Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Κωνσταντίνα Μπιζέ | Νάνση Εξάρχου | Λένα Χ. Δημητριάδου

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Κωνσταντίνα Μπιζέ

[φολίδες]

Άνοιξε τα διπλά ξύλινα παράθυρα με σκοπό ν’ αγναντέψει το πρώτο τοπίο της άνοιξης, και στο περβάζι τα λουλούδια να μυρίσει. Προς έκπληξη, όχι και τόσο μεγάλη, βρήκε μια σακούλα σκουπιδιών, κατάμαυρη, πλαστική και δεμένη. Καθώς περιεργαζόταν τον κόμπο του σχοινιού που την κρατούσε κλειστή, έδεσε τα δάχτυλα των χεριών κι εκεί πάνω άφησε το σαγόνι να στηριχθεί. Έπειτα, το κεφάλι τραβήχτηκε πίσω, αφήνοντας ελεύθερα τα χέρια για να λύσουν τον κόμπο.

Η σακούλα άνοιξε όπως ανοίγει το τριαντάφυλλο, αναδύοντας όμως παράλληλα μια δυσωδία που θόλωνε την όψη. Έτσι λοιπόν ποτέ δεν έγινε γνωστό ποιο ήταν το τοπίο πίσω από τη σακούλα. Η βρώμα όμως είχε έναν τρόπο να αναδεικνύει το περιεχόμενό της.

Μέσα στη σακούλα βρισκόντουσαν ανθρώπινα μέλη: τέσσερις φτέρνες, δυο δεξιά χέρια, τα κομμάτια μιας καρδιάς, μια χαραγμένη κοτρόνα που έσταζε αίμα, ένα ομοίωμα του Θεού Πρίαπου,  μερικές λεπίδες, μια γουρουνοκεφαλή, ένα φτερό και μια πένα. Κτηνωδία…

Παρά τη μυρωδιά έσκαψε με το χέρι να δει τι άλλο κρυμμένο υπάρχει. Πράγματι, βρήκε μια γλώσσα που θα μπορούσε να προέρχεται από το κεφάλι του γουρουνιού, αλλά όχι, ανήκε σε άλλο κεφάλι. Βρήκε μαζί και χίλιες λέξεις με μαύρα μαντήλια. Η λέξη «περίμενε», προτού ξεψυχήσει με τις υπόλοιπες, ακούστηκε να λέει: «Ποτέ δεν φτάσαμε…».

Δεν φαντάστηκε, ούτε για μια στιγμή, πως ανοίγοντας αθώα το παράθυρο, θα έβρισκε τέτοιον πόνο. Ήταν, αλήθεια, ό,τι πιο δυστυχισμένο είχε ακούσει σε αυτή τη ζωή. Μέχρι και η μυρωδιά,  ενόχληση έμοιαζε αμελητέα. Να κλαίει με γόο άρχισε, μέχρι που λίμνη έγιναν τα δάκρυα. Έκλαψε κι άλλο τόσο που γέμισε φολίδες το δέρμα. Έτσι, σιγά σιγά κολύμπησε, ξανοίχτηκε· τότε ήταν που μπήκε στο τοπίο, έγινε θάλασσα.  Θυμάμαι, ήταν καλοκαίρι.

Νάνση Εξάρχου

Παράθυρα με θέα

Από το παράθυρο αντικριστά στο κρεβάτι μου βλέπω το φεγγάρι πάνω από τον τρούλο της Συναγωγής στη Φλωρεντία. Στη χάση, στη φέξη και στο γιόμα ρίχνει  το άσπρο φως της πάνω μου και εγώ με νανουρίζω τραγουδώντας το παλιό τραγούδι της Μίνας που λέγεται tintarella di luna,  δηλαδή υμνεί  το άσπρο χρώμα που παίρνει κάποια που κάνει φεγγαροθεραπεία. Δεν ξέρω αν κάνω  φεγγαροθεραπεία, χαίρομαι  πάντως να με χαϊδεύει η νυχτερινή επισκέπτρια που κάνει τον πράσινο τρούλο της Συναγωγής να λάμπει αρμονικά ανάμεσα στις  μυτερές κεραμιδένιες στέγες.

Ένα βράδυ ονειρεύτηκα πως το φεγγάρι είχε ωριμάσει και ήταν έτοιμο για συγκομιδή. Ακροπατώντας στο τελευταίο σκαλοπάτι μιας ξύλινης σκάλας ξεκρέμασα την μεγάλη μπάλα, την πέταξα βιαστικά στο χώμα, προτού παγώσουν τα χέρια μου απ’ το ψυχρό φως της. Δουλειά μου ήταν η συλλογή φεγγαρόφωτος που με αυτό βάφω τις πυγολαμπίδες για να στολίζουν τις νύχτες. Πυγολαμπίδες είδα για πρώτη φορά μια ζεστή καλοκαιρινή νύχτα, καθώς κατεβαίναμε με τον αγαπημένο μου από το Belvedere, στην Costa San Giorgio, δρόμο με  πανύψηλους τοίχους που προστατεύουν και κρύβουν μεγάλα αρχοντικά με όμορφους κήπους. Ξαφνικά, άρχισαν να τρυπούν το σκοτάδι μικρά χρυσά φωτάκια που αναβόσβηναν χορεύοντας στον ζεστό και υγρό αέρα της νύχτας. Περπατούσαμε κρατημένοι από το χέρι, χαρούμενοι, ευτυχισμένοι που ήμασταν μαζί στην όμορφη πόλη, που την είχα ερωτευτεί τόσο, όσο και τον εραστή που  είχα στο πλάι μου. Την ευτυχία μας φώτιζε ένα σύννεφο πυγολαμπίδες που μας ακολουθούσαν, καθώς κατεβαίναμε την Costa με κατεύθυνση το Ponte Vecchio. Ήταν εκείνο το καλοκαίρι που ο Ισραηλινός καλλιτέχνης Dani Caravan παρουσίαζε τη δουλειά του στο Belvedere. Μέρος εκείνης της έκθεσης ήταν και μια ακτίνα λέιζερ που ξεκινούσε από το καμπαναριό εκεί που δεσπόζει το ρολόι στην πρόσοψη του Belvedere και τραβούσε μια μπλε φωτεινή γραμμή (ή μήπως ήταν πράσινη;) μέσα στη νύχτα, γραμμή που περνούσε πάνω από το ποτάμι και  σταματούσε στον χρυσό σταυρό στην κορυφή του τρούλου του Brunelleschi, στο Duomo. Μαγική εικόνα που βλέπαμε κάθε βράδυ από το παράθυρο δίπλα στο κρεβάτι μας. Κρεβάτι που πάνω του ταξιδεύαμε τις ζεστές Φλωρεντινές νύχτες σε τόπους μακρινούς, εκεί που έξω απ’ το παράθυρο οι πυγολαμπίδες συναντούν τ´ άστρα του γαλαξία κι εμείς οι δυο γινόμαστε ένας.

Λένα Χ. Δημητριάδου

Στις ακτές της Κορνουάλλης

Ο Επιθεωρητής Ντάνιελ Σκοτ έστεκε αμίλητος να κοιτάζει τον παιδικό του φίλο. Ο Οδυσσέας Μπράουν είχε μάτια κλειστά και πρόσωπο ήρεμο αλλά ανέκφραστο, χωρίς εκείνο το οικείο χαμόγελο. Εκείνο το θριαμβευτικό και συνάμα σαρκαστικό χαμόγελο που του φώτιζε το πρόσωπο κάθε φορά που πετύχαινε κάτι.

 Όπως τότε παλιά, στις ακτές της βόρειας Κορνουάλλης. Τότε που ξαπλωμένοι στον πέτρινο θρόνο τους, διάβαζαν αστυνομικές ιστορίες σε συνέχειες στο London Mystery Magazine. Διάβαζαν δυνατά για να καλύψουν τα μουγκρητά της θάλασσας που σκόνταφτε με μανία στα βράχια κι όλο ζητούσε να τα γκρεμίσει, σαν πεισματάρικο παιδί που ξεσπά το θυμό του στον τοίχο με κλωτσιές. Κι ύστερα πάλευαν να βρουν τον ένοχο. Τις σπάνιες φορές που ο Οδυσσέας έκανε σωστή μαντεψιά, μιας κι ο Ντάνιελ φαινόταν να έχει περισσότερο ταλέντο ντεντέκτιβ, κραύγαζε σαρκαστικά: «Σου την έφερα Νταν,  φιλαράκο!». Κι ένα χαμόγελο θριάμβου φώτιζε το πρόσωπό του.    

 Πάνω σε ένα τραπέζι ήταν τοποθετημένα τα μοναδικά αντικείμενα που βρέθηκαν στις τσέπες του αυτόχειρα: ένα σύντομο ιδιόχειρο σημείωμα και μια μικρή δερμάτινη θήκη.  Στο σημείωμα ανέφερε απλά πως αποφάσισε να παραχωρήσει τον μάταιο τούτο κόσμο σε άλλους πιο μαζοχιστές από αυτόν και κατέληγε: «Αν έχετε την ευγενή καλοσύνη, παρακαλώ προσκαλέσετε τον Επιθεωρητή Ντάνιελ Σκοτ». «Το αιώνιο σαρκαστικό χιούμορ του Οδυσσέα», σκέφτηκε ο Επιθεωρητής.

Χαμογέλασε πικρά μόλις συνειδητοποίησε πως δεν θα ξανάβλεπε το φίλο του. Ο Οδυσσέας ερχόταν στις τακτές συναντήσεις τους κουβαλώντας το ύφος του πετυχημένου χρηματιστή του City. Μόνο μετά την τρίτη μπύρα χαλάρωνε κι άρχιζε να πειράζει τον Ντάνιελ. «Τι γίνεται Νταν, παλιόφιλε; Ακόμη να βρεις τους δολοφόνους»; «Είναι που δεν έχω εσένα βοηθό», περνούσε στην αντεπίθεση ο Επιθεωρητής. «Ξεχνάς, πως σου την έφερνα κι εγώ κάποιες φορές, Νταν, κι ας ήσουν εσύ το αστέρι», κοκορευόταν ο άλλος. «Τώρα το κεφάλι σου είναι γεμάτο αριθμούς», τον έκοβε ο Ντάνιελ ενοχλημένος. Ήταν κοινό μυστικό πως εκείνες οι ανεξιχνίαστες δολοφονίες αποτελούσαν την Αχίλλειο πτέρνα του.

Ο Επιθεωρητής άδειασε το περιεχόμενο της δερμάτινης θήκης κι έριξε μια αφηρημένη ματιά στα τρία αλλοπρόσαλλα αντικείμενα που εμφανίστηκαν. Για μια στιγμή. Ύστερα άνεμος μανιασμένος σηκώθηκε στον ψυχρό θάλαμο του νεκροτομείου κι η νεκρική σιγή κόπηκε από τα ουρλιαχτά του ωκεανού που ξερνούσε αφρούς μπύρας πάνω στα βράχια της Κορνουάλλης. Την ώρα που ο Ντάνιελ ισορροπούσε στο χείλος του γκρεμού, ο Οδυσσέας  ξαπλωμένος στον πέτρινο θρόνο ύψωσε στον αέρα ένα ποτήρι χαμογελώντας θριαμβευτικά. «Σου την έφερα Νταν, παλιόφιλε!», ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε πριν τον καταπιούν τα κύματα. Ο αιφνίδιος θάνατος του Επιθεωρητή αποδόθηκε σε ανακοπή λόγω συγκίνησης, απόλυτα δικαιολογημένης, εφόσον ο αυτόχειρας ήταν ο μοναδικός του φίλος. Οι παλάμες του Επιθεωρητή Ντάνιελ, σφιχτά κλειστές, έκρυψαν για πάντα το γυάλινο μάτι του επιχειρηματία Όσκαρ Μπάρτον που είχε μαχαιρωθεί μπροστά στο σπίτι του, το γαλάζιο κορδελάκι που έλειπε από το χέρι της μικρής Ελίζαμπεθ όταν βρέθηκε στραγγαλισμένη έξω από το σχολείο της, και το σκουλαρίκι που έσκισε το αυτί της φοιτήτριας Τζούντι Μόρτιμορ όση ώρα πάλευε για τη ζωή της στις όχθες του Τάμεση.

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου