7+1 ποιήματα. Δύο ποιήτριες και έξι ποιητές συναντιούνται στον φιλόξενο βιότοπο του culturebook με ανέκδοτα ποιήματά τους για να δηλώσουν ότι ο ποιητικός διάλογος είναι εφικτός και πως διαφορετικοί εκφραστικοί τρόποι, θεματολογία και απόψεις συνθέτουν τη δυναμική της σύγχρονης ποίησης. Το αισθητικό αποτέλεσμα αποτελεί εχέγγυο για την πρόκληση και την ανάπτυξη μιας συζήτησης μεταξύ δημιουργών που αδιαφορούν για τους όποιους ανταγωνισμούς, ή και θηριωδίες. Έτσι η Χλόη Κουτσουμπέλη, μεταγράφει ποιητικά το παραμύθι «Ο Πέτρος και ο Λύκος»ꞏ ο Παναγιώτης Νικολαΐδης, βλέπει τον πόνο και την ελπίδα που γεννιέταιꞏ ο Γιώργος Χριστοδουλίδης, μιλάει για την αγωνία της απώλειας και την ποιητική γένναꞏ ο Βαγγέλης Τασιόπουλος, φέρνει στη σκηνή το αναπότρεπτο της φθοράςꞏ ο Κώστας Γουλιάμος, αφήνει την ιστορία του γενέθλιου τόπου του στα χέρια της λευκώλενης μούσαςꞏ ο Σωτήρης Παστάκας, σε μια κρίση ειλικρίνειας μιλά για την αλήθεια τουꞏ ο Στάθης Κουτσούνης, γράφει για το πάθος και την πληγή του έρωτα και τέλος η νεότερη όλων Ελευθερία Θάνογλου, αναζητά το όριο και τη διέξοδο.
Βαγγέλης Τασιόπουλος
§
Χλόη Κουτσουμπέλη
Ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ
Κάθε Πέτρος έχει φάει έναν Λύκο.
Κάθε Λύκος έχει φάει έναν Πέτρο.
Κάθε Πέτρος για τον άλλο Πέτρο, Λύκος.
Κάθε Λύκος για τον άλλο Λύκο, Πέτρος.
Από τις παραπάνω προτάσεις, ίσως όλες τους να είναι αληθείς.
Ή όλες ψεύτικες, ποιος ξέρει.
Διαλέξτε όποια σας ταιριάζει.
Όποια σας βγάλει τέλος πάντων ασπροπρόσωπους,
όταν καταφθάσουν οι Παπουτσωμένοι Γάτοι
με τις καλογυαλισμένες μπότες σε παρέλαση,
όταν η λεκάνη που νίβετε τα χέρια ξεχειλίσει αίμα,
όταν φίλοι και εραστές σάς έχουν όλοι απαρνηθεί,
όχι μόνον τρεις, αλλά πολλές, συνεχόμενες φορές,
πριν ο αλέκτορας λαλήσει με κομμένο τον λαιμό,
τότε είτε είστε ο Πέτρος, είτε ο Λύκος,
ο αγαθός παπάς της ενορίας
η ο χασάπης που κλέβει τη γιαγιά στο ζύγι,
το ανθρωπάκι σταφιδόψωμο
ή ο ανέμελος παραμυθάς,
δεν θα ‘χει πια καμία σημασία.
Εις τους αιώνας των αιώνων
θα ζείτε εσείς καλά κι εσείς καλύτερα,
με σφραγισμένα μάτια, στόμα και αυτιά,
αφού στο κάτω κάτω
εσείς δεν σταυρώσατε ποτέ κανέναν,
ήσασταν απλοί ψαράδες
που αμέριμνα απλώνατε τα δίχτυα.
Παναγιώτης Νικολαΐδης
ΔΙΠΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ
Κάθομαι σε μια πλαστική καρέκλα
στο αιματολογικό
δίπλα από την όμορφη γυναίκα μου
και περιμένουμε τον γιατρό
να βγει απ’ το δωμάτιο
του μπαμπά της.
Φαντάζομαι ότι κι οι δυο μας
σκεφτόμαστε ταυτόχρονα τον θάνατο
όμως κανείς μας
δεν είναι στ’ αλήθεια
προετοιμασμένος για το τέλος.
Πιάνω σφιχτά το χέρι της
και την κοιτώ.
Το πρόσωπο του άρρωστου πατέρα της
έχει εισδύσει στο δικό της.
Θα ζήσει, της λέω,
είναι ακόμη νέος
και δυνατός.
Όχι!
είπαν τα δέντρα
καθώς κουνιόντουσαν έξω.
Γιώργος Χριστοδουλίδης
Τα βελάσματα
Την προτελευταία εβδομάδα εκείνου του Μάη
έχασα ολόκληρη τη νέα μου συλλογή
όταν το έγγραφο μολύνθηκε
και μου έδωσε μια ακαταλαβίστικη γραφή.
Διασώθηκαν μόνο μερικά ποιήματα
όμως χωρίς τ΄ αδέλφια τους αργοπέθαιναν.
Σκέφτηκα τότε πώς αυτή είναι η διαφορά
μεταξύ μιας όμορφης μαγιάτικης μέρας
και ενός ιδιαίτερου χάους
καθώς ο βοσκός χάνει σε μια κατολίσθηση
ολόκληρο σχεδόν το κοπάδι του
η προβατίνα όλα τα προβατάκια που θα γεννοβολούσε
ο ποιητής τα βελάσματα που θα ακούγονταν
κάποια στιγμή μέσα από τους στίχους του.
Amedeo Modigliani / Nu Couche Dos
Βαγγέλης Τασιόπουλος
ΤΟ ΚΑΡΟΥΖΕΛ
Στη σάρκα της σκηνής αναζητάς το τιμάριο που σου παραχωρήθηκε για
τις υπηρεσίες σου στον άρχοντα. Νύφη πολύφερνη στους λογισμούς
ανώνυμη τώρα σαν δρόμος περίκλειστος, Οδός Ανώνυμη. Χρεώθηκες τον
τελευταίο χορό της Σαλώμης και, όπως διαδίδεται, φυγάδευσες με την
τέχνη σου στρατιές κατάδικους. Αρνήθηκες υποταγή και νόμους. Με την
οργή του Κρέοντα, της Πασιφάης τον τρόπο οδηγό, θυσιάζεις από τότε μια
μια τις μέρες μας, διαλέγοντας κάτοπτρα από τις προμήθειες για μια
σταγόνα αίμα. Βάρυνε, όμως με τα χρόνια, η αυλαία: πλεούμενα
καρφιτσωμένα συγκρούονται, καταλύουν εποχές μη μείνει ίχνος. Μονάχα
η έπαρση και ο θυμός της νύχτας θρυμματίζουν τα υλικά και
μεταλλάσσονται σε αδρανή απόνερα σήψης και σωτηρίας. Γι’ αυτό το
μήλο σάπισε στο διάφανό σου πέπλο και βάρυναν τα στήθη σου. Πού να
χωρέσει πια η αμαρτία. Ποια προσευχή να αναστείλει τη φθορά; Ο
μεγαλειότατος κουρδίζει γι’ ακόμη μια φορά το καρουζέλ.
Κώστας Γουλιάμος
Έσβησαν στο σώμα τους
Η ήρεμη φωνή των αγγέλων
στο χαοτικά ευφυές μυαλό σου
Οι δέκα χιλιετίες πιο ελάχιστες
κάτω από το κάστρο της Καλαμάτας
σαν βγάζει ο λέοντας του Αγίου Μάρκου
τα μυτερά του όνειρα
στου Νέδοντα τις όχθες
καρφώνοντας
το άχρηστο λάθος στην αγκαλιά σου
: αλήθεια ποιος χαϊδεύει
το φεγγάρι στην αγκαλιά σου
Και οι ξωμάχοι πως χάθηκαν
στα πανηγύρια του καλοκαιριού
με μαχαιρώματα και ξυλοδαρμούς
κάτω από τον ίσκιο κάποιου πλάτανου
χορεύοντας νωχελικά δίπλα στο πηγάδι
: παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις μάντρες τα παιδιά
όσο η μουσική κρύβεται στο σώμα σου
σε χόρτα και μυρόχορτα
στις φραγκοσυκιάς τη σάρκα
και φεύγει ο κόσμος με φωτιά
και με φωνή αλλόκοτη
ως άκουσμα βροχής τη νύχτα
ενώ γύρω μυρίζουν άστρα
και θαύματα των τρένων άγρυπνα
σαν γδέρνονται στο στήθος σου
: αλήθεια ποιος χαϊδεύει
τ` άστρα στο στήθος σου
καθώς φυσάει η ψυχή της αμπέλου
και οι γυναίκες χαίρονται
την αγέρωχη σάρκα
τόσο λεπτή ως το μεδούλι
και βγαίνει το φεγγάρι
απ` τα ερείπια
: τι έχουν της Μάνης τα βουνά
και στέκουν μαραμένα;
Και η θάλασσα
πως τρέμει η θάλασσα
κι’ αγρίεψε το μάτι
μήτε νερά μήτε μελίσσια
μόνο του ήλιου η άδεια γλώσσα
χωμένη βαθιά στην άγρια πέτρα
: στ` Αετού το κεφαλάρι
δεν κυλούν μόνο νερά
Σεπτέμβρης του `43
κατά που πάει κι έρχεται ο ήλιος
καίνε τον τυφλό Κωνσταντή
κάτω απ` τις αμυγδαλιές
τους άλλους στο πεζούλι
τα πουλιά δεν λένε ψέματα
ένα κορίτσι μόνο ολομόναχο
δεμένο στ` άλογο
γυρίζει μες στις στάχτες
11 του Σεπτέμβρη
τίποτα πάρεξ στάχτη
σκελετοί και ξεραμένη σάρκα
οι άλλοι ξάγρυπνοι μετρούσαν τουφεκιές
περιμένοντας να ‘ρθει το φεγγάρι
να σβήσει το λάδι στο πέτρινο σπίτι
να σωθεί το βασανισμένο όνειρο
στου κρασιού την βαθιά ψυχή
προτού ξυπνήσουν πάλι τέρατα
ενώ εσύ ακόμα ψάχνεις
τον ουρανό που λείπει
το κλειδί που λείπει
το αίμα
: αλήθεια ποιος σκουπίζει
το αίμα στα μαλλιά σου
τις μέρες που τα οστά σαλεύουν
κατά που πάει κι έρχεται το εύρωστο φεγγάρι
που κανείς αλυσοδεμένος δεν βλέπει
Amedeo Modigliani / Reclining nude
Σωτήρης Παστάκας
Βομβύκιο
Δυσκολεύομαι πλέον να γράψω
Έχω άπλετο χρόνο να μην σκέφτομαι
Να βλέπω σειρές στην τηλεόραση
Να ξύνω τ’ αρχίδια μου
Ξύνομαι ματώνω απολεπίζομαι
Απεκδύομαι της επιδερμίδος
Αλλάζω δέρμα σ’ αυτό το κορμί
Που βαρέθηκα να εξυπηρετώ
Έχω εξασθενίσει τη μνήμη
Άδειασα από πόλεις τύψεις
Εδώ στον κάμπο τ’ αγριόχορτα
Τις κουρτίνες από τα βουνά σκουλήκι
Έρπω στην τελευταία κατοικία
Το βομβύκιο της γραφής.
Στάθης Κουτσούνης
ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ
Κάτι φορές τα χέρια μου
αμήχανα το σώμα σου κοιτάζουν
τα δάχτυλα κινούνται αδέξια στον αέρα
ιδρώνουν και στην ψίχα τους
φυτρώνουν μάτια φοβισμένα
ώσπου οι παλάμες μετέωρες
ψάχνουν μια τρύπα να κρυφτούν
χώνονται πρόχειρα στις τσέπες μου
λαγοί που μπαίνουν στο λαγούμι
για ν’ αποφύγουν το λαγωνικό
λουφάζουν εκεί μέσα με τις ώρες
κι όταν κάποτε ξεμυτίσουν
μάταια ονειρεύονται με πάθος
και πάλι το στήθος σου
Ελευθερία Θάνογλου
Τα πεύκα θροΐζουν ακόμη μ’ έναν αρχαίο τρόπο
Χωρίς συναίσθηση περί τυφλότητας
βαδίζουμε ολοένα˙
κι αυτό το δάσος που μέσα του ριχτήκαμε
μακραίνει κάποτε δραματικά.
Άραγε,
πούθε τελειώνουν τα δέντρα;
Πούθε τελειώνει τ’ ανθρώπου το χνάρι;
Πούθε τελειώνει ο άνθρωπος;
Τα πεύκα θροΐζουν ακόμη μ’ έναν αρχαίο τρόπο.