Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Μήνας της Γυναίκας | Ιφιγένεια Σιαφάκα

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Ιφιγένεια Σιαφάκα

Το λουρί

Τα πέλματα της τετράχρονης Λουκίας, μικρές ζουμερές αλλά τρεμάμενες ρώγες σταφυλιού, θα μπορούσαν να την γκρεμίσουν στο τσιμέντο, καθώς παραπατούσε απλώνοντας τα χεράκια στο κενό, με τον μικρό της δείχτη να προσπαθεί μάταια ν’ αγγίξει μιαν απόκοσμη φιγούρα. Το φλογερό μάτι ενός κρεμαστού καντηλιού, μέσα στο σκοτάδι, της θύμιζε κάποιον κρυμμένο καλικάντζαρο, καθώς η μακρόστενη σκιά του με τη μεγάλη μπάκα ριχνόταν στον απέναντι τοίχο, και κινούνταν ρυθμικά. Απ’ την καταπακτή σερνόταν το μούγκρισμα της θάλασσας, ενός πληγωμένου κήτους που τέλειωνε άδοξα τη μοναξιά του στους κοφτερούς βράχους, έξω από το σπίτι, ενώ ο ρόγχος των μποφόρ ξεσπούσε ανηλεής στα ξύλινα παντζούρια, πλάι σε μια ζωγραφιά Βρεφοκρατούσας κι ένα κρεμαστό τσίγκινο βάζο με ροζ και κίτρινα τριαντάφυλλα – ένα σκηνικό που μισοέσβηνε στα μάτια της Λουκίας, ανάλογα με την κίνηση του καντηλιού. Όταν έπεφτε φως, τα πρόσωπα της ζωγραφιάς έρχονταν προς το μέρος της, ανοίγοντας απειλητικά το στόμα κι εκφέροντας λόγια ακατανόητα, αλλά εκείνη προσπαθούσε να τα κατευνάσει μ’ ένα κακαριστό, σπασμωδικό γελάκι, και με τη λέξη «κλόουν», που έφτυνε σχεδόν σε μια προσπάθεια να κρατήσει σταθερό τον ήχο της φωνής της, να απειλήσει ίσως, με τη μαμά προχθές είδαμε τον κλόουν· ύστερα ριχνόταν σ’ ένα πηγάδι με νερομπογιές και καραμέλες. Όταν δεν έβλεπε πλέον τίποτε, σχεδόν πάγωνε στη θέση της, κι έβγαζε έναν πνιχτό ήχο που λες και στράγγιζε στο λαρύγγι φευγαλέες και ανάμεικτες εντυπώσεις – αυτή την ηδονική, έγχρωμη έκπληξη του αφελούς μαζί μ’ εκείνον τον τεμπέλη τρόμο, που όφειλε οπωσδήποτε να καλυφθεί, εξαιτίας ενός επιπλέον τρόμου αν αποκαλυφθεί ο τρόμος, ο μπαμπάς θα με μαλώσει.

Σ’ αυτό το μεσοδιάστημα της ακραιφνούς σιωπής, όπου ο χρόνος καταβρόχθιζε τις αισθήσεις και κρυβόταν, ξεσπούσαν και κάποιοι γδούποι (ανώριμοι στην αρχή, πιο συμπαγείς αργότερα), που εναλλάσσονταν με τον ρυθμικό κρότο που άφηναν τα ξύλινα παντζούρια. Η Λουκία σκέφτηκε πως τα καινούργια χτυπήματα ήταν οπωσδήποτε οι βρώμικες πατημασιές του καλικάντζαρου, που έκαναν θόρυβο στους τοίχους, κι άκουσε και κοφτερά γρυλίσματα και μουγκρητά, και τότε είδε το στόμα του να μετατρέπεται σε μια μεγάλη πυρκαγιά, και θέλησε να τρέξει στο δωμάτιο της μαμάς, που θα της έλεγε ένα παραμύθι. Άραγε, θα τη μάλωνε ή όχι ο μπαμπάς; Μια δύναμη ανυπέρβλητη εκτόξευσε σχεδόν το μικροσκοπικό της στέρνο, αλλά πολύ σύντομα, ύστερα από δυο τρία βήματα, αισθάνθηκε παγιδευμένη. Η μέση της στραγγαλιζόταν από ένα δερμάτινο λουρί δεμένο σε μια σιδερένια λαβή στο δάπεδο, επάνω στο σκέπασμα μιας σκάλας που οδηγούσε στο κατώι. Ο αιχμηρός πόνος στα σπλάχνα τής έφερε ένα ξινό υγρό στο στόμα και τη μύτη, ενώ ένας ζεστός πίδακας κύλησε ανεξέλεγκτα στα γυμνά της ποδαράκια, που πλέον δεν καλοστέκονταν στη θέση τους, α… αχ… τσίσα στο βρακί μου, θα με δείρουν!

Ένα σπαρακτικό κλάμα που γινόταν ουρλιαχτό, καθώς το κοριτσάκι στροβιλιζόταν τώρα γύρω απ’ το λουρί του, χωνόταν μέσα σε γδούπους και στριγκλιές και στους ανάλγητους συριγμούς του ανέμου, που γάζωναν με ολοένα μεγαλύτερη μανία τη νύχτα και τα μυστικά της, η μαμά πονάει· ο μπαμπάς πονάει; Στη ζωγραφιά, τα στόματα ανοιγόκλειναν βουβά· ξέβραζαν μια μαύρη θάλασσα πηχτή κι έναν καυτό κόκκινο χυλό, κι εκτόξευαν αιχμηρά βότσαλα και αστερίες στο κορμάκι της Λουκίας· ο καλικάτζαρος είχε ξαπλωθεί πλέον, με όλο του το σώμα, στο δωμάτιο· η φωνή του, ένα στριγκό χωνί, έφερνε θρυμματισμένα κοχύλια στ’ αυτάκια της Λουκίας, ενώ το λουρί μπλεκόταν στον λαιμό του κοριτσιού, καθώς πλέον είχε βρεθεί στο δάπεδο και προσπαθούσε να ξεφύγει. Σε μιαν άπελπι κίνησή της, ακούστηκε ένα τρίξιμο σαν να ’σπαγε σαθρό ξύλο σε κομμάτια, έπειτα μια βαριά μυρωδιάς μούχλας και σάπιου χώθηκε στο δωμάτιο, και το φλογερό μάτι απ’ το καντήλι άναψε ξαφνικά, κι έγινε φως, και η Λουκία, προτού βρεθεί κρεμασμένη στο κατώι, πρόλαβε να δει ένα λευκό βαρύ σεντόνι, γεμάτο αίματα και πέτρες, και τον καλικάντζαρο μαζί, που ο μπαμπάς, ξυπόλητος, γυμνός, γεμάτος αίματα σέρνει να τον πετάξει στα σκουπίδια, έξω από το σπίτι. Σίγουρα, να μας σώσει. 

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου