Στην πρόσκλησή μου για τα7 + 1 ποιήματα του Ιουνίου ανταποκρίθηκαν σαν καλοκαιρινό κυματάκι (με μια ήσυχη, χαρούμενη αμεσότητα, χωρίς ποιητικές πόζες και φιοριτούρες), οι Ευά Παπαδάκης, Ευαγγελία Τάτση, Ελένη Σ. Αράπη, Μαριάννα Ζωάκη, Κωνσταντίνα Σιαχάμη, Άννα Κορφιάτη, Κασσάνδρα Αλογοσκούφη και Θοδωρής Πετρόπουλος. Πρόκειται για οκτώ ποιητές/ποιήτριες, που αν εξαιρέσουμε τους τρεις πρώτους, δεν έχουν εκδώσει ατομικές συλλογές. Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία αλλά συναρτάται με την πάγια πεποίθησή μου ότι αυτό το ποιητικό βήμα ανήκει, κυρίως, στις νέες ποιητικές φωνές ανεξαρτήτως ηλικίας –στην προκειμένη περίπτωση, οι περισσότερες νέες και ηλικιακά. Οι συγκεκριμένες ποιητικές φωνές είναι υβριδικές, τολμηρές θεματικά και γλωσσικά και εν πολλοίς «φρέσκες» μολονότι «κουβαλάνε» ειδικό συναισθηματικό/διανοητικό βάρος.
Επιμέλεια: Αγγελική Πεχλιβάνη
Ευά Παπαδάκης
γ τ π
ενδυο: Η Τόσκα του Πουτσίνι, ή η Πούτσα του Τοσκανίνι
κάνε ό,τι θέλεις με το σώμα μου ενδυο
είναι δικό σου για πάντα ενδυοτρια
με τη συγκατάθεση μου ενδυοτριατεσσερα
στραγγάλισε με ενδυοτριατεσσεραπεντε
κόψε το πέος μου ενδυοτριατεσσεραπεντεξι
ξάπλωσε δίπλα μου ενδυοτριατεσσεραπεντεξιεπτα
κράτα με στα χέρια σου ενδυοτριατεσσεραπεντεξιεπταοκτω
κοίτα με στα μάτια τρυφερά ενδυοτριατεσσεραπεντεξιεπταοκτωεννια
σαν να είναι πραγματική ιστορία1 ενδυοδεκα
1σε πολλούς αρχαίους πολιτισμούς, όταν κάποιος κέρδιζε μία μάχη έκοβε το πουλί του αντιπάλου και το έπαιρνε σαν τρόπαιο.
Christian Hopkins/human body
Ευαγγελία Τάτση
Μητρική συνάρτηση
I
[Διακεκριμένες κλοπές]
Η μάνα μου
πιστεύει πως τα βράδια
της κλέβουν τα υπάρχοντα
στη θέση τους βάζουν άλλα
δεύτερα και φτηνά.
Αυτό το τραπεζάκι του σαλονιού
δεν είναι το δικό της που γυάλιζε
το καινούργιο ψυγείο
που πήρε στην σύνταξη
το άλλαξαν μ’ αυτό το χαλασμένο
την κουζίνα με τις κεραμικές
με μια άλλη που δεν ψήνει νόστιμα φαγητά
το φόρεμα που έραψε στο γάμο μου
ποτέ δεν την χόντραινε
τα παράθυρα τώρα τρίζουν
όπως τα κόκαλα της
που δεν έτριζαν.
Όμως η μάνα μου
θυμάται το παρελθόν
με κάθε λεπτομέρεια
γνωρίζει την αξία των ανθρώπων
και των πραγμάτων.
Η μάνα μου
ξέρει καλά τι λέει.
II
[Σπιτική συνταγή]
Η μάνα μου
έριχνε λίγο-λίγο το μυαλό της
μέσα σε σουτζουκάκια
και λαχανοντολμάδες
τώρα
πρέπει εγώ να μαγειρέψω
με μάτια πεινασμένα
μου ζητά
το μυαλό της πίσω.
III
[Βιογραφικό]
Ήταν η μάνα μου
είχε κι ένα καπάκι πάνω της
ίδιο η μάνα μου
το σήκωσα μα πίσω του
δεν ήταν τίποτα που να ξέρω
το έκλεισα φυσικά
ας το ξεχάσουμε
άλλωστε έχω χρόνια γεννηθεί
η ζωή είναι έξω μαμά
αυτό είναι.
IV
μικραίνουν πολύ, πάρα πολύτόσο που να χωράνε στην καρδιά μας
Claudio Migliavacca/Fidelmi’s Mother
Ελένη Σ. Αράπη
Μπλε
Μια βροχερή νύχτα η μάνα πνίγηκε. Δεν πέθανε. Πνίγηκε. Όχι απ’ το νερό. Απ’ τον
καρκίνο. Το πρωί της ίδιας μέρας, ο γιατρός είπε ότι θα δώσουμε τη μάχηˑ θα τον
πατήσουμε κάτω. Δεν τον πατήσαμε. Μας πάτησε.
Παρόλα αυτά. Δεν πέθανε. Πνίγηκε. Δε νίκησε ο καρκίνος. Νίκησε ο πνιγμός. Το ίδιο
βράδυ η μάνα χαμογελούσε. Δεν πέθανε. Πνίγηκε. Χαμογελώντας.
Εμάς, μας έπνιξαν οι τύψεις.
(Συνηθίζεται φαίνεται όταν οι άνθρωποι πνίγονται –επαναλαμβάνω, δεν πεθαίνουν,
πνίγονται– να πνίγουν και τους αγαπημένους).
Τη βάλαμε στο ψυγείο. Έκανε κρύο. Πάγωσε. Δεν πέθανε. Πάγωσε. Τα χείλη της
βάφτηκαν μπλε. Λογικό. Το χρώμα του πνιγμού. Του πάγου. Το μπλε.
Στη συνέχεια βρέθηκε άνυδρο χώμα. Αποφασίσαμε να μοιραστούμε τον πνιγμό με το
χώμα. Εκ τότε η γλώσσα μας πάγωσε. Δεν πέθανε. Πνίγηκε. Βάφτηκε μπλε. Ποτίζει
το χώμα
Maarlen van der Kamp Amsterdam June 2015
Μαριάννα Ζωάκη
Ο σκύλος
κουλουριάζεται στην κόγχη του
Σε βλέπει αντίκρυ μου στην άκρη του τραπεζιού
Με βλέπει αντίκρυ σου πνιγμένη στη Βιρτζίνια
Στην κάμαρη σιωπή
Χείλη που μισανοίγουν για να τσακιστούν
Ο σκύλος
καρφώνει τα μάτια του στα μάτια μου
Παρακολουθεί
τις λέξεις να λιώνουν στις κόρες
ύστερα
πάλι να πήζουν σ’ αξεδιάλυτα σχήματα
κορμιά
το ‘να στ’ άλλο χωνεμένα
σ’ αγκαλιά
Βλέπει εμένα
λειψή
εμέ–
να μην μπορώ
ν’ απομονώ
σω
μια λέξη
–τόση δα–
για να σε συναντήσω
Life on the Streets Sergio Larrain at Rencontres
Κωνσταντίνα Σιαχάμη
Φαντασίωση στα 55
Ότι είμαι γεφύρι που δεν πέφτει, υπερωκεάνιο, κίτρινο τυρί στα χέρια της Μπαχάρ,
και βγαίνω από τη θάλασσα και με κοιτάζεις και ανεβάζει δέκατα η ομορφιά, ότι
είμαι πενθήμερη, γελάω, μέλι στο δάχτυλο που γλείφεις, ξενοδοχείο η «Πατρίς» και
εσύ ο μόνος δρόμος, είμαι προπαίδεια επτά εννιά, ωραία σημάδια και καρφιά, ότι
είμαι ρετσίνι, φρενίτιδα του πεύκου και κολλάω, ότι στα χέρια σου γερνάω, και
ζητιανεύω, γωνία Ασκληπιού και Δερβενίων, γωνίες οξείες και αμβλείες, και είμαι
ντάλα μεσημέρι
*
Άννα Κορφιάτη
Voice mail
Μα πρέπει κάποιος να της πει
πώς όταν λέει λέξεις
όπως «κονιάκ» και «σε», «φιλώ»
όταν εκφέρει πληθυ-
ντικούς σποραδικούς,
γυρίζει ο χρόνος πίσω
κι όλ΄οι γραφιάδες
πού’γραψαν
γι’άνοιξες και γυναίκες
στέκουνε σούζα
αγναντεύοντας
τις παύσεις της.
A Man In Search of Meaning
Κασσάνδρα Αλογοσκούφη
Φρατέρκουλα[1] του Ατλαντικού
Γράφω ποιήματα που σημαίνουν λίγα Φαρενάιτ
Ελάχιστα κατανοητά στο χαρτί σαν φρατέρκουλα
Οι λεύγες πετάνε μίλια από γλάρους χαμηλά
Πάπιες ισορροπούν στο κύμα ακροβάτες
Ένα χέρι με τραβά από το πόδι στο κρύο Γιακούτσκ[2]
Βυθίζομαι κι επανέρχομαι ζωντανός στους -83.9° F
Γράφω ποιήματα και στο μελάνι χύνονται στιγμές
Φτερά από σφαγμένα γλαροπούλια απεύχομαι
Τι να σημαίνει άραγε η θάλασσα για τους βράχους;
Αν, όχι ένα μαρτύριο επανάληψης ή συνήθειας;
Γράφω ποιήματα κάτω απ’ την άμμο υπονοούμενα
Μ’ ένα κλάμα έρχεται και τα καλύπτει θάρρη η θάλασσα
Με ημισφαίρια που συμβολίζουν το βόρειο σέλας
Χαροκαμένα στήθη του αρκτικού κύκλου κοπιάστε
Γίνονται έτσι αντηχείο﮲ τα ποιήματα της σπηλιάς κοχλάζουν
Μια φαφούτα βοή στα χέρια, Πίσω απ’ τον ορίζοντα του
Ψύχους ξεπροβάλλει -επιτέλους- ο ήλιος θερμαστής…
[1] Αλλόκοτα θαλασσοπούλια.
[2] Η Yakutsk είναι η πιο κρύα πολιτεία του κόσμου με το θερμόμετρο να αγγίζει τη θερμοκρασία των -83.9° F (or -64.4°C).
Το σπίτι φεύγει.
Το κοιτάζω προσεκτικά.
Είναι γεμάτο κίνηση, γεμάτο φωνές ακόμη.
Βλέπω εμένα, τη γυναίκα μου,
τα παιδιά μου.
Τρώμε, τα παιδιά μεγαλώνουν, μαλώνουμε, ξανασμίγουμε, μεγαλώνουμε,
αρρωσταίνουμε, υγιαίνουμε, δεχόμαστε καλεσμένους, γελάμε, κλαίμε, το
ανακαινίζουμε, μεγαλώνουμε, κοιμόμαστε, πίνουμε καφέ, πάμε στη δουλειά,
πάμε στη δουλειά, το βράδυ, ξυπνάμε, είμαστε νέοι ακόμη, γερνάμε,
τα παιδιά φεύγουν, φοβόμαστε, φοβόμαστε, τα παιδιά γυρνάνε, ξαναφεύγουν,
κάνουν τα δικά τους σπίτια, κοιτάμε ο ένας τον άλλο, αγαπιόμαστε, φοβόμαστε
φοβόμαστε, προσέχουμε, πιανόμαστε απ’ το χέρι, τα κεραμίδια πέφτουν,
προσπαθούμε
να τα φτιάξουμε, σκοντάφτουμε,
ουρλιάζουμε, ουρλιάζουμε.
Το σπίτι με κοιτά.
Το σπίτι φεύγει.