Εαρινή σύναξη λέξεων
Ο συγγραφέας είναι ο εργάτης των λέξεων, μας λέει ο Βοσταντζόγλου. Δεν βρήκα καλύτερο ορισμό από τότε. Μάζεψα λοιπόν κάποιες λεξούλες από γυναίκες με την πίστη πως στη χώρα μας ανθίζει ο λόγος των ποιητριών. Στην πρόσκλησή μου ανταποκρίθηκαν οι κυρίες: Πηνελόπη Ζαρδούκα, Σοφία Ζήση, Αγγέλα Καϊμακλιώτη, Έλενα Λυμπεροπούλου, Χρύσα Παπαδημητρίου, Μαριάννα Πλιάκου και Βάσω Χριστοδούλου. Ο Γιάννης Στρούμπας ανέλαβε εν αγνοία του το ρόλο του αντιφωνητή. Μια χούφτα λέξεις μάζεψα φίλοι μου για να μπούμε στην Άνοιξη του ’22, αντιτάσσοντας στη βαρβαρότητα ένα ματσάκι από πολύχρωμα λουλούδια του αγρού.
Σωτήρης Παστάκας
Πηνελόπη Ζαρδούκα
Το «όνειρο» στα ιταλικά
Κοιτώ μέσα στον χρόνο που τελειώνει
ζωές κρυφές∙ ζωές, σαν να’ ταν μία
Όπως του Κώστα ακόμα
ετούτη η στιγμή στον καναπέ.
Δεν συναρμόζεται παρόν –
μα, πιο πολύ
κοιμάται, όπως σε μια παλιά φωτογραφία
-Κοίτα, ακόμα χθες κοιτάζει
ασπρόμαυρα το τώρα
Μέσα στον θάνατο των ζώων -τον ύπνο-
ξυπνά η ζωή, η δική του των ζωών
Σε εφηβικά πρόσωπα λοιπόν
ποτέ του κι ας ξυπνά δεν έμαθε
και συνεχίζει με όνειρα
ως τώρα.
Στον συνάδελφο Κ.Δ
τα νιοσχημάτιστα βουνά, τα δέντρα, οι γκρεμοί
που ξαφνισμένα σκίστηκαν από μεγάλους πόνους
για να βρουν τόπο να κυλούν νερά, φωνές, σεισμοί.
Να φτάνουν κι οι δημιουργοί, περήφανα κοπάδια,
να σχεδιάζουν πλάσματα, φαινόμενα, σπαρτά,
νύχτες ιδέες τους τυραννούν, μέρες ιδέες τους βάζουν
ν’ αποδεχτούν συντρίμματα πως γίνονται κι αυτά.
Συντρίμμια αν είναι, ξεπηδούν πλάσματα των πλασμάτων,
που άναρχα περιφέρονται και θέλουν προσοχή,
να ψηλωθούν, να στυλωθούν, να βρουν το πάτημά τους,
το τέλος να μην τα σκορπά, να μην τα σβήνει η αρχή.
Φυσομανούν και τα στοιχεία, πρόσωπα μύρια αλλάζουν,
κι όταν αχούν τρομαχτικά είναι που μοναχοί
απαλοανοίγουν τις στενές κόγχες που ζουν οι ανθρώποι
κι αργοανασαίνουνε βουβά, καπνό λευκό, παχύ.
Καπνό που έγκατα κρατούν ως που να φτερουγίσουν
ολόφαντα κι ευωδιαστά τα πνεύματα και οι αχοί,
τ’ αληθινά προστάγματα της φύσης τους ν’ αρχίσουν
θέλουν δε θέλουν να ακλουθούν, άνθρωποι, ζώα, θεοί.
Αγγέλα Καϊμακλιώτη
FAMAGUSTA TOURING
Attention – Το κτίριο
μπορεί να καταρρεύσει
αλλόθροα τα πλήθη συρρέουν
κέραμοι – λίθοι – πλίνθοι
η λήθη – ατάκτως
εκτάκτως – η αταξία
ως ίωση – Attention
Προσοχή – The building
may collapse
δεν φέρουμε ουδεμία
ευθύνες – θίνες – αμμόχωστες
λίμνες αρχαίες και θάλασσες
Κι αν καταρρεύσουν θα
παρασύρουν κι εσένα
Προσοχή – Το σιντριβάνι
νερό που θυμάται ξεβάφει
στους τοίχους κατά συρροή
η Ένωση • συναγελάζονται
dark coffee – ελληνοτουρκικό
dark tourism – Παρακαλώ
It’s dangerous to enter inside
The building may collapse
Κι αν καταρρεύσει;
Attention – την προσοχή σας
Παρακαλώ για μια σέλφι
στο αμφίρροπο φόντο
ένα κρίνο ανατέλλει
αναστέλλει τη νύχτα
Έλενα Λυμπεροπούλου
Προσευχή
Κάποιες φορές φτάνει να απαγγείλω ένα στίχο
άλλες, κουλουριάζομαι με τα γόνατα στο στήθος,
έτσι μεταφράζεται το κλάμα σε όλες τις γλώσσες,
υπάρχουν στιγμές που με κόκκινες λάμψεις στα μάτια
χαμογελώ στο ζαβολιάρικο παιχνίδισμα του ήλιου,
πολλές φορές φαντάζομαι την θεόρατη κίνηση του θεού
που έσπασε το μηδέν σαν αυγό και βγήκε το πρώτο
ασχημόπαπο που προορίζονταν για κύκνος,
άλλες πάλι, παρατηρώ το κενό σα σκακιέρα
ορμάω με το κουτσό πιόνι και σώζω το βασιλιά μου.
Λίγο ενδιαφέρει τη νύχτα, τι όνειρο θα με τυλίξει
έτσι, αφήνω να περνούν δίπλα μου άνθρωποι αφηρημένοι
στέλνοντάς τους ένα αδελφικό μήνυμα από λευκό σεντόνι
μέχρι να αποκοιμηθώ με μια ανάμνηση φτερών.
Υπάρχουν και οι δύσκολες νύχτες που δεν μιλώ για μοναξιά ή
αγάπη, γεννάω μόνο με τα μάτια μου ένα σώμα και κουρνιάζω
πάνω του.
Με την καινούρια μέρα ελπίζω σε νερό και ψωμί αλλά άπληστο
είναι το πάθος και μέσα στην άχνα του πρωινού,
ελπίζω στην αγάπη, στο μίσος, στο φόβο, στο θάνατο, στο
στόμα το σκοτεινό με τις φωτεινές λέξεις, σε εκείνον και
σε εκείνον τον άλλον
και βρίσκομαι πεινασμένη με χέρια σαν πληγωμένου
φαντάσματος, που προσπαθούν να γράψουν κάτι σαν προσευχή
να παραδώσει την αγωνία της σκέψης μου,
αυτά τα στριφτά κέρατα
σε σένα
που έρχεσαι έτσι κι αλλιώς να μου χαϊδέψεις το κεφάλι.
Χρύσα Παπαδημητρίου
Retrospicio
Κοίταξα τις ρυτίδες μου στον καθρέφτη.
Μάτια θολά, βλέφαρα κρεμασμένα.
Επιθυμούν να δραπετεύσουν
απ’ τα υψίπεδα του φθαρμένου προσώπου.
Ύστερα κοίταξα το δικό του πρόσωπο
άσπιλο μες στη νεανικότητά του.
Μόλις είχε πάρει να χλωμιάζει
τυλιγμένο στου θανάτου τα πλοκάμια.
Οι αυλαίες των βλεφάρων πεσμένες.
Σκύβοντας προς το φέρετρο
στον τελευταίο ασπασμό απάνω
εκείνες θρόισαν ανάλαφρα
χάρη σε μια παιχνιδιάρα της Άνοιξης αύρα.
Σχεδόν ζωντανές.
Επέστρεψα βίαια από το όραμα
ή ίσως εκείνο –ποιος ξέρει; – να μ’ απόδιωξε.
Είκοσι χρόνια μετά
η μάσκα που ‘χω πια για πρόσωπο
ακόμα βυθίζεται στου καθρέφτη το κρύσταλλο
εικόνα μεσήλικη που αυτοκτονεί
ναυαγισμένη
στου έρωτα την πλήρη εγκατάλειψη.
Μαριάννα Πλιάκου
ΠΕΡΙ ΠΑΙΔΩΝ ΑΓΩΓΗΣ
“The year
we found out who we were and who we were not”,
Fatimah Asghar
Ήμουν μικρή όταν μου είπαν τι είμαι και δεν είμαι. Κυρίως ενδιέφερε το τι δεν είμαι.
Αργότερα μου είπαν, αν δε μπορείς να μη δεν είσαι, τουλάχιστον να είσαι λιγότερο. Έτσι, τα
βράδια, με επιμέλεια μάζευα τα κομμάτια που τη μέρα αφαιρούσα, και έφτιαχνα τον εαυτό
μου απ’ την αρχή, μέχρι τις μικρές ώρες του πρωινού πάλι να με αναγνωρίσω.
Γιατί μόνο ολόκληρο μπορείς να δεις τον εαυτό σου.
Τον εαυτό σου μόνο ολόκληρο μπορείς.
Μόνο ολόκληρο.
Μπορείς.
Βάσω Χριστοδούλου
[Λίλα Πάουζε]
Όλα σπάνε
γίνονται κομμάτια στο δρόμο.
Τον πιο τρομακτικό ήχο
τον κάνει η καρδιά.
Γιατί τη ζωγραφίζετε κόκκινη;
Μοβ να τη ζωγραφίζετε,
πένθιμη
κι ας φάτε σφαλιάρα
όπως έφαγα στο σχολείο
που έβαλα μοβ ξυλομπογιά
στην αγελάδα
-απ’ τη διαφήμιση της σοκολάτας
που μου αγόραζε ο μπαμπάς μου.
Όλα χρωματίζονται
γίνονται αναμνηστικά σε ψυγεία,
σε πορτοφόλια.
Το πιο τρομακτικό χρώμα
αυτό των νυχιών μου
τώρα που γδέρνω
εκεί που ακούμπησες.
Μ’ αγαπά – δεν μ’ αγαπά
Ένα-ένα τα πέταλα μαδώ
μα να καταλάβω δεν μπορώ
αν νιώθει κάτι.
Τι στο καλό, με σιμώνει μοναχά
για να καλοπερνά;
Να την έχω στα όπα-όπα
μ’ όλα της τα λούσα
και μετά με τα μάτια της κλειστά
το κεφάλι της να στρέφει απ’ την άλλη
σαν μαντάμ Σουσού
και να με μειώνει αφ’ υψηλού;
Μ’ αγαπά – δεν μ’ αγαπά
Μ’ αγαπά – δεν μ’ αγαπά
Ένα-ένα τα πέταλα μαδώ
μα να καταλάβω δεν μπορώ.
Βέβαια δεν θα ‘λεγες
πως τον ψύλλο πεταλώνω.
Ειδάλλως θα της είχα πάρει
έστω μια γκριμάτσα.
Τούτη πάντως η ναζιάρα
που από πίσω της με σέρνει
και τα πέταλα σωρεύει
–Μ’ αγαπά – δεν μ’ αγαπά–
λάφυρα της μαργαρίτας
δεν μπορεί να ‘ναι παρά
γατί· γάτα με πέταλα.
Πίνακας post cover: Joan Miro/Untitled