Scroll Top

«7 + 1 Ποιήματα για τον Ιούλιο του 2022 στο Culture Book»

Όταν έλαβα την πρόσκληση από το Γραφείον Ποιήσεως για την επιμέλεια των «7+1 ποιημάτων», σκέφθηκα και απευθύνθηκα σε ποιητές και ποιήτριες των οποίων η γραφή καθορίζεται -τουλάχιστον στη δική μου αντίληψη και ερμηνεία –ως η οντολογική ορίζουσα της ποιητικής συνείδησης. Τούτο τον ιδιαίτερο τρόπο συνείδησης αποδίδουν με σύμβολα, εικόνες, αναγωγές, μεταφορές, μετωνυμίες και αλληγορίες οι ποιητές και ποιήτριες, επιχειρώντας την κατάδυση προς τα ένδον. Προεκτείνοντας, θα έλεγα πως ακριβώς αυτή η πτυχή της ποιητικής τους αναδεικνύει και μια άλλη : τη διαλεκτική της ανάγνωσης, στο βαθμό που οι αναγνώστες γίνονται, είναι ή/και πιστεύουν πως είναι μέρος της συγγραφικής τους σύνθεσης. Στον συλλογισμό μου θα πρόσθετα -παραφράζοντας κατά έναν τρόπο την σκέψη του Th. Carlyle- πως οι αναγνώστες αισθάνονται συγγενείς με τον αόρατο κόσμο των ποιητών.

Πέραν τούτων, οι συγκεκριμένοι ποιητές -Γιώργος Βέης, Χλόη Κουτσουμπέλη, Γιώργος Μολέσκης, Γιώργος Μπλάνας, Βαγγέλης Τασιόπουλος, Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Δήμητρα Χριστοδούλου- μολονότι εκπροσωπούν διαφορετικές χρονικές γενεαλογίες αλλά και αλλογενείς βιωματικές/καταγωγικές εμπειρίες αλλοπαθών ιστορικών μετασχηματισμών, εντούτοις ο λόγος τους εμπεριέχει sensu lato έναν κοινό παρονομαστή: αναφέρομαι συγκεκριμένα στο ενοποιό στοιχείο του οντολογικού μετασχηματισμού της σύλληψης και των ερεθισμάτων σε ομιλείν της ποιητικής γλώσσας και αισθητικής.

Σε μια περίοδο που η ποίηση για πολλούς λόγους αδυνατεί να υπερβεί τ’ αδιέξοδα που προκύπτουν από τη στατικότητα ή/και τα αδιέξοδα ενός κενού φορμαλισμού, το νοηματικό υλικό και οι ανάλογοι υφολογικοί και μορφολογικοί σχηματισμοί των εν λόγω ποιητών συνιστούν το κομβικό σημείο -και γιατί όχι, υπόδειγμα- των δομικών ανατροπών που χρειάζεται η ποίηση στην εποχή μας.

Λαμβάνοντας υπόψη αφενός τ’ αδημοσίευτα ποιήματα, τα οποία φιλοξενεί για το διάστημα Ιουλίου-Αυγούστου του ’22 το «Γραφείον Ποιήσεως», αφετέρου το συνολικό τους έργο, θα σημείωνα πως οι συγκεκριμένοι ποιητές έχουν φθάσει, μέσω της αυτογνωσίας, σε μια διανοηματική υπέρβαση αλλά και υφολογική κορύφωση. Επιπλέον, στο λόγο τους απελευθερώνεται η γλώσσα όχι ως λήμμα λεξικού αλλά ως υλικότητα του ποιητικού είναι, εντός του οποίου συμφύεται οργανικά η πράξη του γράφειν.

Εν τέλει θεωρώ σαφές πως τούτο το προλογικό δάνειο, στοχεύει στην κατανόηση του μυστηρίου της ποίησης από ποιητές και ποιήτριες που διακονούν μια διαφορετική διαλεκτική του γράφειν, η οποία -ως τέτοια- δεν κυριαρχείται από τη ρητορική επίδειξη, το ευφυολόγημα και την προσήλωση σε φιλολογικούς συνταγματικούς άξονες γραφής που αρθρώνεται χάριν εαυτής. Άλλωστε ο Foucault για πάνω από μισό αιώνα προειδοποιούσε: η αλήθεια του λόγου είναι παγιδευμένη από τη φιλολογία.

Η ποιητική λοιπόν ετεροτροπία των 7+1 κινείται αναμφίβολα έξω από κανόνες και όρια, εκδιπλώνοντας την ιδιάζουσα πυκνότητα μιας ανοιχτής ποιητικής οντολογίας.

Κώστας Γουλιάμος

Γιώργος Βέης

ΝΑ, ΕΔΩ, ΜΟΝΟ ΕΔΩ

έλα κοντά μου
στο σπίτι αυτό να μείνεις
το ΄χτισαν καλοί μαστόροι
δεν πέφτει με τίποτα
ούτε ραγάδες στους τοίχους
ούτε θεμέλια κουνημένα
όπως άλλωστε η φαντασία
ιδίως εκείνου του θέρους
στέκει όρθιο κι αυτό να σε περιμένει
ναι, στην καρδιά της πόλης που ερήμωσε
δεν απέμεινε, θα δεις, τίποτα εκεί
παρά μόνο το σπίτι μου
εδώ κοντά, θυμάμαι, κατοικούσε κάποτε η δύναμη
τώρα, τις νύχτες μόνο, ακούγονται φωνές παιδιών
ναι, του Δημοτικού είναι,
ξεχωρίζω τα ονόματα
αλλά και τα παιχνίδια τους
έλα κοντά μου
όχι στην απελπισία του κόσμου
στον κήπο πρώτα να κάτσουμε
να φάμε άγρια μούρα
κάτω από τη λεμονιά των αιώνων να μείνουμε
όχι στην απελπισία του κόσμου
αλλά κοντά στα χνώτα
στο άρωμα των ζώων, έλα!

§

 

Κώστας Γουλιάμος

ΤΑ ΙΕΡΑ ΤΩΝ ΕΚΚΡΙΣΕΩΝ

Δεν υπάρχει θάλασσα γεμάτη ουρανό
Μήτε καράβια να λύσεις τα μαλλιά σου
Δεν υπάρχουν πουλιά και σώματα
Καταμεσίς της υψηλής σελήνης
Δεν υπάρχουν κορασίδες
Που χάνονται στο φως
Απλά συναντάς το απέραντο τίποτα
Στο κέντρο του πιο απομακρυσμένου γαλαξία
Με τον πιο ιονισμένο εγκέφαλο
Έτσι απλά όπως απλώνεται
Το τρομαχτικό τίποτα
Όπως η λέξη οδοιπόρος, η λέξη ωδή ή το ρήμα ορώ
Τίποτα περισσότερο
Όλα τελειώνουν στο βλέμμα
Του μέλλοντος χρόνου
Στην αγκαλιά που άφησες στη βροχή
Όταν γύρω γδέρνονταν γυμνά τα οστά
Και τ` άλογα δεμένα μέτραγαν τα εύρωστα άστρα
Τίποτα περισσότερο
Συναντάς αυτούς που έχασες
Καθένας βυθίζεται στο σώμα του
Όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα
Ηλίθια πρόσωπα
Τους σκότωσε το σκοτάδι

Και σήμερα αν αφήσεις το μάτι σου
Σκαλίζοντας τους νεκρούς της χώρας
Αν ξαναδέσεις το φως
Χύνοντας λέξεις σε άδεια ποιήματα
Λυτρώνοντας το ποτάμι απ` τ` άγρια πτηνά
Αν πάλι κρύψεις τα οστά σου
Και ξεχάσεις τη μυρωδιά της σάρκας
Αν μιλήσεις δυνατά χωρίς θόρυβο
Δεν υπάρχουν σύντροφοι ν` ακούσουν
Κάηκε η φωνή τους

Γιώργος Μπουζιάνης/Ξαπλωμένη γυναίκα, 1930

 

 

Χλόη Κουτσουμπέλη

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΡΑΠΤΙΚΗΣ

Στην αρχή άτσαλες, αδέξιες βελονιές
σε πολλαπλά στριφώματα.
Καθώς όμως μεγαλώνουμε,
το μάτι της βελόνας μυωπικό
κι η καμήλα πολύ δυσκίνητη
για να περάσει μέσα.
Όταν της νύχτας ο ποδόγυρος ξηλώνεται
τον συγκρατούμε πρόχειρα
με μια καρφίτσα αστέρι.
Μα καθώς η ραπτομηχανή ερήμην μας
όλο και πιο γρήγορα γαζώνει
και το μετάξι μας τελειώνει,
μαθαίνουμε
πως κάθε πατρόν μοναδικό,
καμιά εμπειρία δεν είναι ένδυμα φασόν,
με στοχασμό ράβουμε λοιπόν το κουμπί του φεγγαριού
στο πουκάμισο του γαλαξία,
με ανθεκτική κλωστή κεντάμε του αγαπημένου το όνομα,
ακόμα και αν δεν υπάρχει ούτε δακτυλήθρα, ούτε ξύλινο αυγό,
ούτε ένα τηλεφώνημα πια ανάμεσά μας,
με ατσάλινο ψαλίδι δεν κόβουμε τις φλέβες του υφάσματος
αλλά επιδέξια τις πτυχές του ενώνουμε,
αφού καλά γνωρίζουμε:
Στο τέλος της ημέρας
κάθε ρούχο κρίνεται απ’ τις ραφές του.

§

Γιώργος Μολέσκης

ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ

Ήταν χώμα και το ήξεραν
– χώμα και νερό – .
Από το χώμα ζούσαν και το νερό
κι όλο περίμεναν τη βροχή
τους εύκρατους ανέμους
την ευφορία των καρπών της γης.

Έσκαβαν κάθε μέρα, κάθε ώρα,
τη μέρα στο φως, τη νύχτα στο σκοτάδι,
ξύπνιοι, κοιμισμένοι στα όνειρά τους.
Έσκαβαν τη γη, το νερό, τον άνεμο,
έσκαβαν ιστορία και μύθο.

Προχωρούσαν, έψαχναν,
χάνονταν, βρίσκονταν.

Σπλαχνικός ήταν ο Θεός,
άσπλαχνος ήταν,
αδιάφορος, τιμωρός.

Σκιές, λάμψεις, μέρες, νύχτες,
το τέλος ίδιο πάντα, δίχως αρχή.
Γιατί; Προς τι;

Ένα διαρκές παρόν το άπιαστο,
ερχόταν πάλι και πάλι, τακτικό
κι απρόσμενο, σαν επανάληψη.
Ορισμένο, αόριστο, λίγο φως,
μια άπιαστη λάμψη, σκιά, σκοτάδι.
Λίγο χρώμα, λίγες λέξεις, σιωπή.

Ήταν ένα παιχνίδι και το ήξεραν,
ήταν μέρος του και το έπαιζαν.
Φαντάζονταν φαντάσματα
και φοβούνταν και φόβιζαν.

Σκοτάδι έβλεπαν, στο σκοτάδι έψαχναν,
δίχως να βλέπουν έβλεπαν.

Στην ιστορία βρήκαν τη λέξη,
αυτή ζωντάνεψε,
έγινε σύνθημα, μεγάλωσε,
διχάστηκε, τους δίχασε.
Πολλές οι αλήθειες, ασυμβίβαστες.

Οπλίστηκαν, σκότωναν, σκοτώνονταν.
Στο χώμα κυλίστηκαν,
γονάτισαν, έκλαψαν,
δεν είδαν το φανερό,
ονειρεύονταν το άπιαστο.

Το σκοτάδι έχτιζαν
στέγη στέρεα από πάνω τους.

Ήθελαν ένα όνειρο μεγάλο
να τους σηκώσει ψηλά.
Δεν το σήκωσαν, χάθηκαν μέσα του.
Φονιάδες έγιναν, αδελφοκτόνοι,
κάηκαν στη φλόγα που άναψαν.

§

Γιώργος Μπλάνας

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ξέρω, βέβαια, πως καθένας θα ήθελε να χάσει μια φορά
-νύχτα κατά προτίμηση- τον δρόμο για το σπίτι του.
Συμβαίνει κάποτε να παραείναι ανιαρή η επιστροφή
-τα έχουν αυτά οι σύγχρονες κατασκευές- και να φοβάται
πως ίσως δεν μπορέσει να ξεχωρίσει τα έπιπλα
απ’ τους νεκρούς εκεί μέσα. Ξέρω, ξέρω. Είναι κάπως…
«aggressive», ε; να μην ξέρει κανείς τι οφείλει να θρηνήσει
και τι πρέπει να πετάξει, μετά από τόση τάξη.
Μπορώ να πω πως έχω κάποια πείρα στο Επιστημονικό
Management – αν και δεν άντεξα ποτέ να διαβάσω
τον Taylor [Τι νόημα έχει να μάθεις απ’ την αρχή
αυτά που ήξερες απ’ την αρχή, για ν’ αποκτήσεις αρχές;]
Όμως, εκείνο που δεν μπορώ να καταλάβω
είναι γιατί θα πρέπει να είμαι εγώ ο ήρωας
κάθε αποτυχημένου. Ομολογώ
πως οι Κύκλωπες, οι Λαιστρυγόνες,
οι αυτοκαταστροφικές μάγισσες και οι αλλοπρόσαλλες θεές,
κάνουν ευκολότερο –και ασφαλέστερο, οπωσδήποτε-
ένα ταξίδι στις αναξιοποίητες περιοχές των ηδονών.
Ωστόσο θέλω να επισημάνω πως θα ήταν
απείρως ευκολότερο να μην γεμίζει το σπίτι του κανείς
με πτώματα και άχρηστα έπιπλα. Η ζωή δεν μοιάζει
με μυθιστόρημα. Είναι μυθιστόρημα. Τη μοίρα
του ήρωα, μόνον ο ήρωας δεν την γνωρίζει.

Γιώργος Μπουζιάνης/Ξαπλωτή γυναίκα, 954-58.

 
 
 

Βαγγέλης Τασιόπουλος

ΤΟ ΠΛΑΓΚΤΟΝ ΤΗΣ ΝΗΝΕΜΙΑΣ


Τα σκαλάκια που μας χώριζαν ήταν η ασφάλεια του νου.
Τα σώματα ως γνωστόν, δεν κάνουνε διακρίσεις,
φιλοτεχνούνε το χαμό κι ύστερα κρίνουν τα συμβάντα αμερόληπτα.
Όμως φθορά τη φθορά πλησιάσαμε στο κόκκινο σεντόνι
ανοίξαμε παράθυρα να μπει ο ουρανός
να φωτιστούν οι ράγες
μήπως μιλήσει ο ορφανός με την παντιέρα.
Ακούω ακόμα το συρμό στο πρώτο δρομολόγιο.
Τους επιβάτες να τραβούν την ανηφόρα κάθιδροι
με τα φτηνά υπάρχοντά τους.
−Με διακρίνω ανάμεσα στο πλήθος−.
Ο φόβος έχει παρακείμενο που φροντίζει αδιαλείπτως
το πρώτο φιλί στην ερημιά, την πρώτη ήττα στα χαλάσματα.
Τα σκαλάκια είναι μια εύλογη απόσταση για τη σωτηρία.
Στα πανηγύρια άλλωστε, τόσο κοντά, μαθαίνεις το υστέρημα
κεντάς τους ουρανούς με άστρα, όπως στα παραμύθια
και δίχως περιστροφές μιλάς τα νέα ήθη.
Αγγίζεις τις παρειές και τους βραχίονες
ως είθισται
πριν από το φιλί που μόλις προλαβαίνεις
γιατί αρχίζει ο έρωτας
κι ακούγονται φωνές.
Πλησιάζουν οι αδέκαστοι σαν
πρώιμο Φθινόπωρο κι εσύ αρμενίζεις
στο πλαγκτόν της νηνεμίας.

§

Κυριάκος Χαραλαμπίδης

Ο,ΤΙ ΑΠΟΜΕΝΕΙ


Πριν πέσω και πεθάνω (πριν να σκοτωθώ),
έσκαψα με τα χέρια μου και βρήκα
ένα κεφάλι αγάλματος. Τ’ αρχαία μαλλιά του
θαρρείς απ’ τον ιδρώτα του κολλούσαν
επάνω στο ιδανικό του πρόσωπο,
με τα κτερίσματά του και τ’ αλόγατα
που κυβερνούν ονείρου καλπασμό.

Αυτό μου δυναμώνει και τη στόχαση
πως το κεφάλι ετούτο χρήζει ελπίδος
και πίστεως και αγάπης και συμμετοχής
της φύσης, σε συναγερμό με το ένα
που περιφέρουμε σ’ επιταφίους.

Απάντηση σε κείνους που επιμένουν
πως δεν απέμειναν ιδανικά.

§

 

Δήμητρα Χριστοδούλου

ΒΑΡΙΑ ΒΙΒΛΙΑ

Στη μετά θάνατον ζωή του ο θεός
Κρύφτηκε μέσα στη ντουλάπα,
Εκεί που πάνε τ’ άτακτα παιδιά
Μετά από ένα χέρι ξύλο.
Με τα κακά τους λόγια έπλασε
Δακτυλιόσχημους πλανήτες
Και σκάρωσε αγριοπερίστερα
Από το ποινικό τους μητρώο.
Όλο το προβλεπόμενο τριήμερο
Τα δίδασκε μουσική και σκάκι.
Κι όσα είχαν κλίση στην αστρονομία
Πώς να εκτοξεύουν παπαρούνες
Απ’ τις υπώρειες τ’ ουρανού.
Έπειτα επέστρεψε στα καθ’ ημάς.
Σ’ αυτό το σύμπαν της νομοθεσίας.
Εδώ ο φτωχός δεν βρίσκει ρούχο στην ντουλάπα.
Και ο βραδύγλωσσος είναι εκείνος ο βλάσφημος
Που καμία αγκαλιά δεν τον χωράει.
Αν πεις να πεθάνεις, πάει, πέθανες.
Σε ψάχνουν βέβαια πόντο πόντο τα αγριολούλουδα
Μα ως κι η μάνα σου έχει τις δουλειές της.
Σταλάζει πάνω σου τίποτε νότες το στερέωμα,
Οι μπόρες ρίχνουν τίποτε ζαριές αθανάτων,
Φυσάς το σπίρτο, αλλάζεις το πλευρό, κοιμάσαι.

Γιώργος Μπουζιάνης/Σύνθεση, 1950-58