Scroll Top

Σύγχρονες Μικροδιηγήσεις της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου | Μήνας της Γυναίκας | Κατερίνα Παναγιωτοπούλου

Υπεύθυνη στήλης | Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Όσο μικρότερος μπορεί να είναι ο  αφηγηματικός χρόνος τόσο μεγαλύτερος μπορεί να γίνει ο αφηγηματικός τόπος. Ισχύει και το αντίστροφο.

Είναι μαγικός ο τόπος ο πεζογραφικός. Άλλοτε ρεαλιστικός, άλλοτε μαγικά ρεαλιστικός, συχνά σουρεαλιστικός και τελευταία αρκετά νεοτερικός. Χωράει συναισθήματα που κορυφώνονται, αξιόλογες δυναμικές περιγραφές αυτού και του έξω κόσμου, παράδοξες εμπειρίες, φανταστικά διλήματα. Στο διήγημα μπορεί να κυριαρχήσει και η έντονη τάση για εσωτερίκευση του ατόμου. Οι μικρές και οι μεγάλες χαρές της μικρής και της μεγάλης φόρμας.

Κάθε 15 ημέρες θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν τη στήλη δύο έως τρία διηγήματα σύγχρονων και νεοεμφανιζόμενων συγγραφέων.

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου

Εκ της γυναικός

ΓΥΝΑΙΚΑ  Ι

Μία μεγάλη γυναίκα καθαρίζει χόρτα με την πλάτη στον ήλιο. Της αρέσει να την αγκαλιάζει η ζεστασιά του. Ανακουφίζει τους πόνους από τα βάρη που κουβαλάει. Το μαχαίρι σέρνεται και γδέρνει το δάχτυλο μέχρι να φτάσει σε κοτσάνι τρυφερό. Αφού πεθύμησε ο άνδρας της λάχανα, ως το βράδυ που θα γυρίσει από την ταβέρνα, θα είναι βρασμένα και σερβιρισμένα στο τραπέζι. Χρόνια κόβεται, ματώνει, σκληραίνει το σημείο και ως τα γεράματα θα δείχνει ίδιο κόκκαλο.

Να σε διατάξω να μάθεις, να ξέρεις μετά, λέει σε ανύποπτο χρόνο στην κόρη της. Η διάτα δεν έβλαψε κανέναν. Θα τα βρεις μπροστά σου σα θα παντρευτείς. Ποιος θα σε πάρει ανοικοκύρευτη; Εκείνη τα βρήκε, τα κατάπιε, τα τίμησε και τα μετέδωσε χωρίς να τα καταλάβει. Έτσι ήταν η κοινωνία τότε. Ο άντρας να νυμφεύεται (να αποκτά νύμφη) και η ζωή του να μεταφέρεται ομαλά, από γυναίκα σε γυναίκα, που φροντίζουν το σπιτικό του. Όλα τακτοποιημένα. Η γυναίκα να υπανδρεύεται, να φεύγει από την κηδεμονία του πατέρα της και να παίρνει νέα θέση, υπό τον άνδρα αυτή φορά. Αν ο άντρας της έχει την ίδια λογική, η ζωή της θα πάει κατά διαόλου. Στην καλύτερη περίπτωση θα φροντίσει να οδηγήσει την κόρη της στην ελευθερία της οικονομικής ανεξαρτησίας. Αν αναγνωρίσει και αποδεχτεί έγκαιρα τη δική της αποτυχία.

Όσα χρόνια κι αν περάσουν δε θα σκεφτεί διαφορετικά, δε θ’ αλλάξει. Όταν ο άντρας της πεθαίνει υπηρετεί τον γιο, τα εγγόνια, την κόρη, τον γαμπρό, τη νύφη. Έτσι πάει. Υπάρχει ιεραρχία. Έτσι είναι μέσα της γραμμένο κι έτσι αγαπάει, σιωπηλά. Αρκεί να περνούν τα παιδιά της καλά, και χατίρι του βασιλικού ας ποτίζεται και η γλάστρα. Όλα από τα χέρια της περνάνε, φύλλα για πίτες, ντολμάδες και γλυκά του κουταλιού. Έμαθε ν’ αντέχει, για κάποιο χρονικό διάστημα, την πόλη όταν το ζήτησαν τα παιδιά της. Κατάφερε να φτιάχνει κρέπες όταν τη παρακάλεσαν τα εγγόνια της. Διδάχτηκε να προσφέρει παραπάνω από τις αντοχές της και να πετάει τη ζωή της, μαζί με τα σκουπίδια, τη νύχτα στον κάδο. Αρκέστηκε να εκτονώνεται στο περιβολάκι, κληρονομιά από τη μάνα της. Να περιμένει τις βροντές και τις αστραπές για να ουρλιάξει τον καημό της κι ύστερα να τον αφήνει να κυλάει μαζί με το νερό στη γη.

Κι επειδή τη νοιάζει η εικόνα της οικογένειας, να διατηρεί την ψυχραιμία της και να δείχνει μια συντηρητική ευτυχία στην κλειστή κοινωνία.

ΓΥΝΑΙΚΑ  ΙΙ

Μία νέα γυναίκα είναι ξαπλωμένη στον καναπέ, ανάμεσα σε πολλά μαξιλάρια. Έχει κλειστά τα μάτια της και στο κεφάλι ένα μαντήλι σφιχτά δεμένο. Ο κόμπος του ακριβώς πάνω στο τρίτο μάτι. Έχει πονοκέφαλο. Δεν το ανακοινώνει από τότε που η μάνα της την είπε υστερική. Κρατάει τα παραθυρόφυλλα κλειστά και τα τζάμια σφραγισμένα. Οι φωνές των παιδιών από το απέναντι σχολείο την τρελαίνουν. Το ίδιο κι ο θόρυβος των διερχομένων αυτοκινήτων. Την προηγούμενη εβδομάδα έκανε παρατήρηση στον παλιατζή, που διαλαλούσε τις εξυπηρετήσεις του κάτω από το παράθυρό της.

Στο γραφείο, οι καθημερινοί θόρυβοι, όπως οι δυνατές τηλεφωνικές συνομιλίες, το άτσαλο κλείσιμο μιας πόρτας ή το χτύπημα των χεριών στο πληκτρολόγιο, τη θυμώνουν. Προσπαθεί να συγκεντρωθεί στις υπογραφές των εγγράφων, αδυνατώντας ν’ αντέξει την αμηχανία του κλητήρα. Ο ήχος από το μάσημα, ή το πνιχτό σκάσιμο της τσιχλόφουσκας, τη βγάζει από τα ρούχα της. Το ίδιο την ενοχλούν και οι άνθρωποι που ρουφούν ή μασούν άτσαλα το φαγητό τους. Από μικρό παιδί έκανε παρατηρήσεις στα μικρότερα αδέλφια της να σταματούν τους θορύβους και τα πειράγματα κι όταν δεν κατάφερνε να τα συμμορφώσει γινόταν κατακόκκινη και τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα. Ήταν δυστυχισμένη κι ένοιωθε ένοχη επειδή τα μισούσε γι’ αυτή τη συμπεριφορά τους. Μιλούσε άσχημα στη μητέρα της αν δεν ήταν σε θέση να τα ηρεμίσει και ήθελε να φύγει μακριά. Μίσησε ακόμα και το παιδί που γέννησε από «μοιραίο λάθος», γιατί βρέθηκε σε προχωρημένη εγκυμοσύνη χωρίς να το καταλάβει.

Πολλά χρόνια αργότερα, ανακάλυψε πως η συμπεριφορά της οφειλόταν σε μια πραγματική νευρολογική αναπηρία, στην ουσία μία σημαντική διαταραχή. Έκλαιγε με λυγμούς όταν έμαθε ότι δεν ήταν απλώς ένας κακός χαρακτήρας, με έντονες και δυσάρεστες ιδιοτροπίες, που κοιτούσε τους ανθρώπους με μάτια γεμάτα μίσος, όπως την έβλεπε η οικογένειά της. Ούτε ήταν μια σκύλα τσούλα, που παράτησε το βρέφος της στα πρώτα σκαλοπάτια που βρήκε μπροστά της, αποφασίζοντας να μην κάνει ποτέ οικογένεια. Έπασχε από μια πραγματικά απομονωτική διαταραχή, τη μισοφωνία, που την έκανε να χάνει πρώτα τον έλεγχο των ποδιών της και στη συνέχεια όλου του σώματός της, χωρίς να μπορεί να φωνάξει «Βοήθεια».

Εν κατακλείδι, αυτές οι δύο γυναίκες έζησαν παράλληλες ζωές, χωρίς καμία να μάθει την ύπαρξη της άλλης. Και αυτό δεν θα είχε καμία σημασία αν δεν ήταν γραφτό η πρώτη να μην γνωρίσει ποτέ ποια ήταν η δεύτερη και η δεύτερη ν’ αγνοεί για πάντα ότι η πρώτη μάζεψε το παιδί που πέταξε και το μεγάλωσε μαζί με το εγγόνι της, χαρίζοντάς του το δικαίωμα στη ζωή. Καθώς «εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα» αλλά και «δια γυναικός πηγάζει τα κρείττω»

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου