Κυριάκος Χαραλαμπίδης
ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΑ
(Κυπριάδος Α)
«Εσύ ποτέ δεν μίλησες για σένα –
Δεν ξέρουμε τουλάχιστο αν υπήρξες,
ποια τα γεννητικά σου. Κάποιοι, ακούμε,
ως τόπο ακμής σου λέγουν την Αμμόχωστο,
άλλοι άλλες έξι πόλεις ή χωριά.
Αν αληθεύει αυτό, μίλα κι εσύ
και πάψε να υποκρίνεσαι τη σφίγγα».
Εκείνος χαμογέλασε όπως πάντα:
«Καλοί μου, αν η φρικτή χαμογελούσε
Τύχη σε μένα, θα ‘χατε και της
δικής μου αλήθειας προτομή σε τόπο
και σε γνωστή διασταύρωση φιλιών.
Ο δρόμος θα φορούσε τ’ ασπρογάλαζά του
και τ’ όνομά μου αθάνατο θα καθιστούσε.
Γιατί μια μέρα που έριχνα φτερά
στον όμορφο αγέρα (εκείνα διαλαλούσαν
πως λαχταρούσαμε να σκοτωθούμε
κι όχι για να σκοτώσουμε), δυο Άγγλοι,
περιπολώντας στην Ελευθερίας,
εκεί που απολήγει, αν δεν λαθεύω,
η ρεπιασμένη πια πλατεία Δημοκρατίας
ή Ανεξαρτησίας ( έχω γεράσει
και δεν με συγκρατούνε τα μυαλά μου)
μου ρίξανε και κραύγαζαν “Eh, you!”
Μα πού να σταματήσω! Στο ποδήλατό μου
«πάλαρα» – που λαλούν στη μεγαλόνησο–,
κόβω καντούνι και τ’ αφήνω εμπρός
σ’ ένα κουρείο. Πήδηξα ένα φράκτη
γενάμενος καπνός και ιδού έτι ζω.
Αφήνοντας απέξω την ανάγκη
αθανασίας και τα λόγια τα πολλά,
την άλλη μέρα πήγα να πάρω το ποδήλατο.
Και για να μην εγείρω υποψίες,
καμώθηκα πως ήθελα να κουρευτώ.
Γυρνά ο μπαρμπέρης –άνθρωπος αγνός
με μια, θυμάμαι, ακριμάτιστη μουστάκα–
και «Ρε μιτσή», ψιθύρισε στ’ αυτί μου,
«είσ̌ες απού την μάναν σου ευτζ̌ήν:
Εχτές επυροβόλησέν σε ο Άγγλος,
μα έπαθεν το όπλον του εμπλοκήν»…
(Αλλιώτικα θα βλέπατε, τώρα προσθέτω εγώ,
την προτομή μου με την Ένωση αγκαλιά).
Έκανα τον ανήξερο και κρύφτηκα
πίσω από τον χαλκό της προτομής
που εκείνος εννοούσε. Πού να ξέρει
πως την κατάπιε ολόκληρη ένα κύμα
σιμά στο Ακταίον, αν κάτι πια στις μέρες μας
σημαίνει αυτό.
(Παρένθεση: Μετά χιλιάδες χρόνια
η πόλη θ’ αναβαπτισθεί – θαυμάσιες λεωφόροι
που θ’ ανεβαίνουν κατακόρυφα﮲ εκεί δέντρα
ή κίονες θα εξαγάγουν αύρες
θαλασσινές σε υπέροχα κουτιά
σχεδιασμένα με το χέρι– εκεί και θα με βρείτε
σιμά στη σκιά μου﮲ να επουλώνω μάλλον
του ήλιου τις σκιές, σ’ αυτόν επεξηγώντας
καλές ελπίδες να ‘χει, για να υπάρξει,
κατά παρόμοιο τρόπο που η τρανή
μυθολογεί επιστήμη την προέλευση
του Κόσμου, και τον έρωτα, την κίνηση,
τον διαχωρισμό κι άλλα πολλά
της Γένεσης στοιχεία).
Για να γυρίσουμε στο θέμα μας: Αν επιμένετε
να μάθετε το κατά πόσο υπήρξα,
τι να σας πω, που ο αφανής εκείνος
και τίμιος κουρέας, η μαρτυρία του
εσβήστηκε στου λόγου την αφλογιστία,
κι ο στοργικός του τάφος, όσο ξέρω,
έχει ριχτεί και συληθεί στη λήθη…
Η πόλη μου, αν θυμάμαι,
άρχιζε από το Άλφα,
μα πλέον δε φελά να τ’ αναφέρω,
εφόσον απλανή πουλιά τ’ ανήλικο
δάκρυ τους κρύβουν.
Όλα, καλοί μου, κατά τύχην είναι
σπαρτά στον ουρανό π’ αναβοσβήνει
τα χαλινάρια του και κουδουνίζουν
σαν λαμπερή φορβάδα εν άρμασι φαραώ».
Νικόλαος Οθωναίος (1877-1949)
Κώστας Γουλιάμος
Απανθρακωμένα σύκα
Εμείς πίνουμε φτηνό κρασί Πίσω μας ο ήλιος δίχως χάρτη
Πηγαίνει από στόμα σε στόμα Γύρω απ` το ξύλινο τραπέζι
– ξημερώνει
Η τρυφερότητα του θέρους Της κόρης η τρυφερή χώρα
Χρώμα τ` ουρανού
– ξημερώνει
Τρώμε εαρινά σύκα αρσενικής συκιάς Εδώδιμοι καρποί φουσκομαΐδες
Καθώς φεύγουν οι σφήκες Με τον ίδιο πάντα θόρυβο
– ξημερώνει
Στο μακρυνό μας σύμπαν Άλλοι πίνουν φλογερά φρούτα
Γύρω απ` το ξύλινο τραπέζι Πέρα μακρυά σαλεύουν όντα του δάσους
Βοσκοί γυρεύουν νερό σε πηγάδια Με το χνούδι των χόρτων στις λιθιές
Ώσπου το μάτι δοκιμάζει το φως Όπως παλιά με τους ανίδεους Ατρείδες
– ξημερώνει
Χαίρε θέρος της ακινησίας Βροχή του όψιμου Ιούλη στις ψυχές μας
Ασάλευτη σκιά στο κεφάλι των βοσκών Κολλημένη στη σέλα τ` αλόγου
Δεν φτάνουν τα γερατειά τους Μέχρι τους φθόγγους του αιθέρα
– ξημερώνει
Χαίρε δικοτυλήδονο φυτό Της αγριοσυκιάς αφράτη σάρκα
Μυρωδιά του φεγγαριού Της νήσου αμφιλεγόμενη αυγή
Χαίρε πατρίδα της αβύσσου Κι` εσύ αίνιγμα του παππού
Όταν μιλούσε στο κόκκινο κρασί Πριν ξημερώσει το άγριο όνειρο
– ακόμα ξημερώνει
Μέσα από εκατό φεγγάρια Τι αλήθεια θυμούνται οι νεκροί
Και τι οι σύντροφοι που κατέβασαν τη σβάστικα
Και στο καταραμένο χρηματιστήριο Πως αλυχτάνε τα σκυλιά σαν έρχονται ξένοι
Χαίρε γη σκλαβωμένη Σπίτια κλειστά σκοτεινές αυλές
Μισάνοιχτα μάτια γρυλλίσματα μανάδων κι` ευχές παιδιών
Σε τέτοια θρηνωδία δεν γίνονται γιορτές Ξεθωριάζει το θέρος στα ξεραμένα ποτάμια
Και τα ώριμα φύλλα όλα στο δρόμο Που αστράφτει ολόσωμος
Που περνάνε ξυστά τα πουλιά Που η πατρίδα χωρίζεται
Μικραίνει Συγχώρεσέ μας
– ακόμα ξημερώνει
Και στο ιδιότροπο λιμάνι Ακόμα να φτάσει η θάλασσα
Να φτάσει το καταραμένο καράβι Και ο διεστραμμένος τραπεζίτης
Να ορίσει την εφήμερη πραμάτεια Την εφήμερη σκόνη
Τις παράξενες έξεις των υπαλλήλων
– ακόμα ξημερώνει
Το βλέπουμε στο χορτάρι Στα δέντρα σαν σμίγουν στην ομίχλη
Αποκατάσταση θανάτου Πριν λήξει ο θάνατος
Και μείνουν χωρίς δουλειά οι χρηματιστές
Χωρίς ερωμένες οι δανειολήπτες
Και δεν αγοράσουν τα μαύρα αυτοκίνητα Που ταΐζαν τον Χίτλερ
– ακόμα ξημερώνει
Σαν οδηγούν τυφλά οι τοκογλύφοι Ψάχνοντας σπίτια
Που κάηκαν στην περσινή φωτιά Χωράφια που γίναν στάχτη
Ώσπου να νιώσουν τη μαύρη τρύπα να χύνεται σε βάθη τρομακτικά
Ανάμεσα σε φλύαρους δρόλαπες Και τα βόδια του τρικέφαλου γίγαντα
–Κι αν δεν ξημερώσει;
Και η φωνή μας, ω Στενύκλαρη πολίχνη Δεν συναντήσει την τέλεια δικαίωση
Και βρούμε τον ουρανό σκληρό Και σβήσει η φρόνιμη γλώσσα μας στο σύμπαν
Γιατί άγρια θεριά εκεί δικάζουν Κι` εμείς σαν κνώδαλα ξεχάσουμε τους νεκρούς
Στους αιώνες των αιώνων τον ίσκιο Ωσάν απελπισμένα σκιάχτρα της μακρινής γης
Βασίλειος Ιθακήσιος (1889-1977)
Αγγέλα Καϊμακλιώτη
Αδέσποτη γάτα
Στην Προβηγκία ραστώνη του θέρους
κι είναι μια γάτα γκρίζα που φτάνει
όταν ο Luc τρυφερά την καλεί «Grijske»
κι εκείνη ανέμελη, όμως ακούει,
γουργουρίζει, το σώμα τεντώνει.
Τότε σκέφτομαι
τη δικιά μου, τη Μήδεια.
που όνομα ασήκωτο
της έχω ρίξει στην πλάτη.
Θα μπορούσα κι εγώ
να τη λέω «Ασπρούλα»
ή έστω «Λευκή».
Όμως πώς;
Ασυγχώρητη πλέον αυτή
τα δικά της γατιά έχει φάει!
Βλέπω πάλι
τα νύχια της Grijske
τα νύχια της Μήδειας
τα μύχια της λέξης
τα μύχια της νύχτας.
Μια νύχτα λευκή σε Ακτή Κυανή
μια γάτα ναζιάρα «Γκριζούλα».
Ναι, θα μπορούσα κι εγώ
τη δικιά μου
να τη λέω «Λευκή».
Μιχάλης Οικονόμου (1888-1933)
Σταμάτης Πολενάκης
O ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΡΤ ΜΠΟΥ
Το καλοκαίρι του έτους 1940 ο ποιητής Βάλτερ Μπένγιαμιν, κυνηγημένος
από τον άνεμο, διέφυγε παίρνοντας μαζί του μια μαύρη τσάντα
γεμάτη χειρόγραφα γραμμένα σε μια γλώσσα που δεν
υπάρχει ακόμα. Τα μονοπάτια όλα δύσβατα, η πορεία γεμάτη αγκάθια
και πέτρες, στους δρόμους σάπιζαν ξεκοιλιασμένα άλογα, μακριά
στις κοιλάδες αντηχούσαν οι θρήνοι, δίπλα έχασκαν τα επικίνδυνα
φαράγγια των Πυρηναίων. Συχνά η ομάδα των φυγάδων σταματούσε
για ν` ανακτήσει δυνάμεις, οι άρρωστοι στέναζαν και δυσκολεύονταν
να βαδίσουν, υπήρξαν μοιραίες καθυστερήσεις στο πέρασμα των συνόρων.
Όλοι έβλεπαν οράματα, πάνω από τα κεφάλια τους φτεροκοπούσε ο άγγελος
της Ιστορίας, πέρα από τα βουνά ακουγόταν ο απειλητικός βόμβος των αεροπλάνων,
κάποιοι είδαν τα δέντρα να ζωντανεύουν και τις τρεις φριχτές μάγισσες του Μακμπέθ
μέσα στο κατάμαυρο δάσος, άλλοι συνάντησαν έναν γέρο μισότρελο που ισχυριζόταν
ότι έρχεται η συντέλεια των πάντων, ότι οι νεκροί βγήκαν από τους τάφους τους.
Στο δρόμο για το Πορτ Μπου ακούγονταν σκυλιά να γαβγίζουν μέσα στη νύχτα,
κανένα αστέρι της Βηθλεέμ δεν οδηγούσε τους κυνηγημένους πέρα απ` το σκοτάδι.
Ο ποιητής Βάλτερ Μπένγιαμιν προχωρούσε ασθμαίνοντας, υπέφερε από την καρδιά του
και οι άλλοι ξεμάκραιναν, η τσάντα ολοένα βάραινε, βάραιναν τα χειρόγραφα τα γραμμένα
σε μια γλώσσα που δεν υπάρχει ακόμα. Στο δρόμο για το Πορτ Μπου, κατάλαβε ξαφνικά
ότι δεν υπάρχει κανένας δρόμος για πουθενά, ότι κανένα αστέρι της Βηθλεέμ δεν
οδηγεί τους κυνηγημένους πέρα απ` το σκοτάδι, ότι το Πορτ Μπου είναι το έσχατο σημείο
που μπορεί να φθάσει κανείς στη ζωή, ότι υπάρχουν αναρίθμητα βασίλεια και κόσμοι
αδιανόητοι για τον άνθρωπο, ότι πέρα απ` το Πορτ Μπου εκτείνεται αυτό που δεν μπορούμε
ποτέ να φθάσουμε: το αχανές και αφιλόξενο διάστημα. Ήταν όμως αδύνατον πια να επιστρέψει
κι έτσι συνέχισε να βαδίζει υπνοβατώντας.
Προχωράμε ολοένα και βαθύτερα στο σκοτεινό δάσος, σκέφτηκε. Μιλάμε όπως ο Μπωντλαίρ,
όπως κάποιος που θα μιλούσε μέσα στον παφλασμό των κυμάτων. Κανένα αστέρι μακρινό
δεν μας οδηγεί. Εισερχόμαστε αβοήθητοι στην αχαρτογράφητη περιοχή του αινίγματος.
Βασίλειος Ιθακήσιος (1889-1977)
Σπύρος Αραβανής
AUGUSTUS
Ο Φεβρουάριος είναι ένας Αύγουστος
με κομμένο πόδι. Σε μια γωνιά ο Οκταβιανός
γογγύζει και τη φλέβα του νερού κτυπά πιο δυνατά
καρφώνοντας βαθιά βελόνα υστεροφημίας.
Μαύρα ποτάμια ξεχύνονται στις αρτηρίες
σαν το ημιτελές τραγούδι της επιθυμίας
που ψάλλουν ματαίως οι καλένδες.
Ο Αύγουστος είναι ένας Φεβρουάριος
με περίσσιο λυγμό. Όπως τα κείμενα
του Αυτοκράτορα που θάφτηκαν στη λήθη
και ο γιος που δεν ήρθε στη μέρα που προστέθηκε
μένοντας θετό το ψεύδος της corona civica.
«Χειροκροτείστε πολίτες, χειροκροτείστε φίλοι,
η κωμωδία τελείωσε». Ώρα ν’ αρχίσει ο τρύγος.
Μιχάλης Οικονόμου (1888-1933)
Στάθης Ιντζές
Από την ανέκδοτη ποιητική ενότητα La Rossa (ποιήματα για τον Francesco Lorussο)
Ένα σώμα περιφέρεται
στους δρόμους της Μπολόνια
πριν λίγο κάποιος
του έκλεισε το στόμα
το σώμα πέταξε τα ρούχα του
φύτεψε τα ζωτικά του όργανα σε μια γλάστρα
και μετά τα μεσάνυχτα έκλεισε τα είκοσι πέντε
Αυτό το σώμα
κάποτε υπερασπίστηκε
έναν εργάτη
έναν γίγαντα
κι ένα άτακτο παιδί
το σώμα πέθανε για νιοστή φορά
και είπαν το όπλο,
το όπλο, είπαν,
πως εκπυρσοκρότησε.
Νικόλαος Οθωναίος (1877-1949)
Θεοδόσης Βολκώφ
ANGELUS
Της Ιστορίας Άγγελε, της Θλίψης
Αρχάγγελε, τι βλέπεις, τι ακούς
στους έμπυρους που ίπτασαι ουρανούς
στη γη τη θεογέννητη αν σκύψεις;
Ο γιος του πόνου είμαι και της τύψης,
λιγόζωος, πλανημένος, μαύρος νους,
μα ευδόκησε να μου αποκαλύψεις
τους αρχαγγελικούς σου λογισμούς.
«Ποιος άσκεφτος, θρασύς ζητά να μάθει
τους δρόμους του Υψίστου τους κρυφούς;
Ο κόσμος είναι πτώματα και τάφοι,
νεκροί πολιορκούν τους ουρανούς…
»Την τρομερή βουλή Του έχω γνωρίσει
στις θάλασσες των άστρων, και ωκεανούς
τον είδα να έχει πάλι εξαντλήσει
φονεύοντας απίστους και πιστούς.
Και μέσα σε απερίγραπτους σεισμούς
που τράνταζαν συθέμελα την κτίση,
τον είδα το υψηλό να ‘χει γκρεμίσει
σκοτώνοντας λαμπρούς πολιτισμούς.
»Τον έχω δει να γίνεται λιοντάρι,
λύκος και δράκος, τίγρης ο Αμνός,
κάθε μορφή θανάτου να ‘χει πάρει
η Κρήνη της ζωής και ο Κρημνός.
»Τον είδα. Μες στα χάη οδοιπορούσε
ο Αιώνιος, θλιμμένος και κυρτός,
Βίβλο βαριά στα χέρια του κρατούσε
και διάβαζε –στενάζοντας– σκυφτός.
Τη Βίβλο βλοσυρός φυλλομετρούσε
κι ο τίτλος έσταζε αίμα πορφυρός:
Historia Humana. Επισκοπούσε
τα έργα του ανθρώπου ο Θεός.
»Τον είδα… Και σταυρό σφυροκοπούσε,
του ξυλουργού ντυμένος τη θωριά,
την οικουμένη στο ένα χέρι Του είχε
και στ’ άλλο χέρι Του είχε τα καρφιά».
Νικόλαος Φερεκύδης (1862-1929)
Χάρης Ψαρράς
Ανευρέσεις
«Ψεύτικη, η Τροία, αφήγηση.
Κι η Ιθάκη επινοημένη.
Κι ο Ποσειδών; Κι η εκδίκηση;
Φούμαρα. Τι απομένει;
Τίποτα!» λες. Μα αν πω «διψώ»,
γέρου τυφλού οι άκαυτες βάτοι
φέρνουν την Κίρκη, την Καλυψώ,
στ’ ορφανό μου κρεβάτι.