Μαργαρίτα Αλευρίδη
Το μειδίαμα της μάνας μου
Η μάνα μου γεννήθηκε όμορφη κι όταν μέσα μου πέθανε πέθανε όμορφη. Οι φίλοι οι θείες κι οι γνωστοί λένε πως είμαι ίδια η μάνα μου. Μπορεί να το λένε από ευγένεια. Εκείνη κάθε φορά που το άκουγε αυτό μειδιούσε. Ούτε καμάρωνε ούτε τίποτα.
Το σπίτι μου είναι γεμάτο καθρέφτες. Γιατί κανένα ψεγάδι δεν ανέχομαι. Ο καθρέφτης της μάνας μου με δείχνει αλλιώς. Κάποιες φορές φοβάμαι πως αυτό το αλλιώς μπορεί και να είναι η πραγματικότητα. Μπορεί δηλαδή η μύτη μου να είναι τεράστια τα χείλη μου δυο λεπτές άθλιες περισπωμένες ή η λεκάνη μου στραβή και τα χέρια μου μακριά μέχρι το πάτωμα. Όταν δεν βλέπει κανείς στέκομαι μπροστά του και δοκιμάζω γκριμάτσες. Ζαρώνω τη μύτη κι ανοίγω το στόμα τόσο πολύ που πονούν οι αρθρώσεις μου ή τραβώ με τα δάχτυλα τις άκρες των χειλιών μου να γίνουν σαν του ψαριού. Μου αρέσει να το κάνω αυτό και μπορώ να το κάνω για ώρες. Εκείνη δεν έκανε ποτέ γκριμάτσες. Ούτε ιδιωτικά. Μόνο μορφασμούς έκανε. Οι γκριμάτσες έλεγε διαλύουν ακόμα και την παραμικρή πιθανότητα ομορφιάς.
Παρά τη στρωμένη αξία, πως γεννήθηκα δηλαδή ίδια η μάνα μου και πως αυτό από μόνο του φτάνει και περισσεύει, εγώ έπραξα σαν αυτό να μην υπήρχε. Σημαιοφόρος Νομική Αθηνών Διεθνές Δίκαιο Βρυξέλλες. Εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Δουλεύω πολύ αμείβομαι καλά. Φέρω ζωή ακόμα κι όταν δεν έχω έμπνευση. Οι περισσότερες δεν με ζηλεύουν για το Αριστεύειν και το Ευ, αλλά γιατί έκανα δυο καλούς γάμους και τους διέλυσα και τους δύο πάνω στο καλύτερο. Παιδιά δεν έκανα. Όχι επειδή δεν έτυχε ή εξαιτίας κάποιου οργανικού προβλήματος. Είχα αποφασίσει πως κάθε φορά που θα κακοφορμίζει ο έρωτας μέσα μου, θα πιάνω ένα κλειδί και θα γεμίζω τους τοίχους του σπιτιού μου ουλές, δεν θα γεννώ δεκανίκια.
Σκέφτομαι πως ίσως όλα να τα χρωστώ σ’ εκείνο το μειδίαμα της μάνας μου ή στο τι κοιτιέσαι με τις ώρες στους καθρέφτες που έλεγε. Δεν ρωτούσε. Αντί για ερωτηματικό αποσιωπητικά. Εγώ πάντα περίμενα να πει και κάτι ακόμα.
Ρεζίλι για χρόνια ολόκληρα να κουβαλώ στην καμπούρα μου λόγια που δεν έχουν ειπωθεί. Δέρμα κάτω από το δέρμα μου ώρες χρήσιμες που έγιναν άχρηστες. Μια μέρα μου καρφώθηκε στο κεφάλι μαζί με το καλημέρα στο γραφείο να κάνω μια από τις γκριμάτσες που κάνω μπροστά στον καθρέφτη της μάνας μου ελπίζοντας πως κάποιος θα με κοιτάξει αλλιώς πως κάτι άλλο θα δει σ’ εμένα κι ίσως μαζί μου γελάσει όπως γελώ εγώ. Αν όμως με κοιτάξει περίεργα ή ρωτήσει τι μου συμβαίνει, τότε για να ξεμπερδεύω θ’ αναγκαστώ να τα ρίξω όλα σε κάποια σπάνια ασθένεια που εξαιτίας της οι μύες του προσώπου μου συσπώνται ανεξέλεγκτα.
Όταν μέσα μου πέθανε η μάνα μου την είδα στον ύπνο μου το ίδιο εκείνο βράδι και τη ρώτησα γιατί δεν τελείωνε ποτέ τη φράση με τα αποσιωπητικά. Εκείνη τότε άρχισε να κάνει γκριμάτσες. Έβαλα κι εγώ τα δάχτυλα στις άκρες των χειλιών και τα τράβηξα να γίνουν σαν του ψαριού. Κι η μάνα μου είπε «τι κοιτιέσαι με τις ώρες στους καθρέφτες…όμορφη είσαι φτυστή εγώ ακόμα κι όταν παριστάνεις το ψάρι»