Μαρία Καντ (Καντωνίδου)
Τούτο εστί το σώμα μου
Ανήμερα των μ.χ. γενεθλίων μου στάθηκα μπροστά σε ένα καθρέφτη και τον κοίταξα. Ταυτόχρονα του επέτρεψα να με κοιτάξει και αυτός – φύλλο συκής ομήλικο στα σκέλια μου κανένα, του δήλωσα εκ του πλησίον και αυτό τον άχνισε τόσο όσο κανένα ερανιστή ή εραστή μου. Η βλεμματική σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ μας στη συνέχεια αποδείχτηκε ισχυρή, τείνω να πω ισχυροτάτη. Προηγήθηκαν 7 συνολικά διακριτές σκηνές, για τις οποίες παραθέτω επιτελεστικές σημειώσεις σε χαρτί κατριγέ προς επίρρωση, παραπομπή ή και τακτική επανάληψη:
[Εν είδει κρουστού προοιμίου]
Πόθησέ με, του είπα, να με ποθήσω και εγώ. Τελευταία ο Αδάμ και ο Άνταμ είναι όλο υπεκφυγές. Κοιμάται με τα ρούχα του και με ακουμπάει τυχαία. Πού και πού χώνει το χέρι του στο εμπριμέ νυχτικό μου και μου ψαύει οριακά το εσώρουχο. Είναι φορές που ποθεί να ψαχουλέψω και εγώ το δικό του. […] Καθόλου τυχαίος καθρέφτης. Ποτέ δεν θα επέτρεπα σε ένα τυχαίο καθρέφτη να με δει, πόσο μάλλον να με κοιτάξει. Ούτε καν σε μια γυάλινη βιτρίνα γκουρμέ στη Μεσοποταμία. Δεν ξέρω πώς βρέθηκα σε αυτό το
[σκηνή 1: ποθητό ή ποθούμενο]
άθλιο δίλημμα πόθου. Ο μεσαίου μεγέθους καθρέφτης Philip Stark στο δωμάτιο ύπνου με τα εμπριμέ και τα λοιπά παραδείσια είχε εξ αρχής απορριφθεί λόγω θέσης. Η συρταριέρα από λευκή λάκα κατά μήκος του θα καθιστούσε αδύνατη τη στενή σωματική επαφή που εγώ επιζητούσα. Ο καθρέφτης του μπάνιου, λόγω ατμών και άλλων συμβάντων (πώς ένα συμβάν παραμένει συμβάν σε χαρτί καρτιγέ; συνήθιζε να λέει μετά από την κάθε εκεί μέσα συνεύρεση), δεν θα επέτρεπε την απαιτούμενη ευκρίνεια. Η επιλογή έγινε, ως έπρεπε, με περισσή περίσκεψη και διά της τόπου και ατόπου
[σκηνή 2: εν χρόνω ή τόπω]
απαγωγής. Ο καθρέφτης στον οποίο εντέλει κατέληξα, ανήμερα των μ.χ. γενεθλίων μου, κρεμόταν στο κάθετο δοκάρι που είχε αφεθεί να προεξέχει στον ενιαίο χώρο κουζίνας-καθιστικού, μετά από δικές μου στυλιστικές παρεμβάσεις. Ψηλός και στενός (πάντα μου άρεσαν οι ψηλόλιγνοι άντρες) και με μαύρη κορνίζα, έγραφε όμορφα. Έως αυτάρεσκα. Η διαπίστωση αυτή μεγάλωνε την επιθυμία μου να βρεθώ μέσα και διά μέσου του. Ήδη από τη Μεσοποταμία. Όχι, όμως, έτσι απλά. Όχι χωρίς μια νύξη δράματος, ήταν, άλλωστε, η γενέθλια μέρα μου και
[σκηνή 3: γυμνό ή ντυμένο]
είμασταν μόνοι. Κατεβάζω στο λάπτοπ το Bella by the Barlight του Lurie, τραβάω κουρτίνες και στόρια να μη διεγείρω τους γείτονες και αρχίζω να αφαιρώ από πάνω μου μπροστά του τα πάντα. Το μποξεράκι μου όχι. Μαύρο και αυτό, με φίνα δαντέλα στα τελειώματα, δένει με την κορνίζα του εξαιρετικά. Ένα σώμα ντυμένο, ωστόσο, έστω και μερικώς ποτέ δεν ξέρει ποια μέρη του υπάρχουν αυθύπαρκτα και ποια μέσα από τα ρούχα που το κρύβουν ή, ακόμα, μέσα από τα σώματα που το έχουν αγγίξει. Γυμνά ή ντυμένα ή επί μέρους μαβιά. Η σκέψη αυτή
[σκηνή 4: αρμός ή ραφή]
μού αποσυντονίζει μύες και τένοντες και μου σηκώνει τα χέρια στο ύψος των ώμων, όχι τόσο κολακευτική εικόνα, συνειδητοποιώ, τα αφήνω να πέσουν νωχελικά προς τα κάτω και ακουμπώ τους γοφούς μου με νάζι, κωμικό και κάπως παρωχημένο, συνειδητοποιώ, ανοίγω τα πόδια διάπλατα και προς τη στιγμή μου θυμίζω τον Βιτρουβιανό του Ντα Βίντσι, μόνο που εγώ είμαι απλά η γυναίκα που είμαι, συνειδητοποιώ. Τα ξανακλείνω και αναπηδώ με το ένα πόδι στα πλακάκια, χάνει όποιος πατήσει τη γραμμή, όποιος πατήσει τη γραμμή χάνει και σχίζεται, ακούγονται οι φωνές από τον παιδότοπο, το πάτωμα γεμάτο αρμούς. Αποφασίζω να αλλάξω οπτική, προοπτική και
[σκηνή 5: δικό μου ή άλλου]
κινησιολογία. Ενόσω κοιταζόμαστε, ρουφάω την κοιλιά μου και μετακινούμαι αγωνιωδώς προς τα δεξιά, ώστε ή κορνίζα να με κόψει καθέτως στη μέση. Ακούγεται cut και απομένω μισή – μισό πρόσωπο, μισό στέρνο, μισή μήτρα, μισό μαύρο εσώρουχο – το ακουμπώ με το χέρι της πλευράς μου που λείπει, έτσι που μπαίνει αυθαίρετα στο πλάνο, μοιάζει σαν άλλου και αυτό εμένα με εξιτάρει κατά το ήμισυ. Επιστρέφω στο
[σκηνή 6: ύβρις ή κάθαρσις]
κέντρο από όπου χωρίς καμμιά καθυστέρηση ή ολιγωρία, μετακινούμαι αριστερά για να επαναλάβω το δρώμενο. Είναι η στιγμή που πατώ τον αρμό κατά λάθος – είχε δίκιο η μάνα μου, οι ανοιχτόχρωμοι αρμοί λερώνουν πιο εύκολα. Διορθώνω το λάθος αμέσως και πλησιάζω τον καθρέφτη κοντύτερα. Ο καθρέφτης γεμίζει με άχνα. Παίρνω τον στηθόδεσμο από το πάτωμα και επιχειρώ να
[σκηνή 7: γέννα ή γέννημα]
τον καθαρίσω. Η μπανέλα αφήνει γραμμές και εγώ έχω ήδη αρχίσει να φεύγω. Μια μέρα θα ξυπνήσεις γριά ή παιδούλα, τον ακούω να λέει. Ποιος είπε ότι θα πάω για ύπνο; με ακούω να λέω. Του ρίχνω μια τελευταία ματιά, υπογράφω το χαρτί καρτιγέ στο γραφείο, ανοίγω το παράθυρο και κάθομαι στο περβάζι γυμνή με το σώμα μου όλο. Από τον δρόμο περνούν νταλίκες που μεταφέρουν καθρέφτες.