Δαμιανός Αγραβαράς
Ψαράκια
Το παθαίνω συχνά, έτσι, στα καλά καθούμενα. Πότε ματώνουν τα χείλη, πότε τα ούλα, πότε η μύτη μου. Εσύ είσαι φρέσκος και δεν ξέρεις. Μη δίνεις σημασία, κάνε πως δεν το βλέπεις και ποτέ και για κανένα λόγο μην σταματήσεις να με βοηθήσεις. Αν κάνεις το λάθος και βγεις από τον κύκλο θα σε πλακώσουν στο ξύλο. Δεν αστειεύονται δαύτοι. Εσύ πρέπει να συνεχίσεις να περπατάς ό,τι κι αν γίνει μέχρι να ακούσεις το σφύριγμα του βαρέλα του επόπτη. Τυχερός είσαι που σε έβαλαν στον κύκλο μας, θα μπορούσες να καταλήξεις να σπας πέτρες στο νταμάρι ή να ξεβουλώνεις βόθρους. Εμείς κάνουμε το πιο απλό πράμα. Ένας πίσω από τον άλλον, πας το δεξί πόδι μπροστά, μετά φέρνεις και το αριστερό. Παιχνιδάκι σου λέω, το πρώτο πράγμα που σου μαθαίνουν οι γονείς σου. Πλέον το κάνεις αυτόματα όπως ανασαίνεις ή ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου. Αυτό να σκέφτεσαι και για τον κύκλο μας. Ανάσα και βήμα, σαν χορός. Να ξέρεις, θα γεμίσουν φουσκάλες οι πατούσες σου, αλλά δε βαριέσαι. Απαγορεύεται να τις σπάσεις. Τις πρώτες μέρες, όταν ήμουν ψάρακας σαν εσένα, καθόμουν στην κουκέτα τα βράδια και τις σκάλιζα για να περάσει η ώρα. Μόνο χειρότερα γίνανε τα ποδάρια μου. Πάταγα και ένιωθα λες και μου έμπηγαν καρφιά και με τρυπάγανε. Άμα ήθελα τέτοια βασανιστήρια αντιμίλαγα σε κάνα φύλακα, δεν ήταν ανάγκη να το κάνω ο ίδιος στον εαυτό μου. Για αυτό σου λέω, εσύ τις φουσκάλες να τις αφήνεις στην ησυχία τους. Θα τον συνηθίσεις τον πόνο. Όλα συνηθίζονται εδώ. Μόνο η πείνα δεν συνηθίζεται. Με το ξεροκόμματο και τις ελιές πόσο να χορτάσει κανείς; Η κοιλιά μου βρυχάται όλη την ώρα και οι άλλοι με κοιτάνε με μισό μάτι. «Λες κι εσείς δεν βγάζετε κανέναν ήχο» έτσι θέλω να τους φωνάξω αλλά κιοτεύω.
Μερικοί κάνουν περισσότερη φασαρία από άλλους. Ο μονόχειρας μας κρατά ξύπνιους τα βράδια. Δεν έχει σταματήσει να κλαίει από τότε που υπέγραψε τη δήλωση. Ο ψηλέας του πρότεινε να βουλιάζει τη μούρη του στο μαξιλάρι για να μην αντηχεί σε όλο το θάλαμο. Όλα τα ξέρει ο ψηλέας, είναι ο πιο παλιός εδώ. Πάντα να τον χαιρετάς όταν τον βλέπεις και δεν θα σε πειράξει. Μόνο να προσέξεις μην τυχόν και τον πατήσεις έτσι όπως περπατάμε. Παλιά ήταν μπροστά μου στον κύκλο και τα πηγαίναμε καλά. Αλλά ο διάολος έχει πολλά ποδάρια και μπλέχτηκε και στα δικά μου. Μια μέρα πάτησα το πίσω μέρος της αρβύλας του, παραπάτησε, έπεσε κάτω και χάλασε τον κύκλο. Οι φύλακες άρχισαν να τον κλωτσάνε στην κοιλιά, στα πόδια, στα μπράτσα. Τον σάπισαν τα βρωμόσκυλα. Μόλις τελείωσαν μαζί του, επέστρεψε στη θέση του και άρχισε να περπατά ξανά. Κούτσαινε μα δεν τόλμησε να σταματήσει. Δεν μου μίλησε. Μόνο με κοίταξε, ίσια μέσα στα μάτια και κατάλαβα. Το βράδυ ήρθε στο κρεβάτι μου πριν σβήσουν τα φώτα, με σήκωσε από τα ρούχα και μου ΄ρίξε μια κουτουλιά και μια γροθιά, μου βούλωσε το αριστερό μάτι. Άχνα δεν έβγαλα. Καλά μου έκανε. Δεν έπρεπε να χαζεύω τη μάντρα. Βλέπεις, έσπαγα το κεφάλι μου να βρω το χρώμα που παίρνουν το σούρουπο οι πέτρες του τοίχου. Κανονικά έπρεπε να ροδίζουν, έστω να πορτοκαλίζουν. Αλλά αυτές είναι άλλο πράγμα, πρασινίζουν. Παίρνουν ένα χρώμα, σμαραγδί. Σμαραγδί. Ωραία λέξη, δεν συμφωνείς; Λίγες μέρες πριν πετάξουν το Μανώλη στην απομόνωση τον ρώτησα τι σημαίνει και μου απάντησε πως είναι κάτι κοτρόνες, κάνουν ένα κάρο λεφτά και τις φοράνε για κοσμήματα οι σημαντικές κυρίες των σημαντικών κυρίων. Εγώ τις μόνες πέτρες που γνώρισα καλά ήταν κάτι πλακουτσωτά βότσαλα. Όταν ήμουν παιδί στο νησί, μου άρεσε να ψάχνω στην παραλία για τέτοια βότσαλα για να κάνω ψαράκια. Τα ξέρεις τα ψαράκια; Κάθε μέρα κάναμε διαγωνισμό με τα φιλαράκια μου ποιανού το ψαράκι θα τσαλαβουτήσει περισσότερες φορές πάνω στο κύμα για να φτάσει πιο μακριά. Δεν είναι καθόλου απλό όπως ακούγεται. Ήθελε τέχνη το πέταγμα. Έφευγε από το χέρι μου το βότσαλο, αναπηδούσε πάνω στο νερό και μετά από λίγο βούλιαζε. Τα περισσότερα πηδήματα που είχα καταφέρει να κάνω με το ίδιο βότσαλο ήταν εννιά. Το φαντάζεσαι; Εννιά πηδηματάκια. Κανείς άλλος δεν έκανε περισσότερα από εννιά.
Τι δεν θα έδινα να ξαναπάω στο νησί μου. Θα μου πεις κι εδώ νησί δεν είναι; Αλλά δεν είναι καθόλου το ίδιο. Εδώ όλο τοίχοι, κάγκελα, συρματοπλέγματα, φύλακες ξεφυσάνε στο σβέρκο σου και σε σφαλιαρίζουν με την πρώτη ευκαιρία. Άσε και το άλλο. Εδώ ο ήλιος ζεματά πιο πολύ από οπουδήποτε αλλού. Θα το καταλάβεις σε λίγες μέρες, βράζει το χώμα κι ούτε ένα δέντρο δεν υπάρχει να γλιτώσεις για λίγο στην σκιά του. Παντού ξεραΐλα κι εμείς να χορεύουμε για ώρες ολόκληρες ο ένας πίσω από τον άλλο χωρίς να βγάζουμε άχνα. Μεταξύ μας, καμιά φορά θέλω να σταματήσω αυτό το γύρω γύρω, να ξεφύγω από τον κύκλο, να πηδήξω τη μάντρα και να κατέβω ίσα με τη θάλασσα. Μόλις φτάσω στην παραλία θα ψάξω για κάποιο πλακουτσωτό βότσαλο. Πρέπει να υπάρχουνε κι εδώ. Σίγουρα θα υπάρχουνε. Θέλω να βρω ένα λευκό ή έστω μαύρο, όχι γκρι. Φτάνει το γκρι. Μόλις το βρω θα το σφίξω στην παλάμη μου, να τη ζεστάνει έτσι ψημένο όπως θα είναι από τον ήλιο. Μετά θα του δώσω ένα φιλί και θα το στείλω με όλη μου τη δύναμη να περπατήσει πάνω στα κύματα, να είναι για αυτά τα έξι, εφτά πατήματα, ελεύθερο.
Αλέκα Πλακονούρη
Η Κάρμεν
Η γυναίκα του Παύλου του το έβαλε ως απαράβατο όρο την τελευταία φορά που ξανάσμιξαν:
«Και θα ξεφορτωθείς την Κάρμεν οπωσδήποτε… Σου κοστίζει περισσότερο απ’ όλους εμάς…»
Κι εκείνος τι να ’κανε, συμφώνησε με μισή καρδιά. Την τελευταία βδομάδα τού το υπενθύμιζε καθημερινά, σαν να του ’λεγε «Ή αυτή ή εμείς, Παύλο», που το εμείς περιελάμβανε εκείνη, τα δύο αγόρια και το εφτά μηνών κοριτσάκι τους.
Το πρωί χάιδευε για ώρα τις στιλπνές, φρεσκοπλυμένες καμπύλες της Κάρμεν σχεδόν κλαίγοντας και τώρα οδηγούσε στην Εθνική μούσκεμα στον ιδρώτα και σφυρίζοντας τάχα ανέμελα. Η μάντρα του Κώστα βρισκόταν στου διαβόλου το κέρατο, αλλά έπρεπε να πάει οπωσδήποτε σήμερα εκεί, να τελειώνει. Είναι αλήθεια πως τα έξοδα της Κάρμεν ήταν πάρα πολλά, φύρα και μόνο φύρα. Αν και υπήρξε πολύ ελκυστική η Κάρμεν στα νιάτα της. Ο Γουόλτερ ντα Σίλβα ήταν, βλέπεις, ο μπαμπάς της, πραγματικός καλλιτέχνης.
Την είχε ερωτευτεί με την πρώτη ματιά ο Παύλος την Κάρμεν και είχε δώσει και το βρακί του για να την αγοράσει. Και η Κάρμεν του το είχε ανταποδώσει, δεν μπορούσε να πει. Χιλιόμετρα και χιλιόμετρα κάθε βδομάδα ‒ ανάθεμα την καταραμένη του τη δουλειά, που τον έκανε να γυρίζει πάνω κάτω τη χώρα σαν σβούρα, αλλά τον έβγαζε ασπροπρόσωπο αγόγγυστα το θηρίο. Ήταν σκληρή και πεισματάρα γκόμενα η Κάρμεν, με τα εκατόν δέκα άλογά της και τις δεκαέξι βαλβίδες της. Κατακόκκινη η Κάρμεν. Το πιο κουκλί Seat Ibiza του 2003.
Μόνο η γυναίκα του τη ζήλευε. Άκου, να ζηλεύει το αυτοκίνητο… Από την πρώτη στιγμή την είχε βάλει στο μάτι ‒ γνωρίστηκαν όταν εκείνη έπεσε πάνω στην Κάρμεν με το Toyota Yaris της. Και κοίτα που η μοίρα τα ’φερε έτσι που τρία χρόνια αργότερα το πρώτο τους παιδί λίγο έλειψε να το γεννήσει μέσα στην Κάρμεν.
Και τώρα ο Παύλος πήγαινε να την παρατήσει. Παλιοσίδερα και ανταλλακτικά η Κάρμεν του, η αχώριστη σύντροφός του. Που μόνο φωνή δεν είχε, γιατί ψυχή είχε το κοριτσάκι του… Άλλαξε ταχύτητα και του ’ρχόταν να μπήξει τα κλάματα, να αρχίσει να ουρλιάζει ή να ορμήσει με διακόσια στον πρώτο τοίχο που θα έβρισκε μπροστά του, να πάνε στον διάβολο όλα, κι εκείνος, και η Κάρμεν και τα χρωστούμενα.
Σε καμιά ώρα κατάφερε να γυρίσει στο σπίτι. Τα αγόρια ήταν έξω και τσακώνονταν για το ποδήλατο. Μόλις τον είδαν, «Η Κάρμεν, η Κάρμεν!» άρχισαν να φωνάζουν και να χοροπηδάνε χαρούμενα.
Όταν πάρκαρε στη συνηθισμένη του θέση, η γυναίκα του ξεπρόβαλε στο μπαλκόνι. Τον κοίταξε, κούνησε στωικά το κεφάλι και μπήκε μέσα αμίλητη.
Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου
ΑΡΝΙ ΣΤΑ ΛΙΟΣΙΑ
Την πρώτη φορά που η Σόνια Δεμερτζίδου πήγε στο γραφείο Μυλωνάς και συνεργάτες έδωσε την εντύπωση πλούσιας πελάτισσας που ζει στο εξωτερικό και επισκέπτεται το λογιστή της για να τακτοποιήσει τις υποθέσεις της πριν επιστρέψει στην Εσπερία. Φορούσε μια εξεζητημένη μαύρη καπαρντίνα σε σχήμα ρεντιγκότας, κλειστή μέχρι το προτελευταίο κουμπί, τα μαλλιά της πλεγμένα σε γαλλική κοτσίδα τόνιζαν το οστεώδες πρόσωπο της Σόνιας και την ελιά στο αριστερό μάγουλο. Μετά από τρεις ημέρες, οι συνεργάτες του Μυλωνά υποδέχθηκαν την καινούργια υπάλληλο με την πλούσια γκαρνταρόμπα από τα στοκατζίδικα της Βοστώνης που επισκεπτόταν όταν έκανε μεταπτυχιακές σπουδές με χαμηλότοκο δάνειο. Νοίκιασε μια γκαρσονιέρα σε ακριβό δρόμο της Αθήνας, επιλογή που γρήγορα αποδείχθηκε αποτυχημένη καθώς στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας λειτουργούσε κάθε Παρασκευή και Σάββατο περιώνυμο club για τα πάρτι και τους πελάτες του.
Στις αρχές του καλοκαιριού, κουρασμένη από τη ζέστη της Αθήνας, τις απαιτήσεις του αφεντικού και τις αναγκαστικές αγρύπνιες εξαιτίας του περιώνυμου club, πήγε το σαββατοκύριακο στην Τζια να κατασκηνώσει με φίλους στα νοτιοανατολικά του νησιού, στον πρώτο κόλπο των Πολών κάτω από την ανασκαφή της αρχαίας Καρθαίας. Εκεί ερωτεύτηκε τον Μίλτο, έναν συντηρητή αρχαιοτήτων. Δούλευε με τα χέρια του κάτω από τον ήλιο, είχε ευγενικό χαμόγελο, ντροπαλά πράσινα μάτια και το πατρικό του σπίτι ήταν στα Λιόσια ενώ το δικό της ήταν στα Ψηλαλώνια της Πάτρας. Για χάρη του πηγαινοερχόταν έκτοτε στο νησί, γνώρισε την Κορησσία, τις ομελέτες στα καφενεία, συνέδεσε την ερωτική παραίσθηση με μυρωδιά των δεντρολίβανων στον ήρεμο δρόμο μέχρι τα Χαβουνά, απ’ όπου ξεκινούσε το μονοπάτι για την αρχαία Καρθαία και τον Μίλτο. Αψηφούσε πινακίδες που έγραφαν ιδιωτικός χώρος, μοναχικά σπίτια, σκυλιά που χοροπηδούσαν κι άντρες που της έγνεφαν να γυρίσει πίσω. Ένα πρωί, βαδίζοντας σε ένα μονοπάτι γεμάτο καψαλισμένα από τη ζέστη αγριόχορτα, θυμάρι και χαμηλάσχίναείδε από μακριά έναν ηλικιωμένο πάνω σε ένα γαϊδουράκι να της δείχνει με τη μαγκούρα το δρόμο προς την παραλία. Τότε η Σόνια πείστηκε πως αυτή ήταν η ζωή που έψαχνε: ανάμεσα σε ξερολιθιές, θαλασσινό αέρα και έναν άντρα με πράσινα μάτια που αγκάλιαζε αρχαίες κολώνες. Της πέρασε, βέβαια, από το μυαλό πως κι ο πατέρας της θα τον δεχόταν καθώς δεν θα κινδύνευε από τον καινούργιο γάτο στην αυλή. Όλα έμοιαζαν βατά και τακτοποιημένα, όπως οι σιωπηλοί τάφοι των Καρθαίων.
Κοντά στην 28η Οκτωβρίου, τα λεφτά για τις ανασκαφές τελείωσαν, ο αέρας στην Αθήνα δρόσισε κι ο Μίλτος εγκαταστάθηκε στο σπίτι της Σόνιας, που είχε, εντωμεταξύ, μετακομίσει σε μια ήσυχη πλατεία. Ήταν ευτυχισμένη με την ακαταστασία του, τις κάλτσες στο πάτωμα, τα φλυτζάνια με τον ξεραμένο καφέ και με τη θαλερή ιτιά που υψωνόταν έξω από μικρό μπαλκόνι και σκίαζε τη στρυμωγμένη κουζίνα. Ήταν ευτυχισμένη ακόμα τα κυριακάτικα μεσημέρια που έτρωγαν μαζί με την οικογένειά του. Χαμογελούσε με τρυφερότητα στην ανύπαντρη αδελφή του, τον κατάκοιτο πατέρα του και τη μητέρα που ρωτούσε τον Μίλτο ανά τέταρτο πώς σε λένε, παλικάρι μου. Φεύγοντας από το οικογενειακό διώροφο στα Λιόσια, τον κρατούσε ακόμα πιο σφιχτά πάνω στη βέσπα. Συνήθως κατέληγαν για καφέ ή μπύρα κι εκεί προσπαθούσε να του απαλύνει τις ενοχές που δεν θα τους έβλεπε τις επόμενες έξι ημέρες.
Την εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα, όλοι στο λογιστήριο Μυλωνάς και συνεργάτες παρακολουθούσαν τις αγωνίες της Σόνιας πώς θα περάσει τις γιορτές με τους γονείς της και τον αγαπημένο της. Κατά την επιστροφή τους από την Πάτρα γελούσαν με τις προσπάθειες του πατέρα της να αποδείξει την ανυπαρξία του Θεού ενώ η Σόνια ήξερα πως ο πατέρας της παρακαλούσε ενδόμυχα στην επόμενη επίσκεψη να ανακοινώσουν το γάμο τους. Συγχρόνως απαντούσε στα υπονοούμενα του Μίλτου για μωρά με βουβά χαμόγελα, μπλέκοντας τα δάχτυλα μες τα μαλλιά της.
Την άνοιξη θεώρησε καλό οιωνό τα ζουμπούλια που ξεπετάχτηκαν στις γλάστρες και ότι ο Μίλτος μάζευε πλέον τις κάλτσες του από το πάτωμα. Παραμονές της 25ης Μαρτίου ο πατέρας του μπήκε στο νοσοκομείο κι έτσι εκείνη δεν δυσανασχέτησε που ματαιώθηκε η εκδρομή τους στο Πήλιο. Της φάνηκε φυσιολογικό που τα πράσινα μάτια του σκοτείνιαζαν. Απέδιδε στην κούρασή του ότι κάθε βράδυ τον έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ και ήλπιζε ότι, ετοιμάζοντάς κάθε μέρα διαφορετικό φαγητό, του απάλυνε την ανησυχία για την υγεία του πατέρα του.
Το Σάββατο του Λαζάρου η Σόνια έψηνε καφέδες στα Λιόσια προσπαθώντας να συμμετέχει στο πένθος μιας οικογένειας της οποίας οι μνήμες τής ήταν εντελώς ξένες. Ένιωσε χρήσιμη μόνο όταν τάισε βραστά κολοκυθάκια την ανοϊκή γυναίκα που δεν ήξερε ότι έμεινε χήρα. Το Μεγάλο Σάββατο δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Μίλτος και η αδελφή του κρατήσουν ξάγρυπνη τη μητέρα τους για να την ταΐσουν μαγειρίτσα, ανακαλώντας παιδικές αναμνήσεις που μόνο οι δυο τους επιβεβαίωναν. Την επόμενη ημέρα, η Σόνια του είπε ότι δεν θέλει να φάει πασχαλινό αρνί. Έμεινε στο σπίτι της ξαπλωμένη στον καναπέ, δεν απάντησε σε κανένα τηλέφωνο, σκεφτόταν τα βλέμματα που θα αντάλλασαν τα δύο αδέλφια με την ανοϊκή γυναίκα που δεν ήξερε ότι ήταν μάνα τους. Χαμογελούσε με τρυφερότητα στα κόκκινα αυγά που στόλιζαν το απέναντι γυάλινο τασάκι, χαμογέλασε στις καψαλισμένες πυκνές βλεφαρίδες του πασχαλινού αρνιού που δεν θα δοκίμαζε και ξέμπλεξε τα μαλλιά της από τη γαλλική κοτσίδα.
Το μεσημέρι πήγε στην κουζίνα, άνοιξε την μπαλκονόπορτα και δοκίμασε αν τα κλαδιά της ιτιάς κρατάνε το βάρος της. Καβάλησε ένα από αυτά, γλίστρησε χάρη στον απαλό φλοιό μέχρι τον κορμό -χαμογέλασαν και τα μάτια της από το άγγιγμα του φλοιού-, αγκάλιασε τον κορμό και ύστερα τσούγκρισε τα κόκκινα αυγά που είχε βάλει στις τσέπες.