Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Μήνας της Γυναίκας | Χρύσα Φάντη

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Χρύσα Φάντη

Καταδίωξη

Α:  Είχε μπει για τα καλά η Άνοιξη αλλά ο καιρός δεν έλεγε να ζεστάνει. Ο δυνατός αέρας και η υγρασία έκαναν την παραμονή στην ύπαιθρο αποτρεπτική. Στο παντοπωλείο−μπυραρία−καφέ εκείνου του ορεσίβιου τόπου επικρατούσε συνωστισμός. Τα αρσενικά άλλο τρόπο δεν είχαν για να διασκεδάσουν την πλήξη τους, από τις φτηνές μαγκιές, το αλκοόλ και την πρέφα. Μόνη μέσα σ’ εκείνον τον χώρο, και με εκείνο το παράξενο ντύσιμο, έδινες την εντύπωση κάποιας μυστήριας ύπαρξης, που είχε από λάθος βρεθεί εκεί. Το είδωλό σου, η αύρα που εξέπεμπες, έφερνε περισσότερο σε αερικό.  

Γ: (Ήμουν νέα και ανυποψίαστη. Και το μέρος μικρό. Μερικά αγροτόσπιτα, πέντε έξι σοκάκια.)

Α:  Αναρωτήθηκα με ποιο τρόπο θα μπορούσα να σε πλησιάσω. Αν με μια κίνησή μου, μια χειραψία, μια έξυπνη πρόταση κατάφερνα να σε πείσω να με προσέξεις. Κρίνοντας από το ύφος σου, φοβήθηκα πως και να το επιχειρούσα δεν θα υπήρχε συνέχεια.

Γ: (Καμία συνέχεια. Σ’ το εγγυώμαι.)

Α:  Εκείνη την ώρα, η τσίκνα από τα μισοκαμμένα λουκάνικα, η μυρωδιά της μπύρας και οι καπνοί από τα τσιγάρα, που άναβαν και έσβηναν το ένα μετά το άλλο, είχαν κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Προσπάθησα να μαντέψω γιατί μια νεαρή γυναίκα, όπως του λόγου σου, είχε επιλέξει αυτόν τον απόμακρο οικισμό για τις διακοπές της. Υπέθεσα πως είχες έρθει για να περάσεις λίγες μέρες ήρεμα, να ξεφύγεις από τους θορύβους της πόλης. Από τον ιδιοκτήτη του καφενείου έμαθα πως σε έλεγαν Άρτεμη. Ερχόσουν εκεί τα απογεύματα για ένα ποτό. Έμενες στο ξενοδοχείο∙ το μοναδικό σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων.     

Γ: (Καθόμουν δίπλα στο παράθυρο και κοίταγα τα πουλιά. Κοιτούσα κάτι σταχτιά πουλιά που κουκούβιζαν πάνω στα σύρματα. Αναρωτιόμουν πώς κάνουν έρωτα τα πουλιά. Πώς αγαπιούνται οι άνθρωποι.)   

 Α:  Καθόσουν με την πλάτη γυρισμένη στο μαγαζί και το βλέμμα στραμμένο στο παράθυρο. Στο τόξο του προσώπου σου, έτσι όπως καθρεφτιζόταν πάνω στο τζάμι, υπήρχε μια θλίψη. Κάποια στιγμή, γύρισες και με κοίταξες. Με κοίταξες με έναν τρόπο… πώς να το πω… έναν τρόπο… σαν να με προκαλούσες. Πείστηκα πως εκείνο το βλέμμα δεν ήταν κάτι τυχαίο. Ήτανε ένα σιωπηλό κάλεσμα, μια εναγώνια επίκληση. Κάτι σαν ικεσία. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Μόλις σε είδα να βγαίνεις από το μαγαζί έτρεξα πίσω σου.  

Από εκείνη τη μέρα την έστησα στη σάλα υποδοχής του ξενοδοχείου. Καθόμουν εκεί ατέλειωτες ώρες όπως το άγαλμα, με το βλέμμα στην έξοδο. Αν κάποιος με κοιτούσε παράξενα, κρυβόμουν πίσω από ένα περιοδικό και προσποιούμουν πως διάβαζα. Στην πραγματικότητα έκανα σχέδια. Ονειρευόμουν πως βαδίζαμε πάνω σε ένα παλιό μονοπάτι στο δάσος. Εγώ προχωρούσα μπροστά για να καθαρίσω τον δρόμο από τις πέτρες, τα αγκάθια και τις τσουκνίδες. Κι εσύ μου παραδινόσουν μέσα σε ένα λιβάδι με παπαρούνες.

Μάρτυς μου ο Θεός. Ήθελα μόνο να σε γνωρίσω. Να σε αγγίξω στο πιο απόκρυφο μέρος σου. Στο πιο πονεμένο. Αυτό που κανέναν άλλο δεν θα άφηνα να το αγγίξει. Που κανένας δεν θα το άγγιζε. Για το χατίρι σου θα μπορούσα να υπερβώ κάθε όριο, να υποπέσω σε οποιοδήποτε ολίσθημα, να διαπράξω το πιο ειδεχθές έγκλημα χωρίς τύψεις και χωρίς καμιά διάθεση να μετανοήσω. Ήμουν ένας Αδάμ κι ήσουν η Εύα μου. Κι όσο εσύ δεν εμφανιζόσουν τόσο περισσότερο αγχωνόμουν.

Προσπαθούσα να φανταστώ τις κινήσεις σου, κατασκόπευα τις δραστηριότητες του προσωπικού, παρακολουθούσα την καμαριέρα να ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες κρατώντας τους δίσκους με τα γεύματα και, χωρίς να κρατώ ούτε τα προσχήματα, την ακολουθούσα. Την έβλεπα να αφήνει τον δίσκο που προοριζόταν για σένα έξω από την πόρτα του δωματίου σου, κι ύστερα, σκοντάφτοντας πάνω μου, να με κοιτά ερωτηματικά, σαν να λέει: «τι θέλει πάλι εδώ αυτός ο τρελός;» ─ με ένα ύφος γεμάτο περιφρόνηση. Ένα ύφος άγριο και μαζί φοβισμένο. Όταν πια είχα αρχίσει να απογοητεύομαι, σε είδα να βγαίνεις από το ασανσέρ με μια βαλίτσα. Εκείνη την ώρα στη ρεσεψιόν δεν υπήρχε κανείς. Πετάχτηκα από τη θέση μου, πρόθυμος να σε απαλλάξω από το βάρος. Μα να σας βοηθήσω, επέμενα. Όμως εσύ με κοίταξες έντρομη, σαν να είχες να κάνεις με διεστραμμένο. Έριξες πάνω μου τη βαλίτσα και όρμησες προς την έξοδο.

Έτρεχες τώρα με όλη σου τη δύναμη. Σκόνταφτες, έπεφτες, σηκωνόσουν και πάλι έπεφτες, έπαιρνες σβάρνα τους βράχους και τους γκρεμούς, μέχρι που χάθηκες μέσα στο δάσος. Να με είχες φτύσει κατάμουτρα, έτσι ταπεινωμένος δεν θα ένιωθα. Άλλο τίποτα δεν θυμάμαι. Νύχτωσε, κι ύστερα ξημέρωσε, κι ύστερα πάλι νύχτωσε. Ο φόβος, η πείνα, η δίψα, με θέρισαν. Έγλειφα τις σταγόνες της βροχής από τις γούρνες των βράχων κι έχωνα στο στόμα μου ότι έβρισκα. Σκουλήκια, μυρμήγκια, νερόφιδα. Την τέταρτη μέρα έπεσα πάνω σ’ αυτούς που σε έψαχναν. Άκουσα τα σκυλιά τους που γαύγιζαν μανιασμένα. Έρποντας, άρχισα κι εγώ να ουρλιάζω σαν παρανοϊκός. Ήμουν ένας Αδάμ που είχε χάσει την Εύα του.

Γ:  (Με βρήκαν λίγο πριν να με μαγαρίσουν τα όρνεα. Η γύρη είχε κολλήσει στη σάρκα μου κι η λάσπη είχε καλύψει το πρόσωπό μου. Ήμουν νέα. Nέα και ανυποψίαστη.)  

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου