Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Μήνας της Γυναίκας | Άνθια Χριστοδούλου

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Άνθια Χριστοδούλου

Ο ΛΟΥΛΟΥΔΑΣ

Οι γόηδες του σχολείου ήταν τρεις. Ο Πάρις, ο Χαράλαμπος κι ο Σοφοκλής. Πότε ήμουνα ερωτευμένη με τον Πάρη, πότε με τον Χαράλαμπο. Ο Σοφοκλής παραήταν «σπασίκλας» για τα γούστα μου. Την εποχή εκείνη κατά τα διαλείμματα περνούσε απ’ το σχολείο ο λουλουδάς. Τον θυμάμαι σαν ένα ψηλό, λυγερόκορμο κύριο με μαύρα μαλλιά και μουστάκι που όταν χαμογελούσε τα μάτια του σχημάτιζαν μισοφέγγαρα. Τα παιδιά, όταν προλάβαιναν, έπαιρναν ένα μπουκέτο ζουμπούλια για τις μαμάδες τους. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Κρατούσα όμως μερικά για το μικρό βάζο που είχα στο κομοδίνο πλάι στο κρεβάτι μου. Το βράδυ η γλυκιά μυρωδιά τους εισέβαλλε στα όνειρά μου. Κάποτε ο Πάρις μύριζε ζουμπούλι. Κάποτε ζουμπούλι μύριζε ο Χαράλαμπος.

Τον λουλουδά, τον ίδιο εκείνο κύριο, τον έβλεπα να συχνάζει στις καφετέριες και στα φώτα της κεντρικής λεωφόρου για πολλά χρόνια. Τα μαλλιά και το μουστάκι του γκρίζα, τ’ άρωμα των λουλουδιών το ίδιο ζωηρό. Κάθε φορά μ’ αναγνώριζε και μου ’κανε εντύπωση. Κάποτε ένας Αλέξανδρος μου πήρε μια δέσμη ζουμπούλια καθώς πίναμε τον καφέ μας σε καφετέρια. Ο λουλουδάς μου έδωσε το μπουκέτο, πήρε τα χρήματα απ’ τον Αλέξανδρο, τον ευχαρίστησε και μου χαμογέλασε με τα ίδια μισοφέγγαρα στα μάτια.

Τον λουλουδά τον είδα ξανά πριν δύο χρόνια στα φανάρια της τροχαίας. Κοντός, γεματούτσικος, μ’ άσπρα μαλλιά κι άσπρο μουστάκι. Κουτσαίνοντας διέσχιζε τη νησίδα στη μέση του δρόμου και κοντοστεκόταν στα παράθυρα των αυτοκινήτων, με τα μπουκέτα του. Όσοι προλάβαιναν έπαιρναν μια δέσμη προτού ανάψει πράσινο. Μετά εκείνος επέστρεφε στη νησίδα, σ’ ένα μικρό σκαμνί, μέχρι ν’ ανάψει και πάλι κόκκινο. Τότε ήμουνα μ’ έναν Ανδρέα. Θέλησα να πάρω ένα μπουκέτο για το βάζο της κουζίνας. Πριν προλάβει να ζυγώσει ο λουλουδάς στο παράθυρό μου, άναψε πράσινο κι έτσι έχασα την ευκαιρία. Εκείνη ήταν κι η τελευταία φορά που τον είδα.

Έψαξα δεκάδες αρωματικά λουλούδια. Δεν έμεινε ανθοπωλείο, ούτε και φυτώριο ανεξερεύνητο. Και κανένα μα κανένα άρωμα λουλουδιού δεν είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Η μυρωδιά της γαρδένιας ήταν άτονη, τ’ άρωμα του γιασεμιού δεν είχε διάρκεια κι η ευωδία της λεβάντας μ’ ενοχλούσε. Κι ακόμη και των ζουμπουλιών η μοσχοβολιά δεν ήταν ίδια μ’ εκείνων του λουλουδά. Αργότερα ανακάλυψα τ’ άνθη των εσπεριδοειδών. Τα άνθη της λεμονιάς, αυτά μου έφερναν την περισσότερη ηδονή. Σιροπιαστά βεβαίως.

Κι όσο ο λουλουδάς παρέμενε άφαντος, καίγονταν οι γέφυρες, αφήνοντας τον Πάρη και τον Χαράλαμπο στο σχολείο των παιδικών μου χρόνων, τον Αλέξανδρο στις καφετέριες της εφηβείας μου και τον Ανδρέα στο Βερολίνο με την καινούρια του ερωμένη. Άοσμη κι ανέραστη ξέμεινα να ευφραίνομαι με τα γλυκά του κουταλιού. Μια στρουμπουλή κυρία πήρε τη θέση του λουλουδά στις καφετέριες και στα φώτα της κεντρικής λεωφόρου. Πουλάει γλυκά του κουταλιού, κυρίως ανθούς της λεμονιάς, σε βαζάκια. Κι ο λουλουδάς, αν ζούσε ακόμη, ίσως να μη με αναγνώριζε αν κάπου με συναντούσε.

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου