόνη και πολύ τον άντεξε, πήρε τη μικρή και γύρισε στο πατρικό της.  Πριν δυο μήνες του είχαν πει απέξω απέξω πως κάτι έτρεχε με τον γιατρό στον οποίο δούλευε, γιατί όχι, ήταν νέα και ωραία γυναίκα.

Είχε ήδη βραδιάσει. Το κινητό του χτυπούσε συνέχεια από τους δανειστές του. Το έκλεισε.  Άνοιξε τα παράθυρα και  άναψε τσιγάρο. Θυμήθηκε το χωριό του στην Καβάλα. Μύρισε τα καλοκαίρια του ’70 και τον καπνό των χωραφιών, ασυναίσθητα έκανε μια κίνηση σαν να περνούσε το φύλλο μπασμά στη βελόνα, ένοιωσε πικρό το σάλιο του και κατάπιε με δυσκολία. Αύξησε ταχύτητα. 

Είχε πάρει την απόφασή του.

Οδηγώντας στον παλιό δρόμο προς τον Ισθμό είδε δεξιά την πινακίδα που έγραφε Λουτράκι. Ο Γιώργος Σ. είχε να πάει στο καζίνο αρκετούς μήνες, ήταν ταπί. Σήμερα, όμως, είχε στο πορτοφόλι του 2000 ευρώ, βενζίνη για 300 χλμ. και μια κούτα τσιγάρα. Μόρφασε σκεπτόμενος πως όλα αυτά ήταν πράγματα θεατρικά και κούφια…γιατί να μείνουν αναξιοποίητα τα δυο χιλιάρικα; Έτσι κι αλλιώς…Έστριψε.

Δεν είχε κόσμο. Μετά τις διατυπώσεις, πήρε ένα ουίσκι και περιπλανήθηκε στο χώρο, κουνώντας το κεφάλι του σε κάποιους γνωστούς που τον κοιτούσαν με κάποια έκπληξη. Από παντού άκουγε ρώσικα και αναρωτήθηκε πού βρέθηκαν τόσοι πολλοί Ρώσοι σε αυτή την παλαιομοδίτικη  λουτρόπολη. Δυο υπάλληλοι τον αναγνώρισαν, ήρθαν χαμογελώντας προς το μέρος του «πού χαθήκατε τόσον καιρό και τέτοια…». Κάθισε στο «δικό του» τραπέζι ρουλέτας, στον πριβέ χώρο του καζίνο. Χαμογέλασε στη σκέψη ότι έπαιζε ρουλέτα με την κόρη του τέτοια εποχή με φασόλια. Με το πρώτο ποντάρισμα, 100 ευρώ – έπαιξε μια τετράδα – κέρδισε 800 και με το δεύτερο 6400. Να που τον θυμήθηκε η τύχη, έστω και τώρα.

Πήρε 4 μάρκες των πεντακοσίων και τις έβαλε στο 14 ήταν η ηλικία της κόρης του. Γύρισε η ρουλέτα, άκουσε χειροκροτήματα. Μαζεύτηκε κόσμος, του έφεραν και άλλο ουίσκι, μια ωραία ρωσίδα τον κοίταζε επίμονα. Της χαμογέλασε και πόνταρε στο 3, όσα χρόνια ήταν κατάμονος. Ξανακέρδισε. Με το βλέμμα του  στο στήθος της, κέρδισε ξανά και ξανά, κέρδιζε ξανά και ξανά. Η Ρωσίδα, που είχε μεταφερθεί δίπλα του και τον χάϊδευε στο εσωτερικό του αριστερού του μηρού, παραληρούσε σε άπταιστα ρωσοελληνικά, τα δυο της βυζιά ανεβοκατέβαιναν, ήταν αερόστατα που τον εκτόξευαν σε ένα δροσερό στρώμα αέρα, ανάσανε, ανάσαινε, τα δυο βυζιά της ήταν η μόνη εικόνα, «το γάλα της μητρός μου», πού το θυμήθηκε αυτό τώρα…η Αντιγόνη, οι δυό τους τότε…τα δύο εκατομμύρια ευρώ που χρωστούσε,  τα δύο κακά της μοίρας του. Πήρε όσες μάρκες χωρούσε το χέρι του και τις πόνταρε στο 2. Άκουσε στριγγλιές, άκουσε αλαλαγμούς, άκουσε μια μυρωδάτη φωνή να του λέει  τρυφερά  «λιουμπίμη, χβάτιτ. Ποσλί ουϊδόμ, ποδνιάλ μπανκ».              

Είχε πάρει την απόφασή του.

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

Τα κάλαντα που δεν είπα

Τα τελευταία μου χριστουγεννιάτικα κάλαντα δεν μπόρεσα να τα πω. Μάταια περίμεναν πρωί πρωί οι φίλοι στην πλατεία. Ένας υψηλός πυρετός και μια λύπη έκαιγαν όλη νύχτα το μυαλό μου. Δεν ξέρω πώς και γιατί αλλά μου βγήκανε μετά κακίες. Ευχόμουνα να τους ταράξουν οι γριές στ’ αβγά, να βρίσκουν παντού κλειστές πόρτες ή να τους ορμήξουνε σκυλιά και να τους φάνε ζωντανούς. Νωρίς το μεσημέρι εμφανίζονται στο σπίτι, για να μου αφήσουνε μερίδιο από τα μαζεμένα. Έμεινα με τις ενοχές και με το παράπονο. Χριστουγεννιάτικα κάλαντα δεν θα ξανάλεγα ποτέ. Πρώτη γυμνασίου την επόμενη χρονιά, κρέμασα οριστικά τα τριγωνάκια. Σαν να φτώχυνε απότομα το πνεύμα των γιορτών. Όσα μας λέγαν για χιόνια στο καμπαναριό αποδείχτηκαν χοντρά ψέματα. Τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες και τα εμπορικά πολυκαταστήματα θα ήταν στο εξής η μόνη αλήθεια των δικών μου Χριστουγέννων. Κι ίσως γι’ αυτό νιώθω την ανάγκη όταν πλησιάζουν οι γιορτές να ξεκρεμάσω τα σκουριασμένα τριγωνάκια. Σκέφτομαι κάθε φορά που θα εμφανίζονται στο σπίτι μου πιτσιρικάδες για τα κάλαντα, να αρχίζω κι εγώ μαζί τους τα ντρίνκγι, ντρίνγκι, ντρίνγκι. Θα στεκόμαστε αντικριστά μπροστά στην ανοιχτή πόρτα και θα λέει ο ένας στον άλλον τα κάλαντα – κάπως περίεργο μου φαίνεται, αλλά δεν βρίσκω άλλη λύση.

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου