Scroll Top

Ανθολόγιο Κυριακάτικης Ποίησης | της Αγγελικής Πεχλιβάνη

Υπεύθυνη στήλης: Αγγελική Πεχλιβάνη

To Ανθολόγιο Κυριακάτικης Ποίησης είναι μια στήλη ποίησης, πολύ προσωπική, που θα περιλαμβάνει ποιήματα που αγαπώ πολύ, από όλον τον κόσμο. Κάθε Κυριακή, λοιπόν, θα αναρτώνται δύο ή τρία ποιήματα, ίσως με κάποια συνάφεια, ίσως και όχι. Θέλω να πιστεύω πως αυτή η προσωπική και εν μέρει αυθαίρετη επιλογή θα έχει κάποιο ενδιαφέρον. 

Αγγελική Πεχλιβάνη  

Σήμερα 9 Μαρτίου του 2025, έχουμε ποιήματα των  Ηλία Λάγιου, Γιάννη Ρίτσου και Παντελή Μπουκάλα.

Ηλίας Λάγιος

Ακούστε τώρα, με ποιον τρόπο, εξόχως θριαμβικόν, εισήλθε η Μαρία

Έρχεται όπως κροτάνε τα κουζινικά,
έρχεται με τα κρύσταλλα του πολυελαίου.

Μ’ ένα φίνο μεταξωτό σκοινί
αναρριχάται απ’ τον υπόφωτο φωταγωγό.

Η έλευσή της προμηνύει, τι λέω, εξαγγέλλει
μιαν ένδοξη συνωμοσία παραγώγων.

Έρχεται από τις χαραμάδες της κουβέρτας
οπού τραβήξαμε σαν ήμεθα παιδιά να καλυφθούμε πλήρως.

Έρχεται στα γεμάτα στάχτη μάτια του πατέρα,
στα στολιγμένα με κοτσύφια εργόχειρα της μάνας.

Μ’ ένα κυπαρισσόμηλο από ατμό και ζάχαρη
ιδέστε τη Μαρία, ψαλμότατον αγλάισμα.

Να διώχνει τους κακούς κηφήνες της ζωής˙
αψύς παλμός από αλογότριχο φεγγάρι.

(Ποιήματα, Τα κατά Αλέξιον και Μαρίαν, 2009)

Γιάννης Ρίτσος

Το τελευταίο καλοκαίρι

Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοι-
μάσεις
τις τρεις βαλίτσες – τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα –
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου
πήγαινε
παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ,
τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω
τους στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσά τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ’ τα μπαλ-
κονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ʼναι το τελευταίο.
Καρλόβασι, 3.IX.89

(Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα, 1991)

Παντελής Μπουκάλας

Το νερό

Πέτρα πατρίδα
Πότε το άγαλμα μιας ανένδοτης ωραιότητας
και πότε ο λίθος
στην κεφαλή των τέκνων σου εμφύλιος
Πέτρα πατρίδα
Πότε νησί που ανθεί ορθόπλωρο
και πότε θήκη τάφου
Πότε ψωμί να ξεγεννάς
πότε τα δόντια μας να τα συντρίβεις
Πέτρα πατρίδα
Πότε ένα όρος που μαστεύει τα ουράνια
πότε τροχός το δρεπάνι που οξύνει
το έμπορο
πότε το τείχος που μας κλείνει
έξω απ’ το ήρεμο
Και πάντοτε το ποίημα που με υποσκελίζει
Πέτρα πατρίδα
Πότε γυμνή εξορία
και πότε ο τόπος όπου συνάζονται οι πολλοί
και κλώθουν παραμύθια ελευθερίας
Πότε της φλόγας μήτρα
πότε ο λίθος όπου βηματίζει η δημοκρατία
πότε του Προμηθέα το εγκάθειρκτο άλγος

Κι άλλοτε πάλι γραφή απόκρημνη
που σε πετάμε πίσω μας
μην και μας κάψει το νόημα του μαύρου σου
Κι ανέρχονται τότε όντα της γης
ο Έλλην η Μελανθώ η Πρωτογένεια ο Αμφικτύων
να υπάρξουν το ερώτημά τους το πύρρειο
«Κι ωσά βουβή κι ωσάν τυφλή
κι ωσάν το λίθο στέκεις»
μητρίδα μου
οπού με θέλεις ποταμό
μα εμέ καρκίνος μ’ έχει της δίψας
και του πελάγου τ’ ατρύγητου ο πόθος
Εύφορη των δακρύων
αγαπημένη όσων δεν σε κατέχουν
και των κατόχων σου νόμισμα

Κυλάς και τρέχεις του χαμού –
μα αλλιώς, χαμένη θα ʼσουν

Οπόταν πλάτανος. Να μην πεθαίνω, για να μην πεθαίνει ο πόνος μου. Να μη σωριάζομαι, για να ʼναι η πίκρα ορθή κι ακέρια. Γεύονται οι ρίζες το νερό το αίμα, το απλώνουν, δροσίζουν τον κορμό και τα κλωνάρια, καίγεται το νερό πάνω στα σωθικά μου, κι ύστερα πύρινο κατέρχεται, κλέβει απ’ τις πέτρες και δροσίζεται. Και πάλι, γεύονται οι ρίζες το νερό, να μην πεθάνω, να μην πεθάνει ο πόνος μου.
Να κλαίω, το δάκρυ μου να γεύονται οι ρίζες και να με κρατούν. Ορθός, όσον ορθός ο πόνος μου. Υγρός, όσον υγρή η ερημία μου.
Καλώ μιαν αστραπή που αποξεχάστηκε κι έγινε μουσική να με πυρώσει. Έτσι αυξάνω και χλοάζω.
(Οπόταν Πλάτανος, 1999)

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη