Συνεχίζουμε το Ανθλόγιο κυριακάτικης ποίησης, μια στήλη ποίησης πολύ προσωπική, η οποία, όπως έχουμε πει, θα περιλαμβάνει ποιήματα που αγαπώ πολύ, από όλον τον κόσμο. Σήμερα 9/2/25, αναρτώνται ποιήματα αγαπημένων ποιητών της Πρώτης Μεταπολεμικής γενιάς: Του Τάκη Σινόπουλου και του Μανώλη Αναγνωστάκη.
Αγγελική Πεχλιβάνη
Τάκης Σινόπουλος, απόσπασμα από τη συλλογή Νεκρόδειπνος (1972)
Περίπου Βιογραφία
Έτσι κατέβηκε απ’ τον πόλεμο, με φαγωμένα τ’ άρ-
βυλα και το χακί του αμπέχωνο.
Μονάχα εκείνη η σκοτεινή κατηφοριά, πιο χαμηλά τα
δέντρα ανοίγοντας, ένα κομμάτι ποταμιού – ποτάμι
παγωμένο φως.
Βρήκε το σκύλο του – δε γαύγισε.
Και κάτι σκοτωμένοι δίχως όνομα το πρώτο απόγευ-
μα. Ύστερα πολλά μπερδεμένα απογεύματα, στο κά-
τω της γραφής όλα χωνεύονται στα χαρτιά, συλλογί-
στηκε.
Μέρες ξερές σα ντουφεκιές, ένα φεγγάρι ακίνητο πάνω
σε σπίτια και συρματοπλέγματα.
Αμίλητοι άνθρωποι του γύρεψαν ταυτότητα, ξανά ταυτό-
τητα.
Τον πήρε η κόρη του κακού και πάλεψε.
Κι όπως κοιμότανε τη νύχτα, ματωμένα βουνά και
πέτρες που πέφτανε απάνω του, γύρω γύρω μισοί,
μισοφώτιστοι οι φίλοι του
και οι άλλοι με φάτσες που μόλις θυμόταν, με περίεργα
μάτια συναγμένοι τον κοίταζαν.
Που πάγαινε καμιά φορά στον έρωτα, βρισκόταν αντι-
μέτωπος με κείνες τις μαινάδες, ανεβαίνανε κοπάδι
απ’ το γιαλό, τον κυνήγαγαν ως πάνω στο λόφο.
Δρασκέλιζε ξέρες και αμμότοπους, σακατεμένος δίψα-
γε, έπινε από σκοτεινές πηγές.
Συνέχεια βούλιαζε κι ανέβαινε
στον ίδιο λάκκο.
Δεν κάτεχε άλλη δύναμη,
μονάχα τα χαρτιά του βασανίζοντας, ένα σωρό σβη-
σίματα, το βράδυ ανάστατος, όταν ο κόσμος παρα-
σταίνεται με πρόσωπα νεκρών.
Μια μέρα είδε ένα χέρι με σπασμένα δάχτυλα, μια
μέρα ο φοβερός αέρας.
Τα χρόνια με τα χρόνια αβάσταχτα. Κι οι αιώνες πα-
ντού το ίδιο σκοτάδι.
Μετρώντας πόσος θάνατος του περίσσευε και πριν και
μετά από κάθε ποίημα.
Έφραζε με παλιές εφημερίδες το κορμί, να μην περ-
νάνε απ’ τις χαραματιές τα νερά και το κρύο.
Ύστερα εκείνη η θάλασσα, στον Αγιαντρέα χαράματα,
κι ό,τι στον ίσκιο της καραδοκώντας,
ένα άγριο φως στην όψη του, καθώς ανέβαινε το δρόμο
στον αιθέρα,
ένοικος τώρα του παντοτεινού,
κεκυρωμένος.
Μανώλης Αναγνωστάκης, από τη συλλογή Συνέχεια 3 (1962)
Το ναυάγιο
Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοι γλιτώσαν;)
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
Γύρω γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
Του καπετάνιου μας που χάθηκε —ψηλά ψηλά—
Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου
Θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι
Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
Θα ’χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίσουνε.
Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ’ εμάς.
Κάτω απ’ τις ράγες…
Κάτω απ’ τις ράγες του τρένου
Κάτω από τις γραμμές του βιβλίου
Κάτω από τα βήματα των στρατιωτών
Όταν όλα περάσουν — πάντα σε περιμένω.
Πέρασαν από τότε πολλά τρένα
Κι άλλα πολλά βιβλία θα διαβαστούν
Κι άλλοι στρατιώτες το ίδιο θα πεθάνουν.
Κάτω από καθετί που σου σκεπάζει τη ζωή
Όταν όλα περάσουν—
Σε περιμένω.