Scroll Top

«7 + 1 Ποιήματα για τον Μάιο του 2022 στο Culture Book»

7 [αντρικές φωνές] + 1 [γυναικεία φωνή] σ’ ένα, ας πούμε, μαγιάτικο παραμύθι λέξεων με τη «Χιονάτη» [Χαρά Ναούμ] αποδομημένη, στο πλαίσιο της υπαρξιακής αγωνίας και της ανατροπής των λέξεων, και τους «7 νάνους» [Λουκά Λιάκο, Αλέξιο Μάινα, George Le Nonce, Στέργιο Ντέρτσα, Μανόλη Πολέντα, Αντώνη Σαπουντζάκη, Στράτο Φουντούλη] σε διαφορετικούς «ρόλους»: νεορομαντικό πλαίσιο [Λουκάς Λιάκος, George Le Nonce], κοινωνική θέαση και προβληματισμός ως προς τη θέση του ποιητή, με διαφορετική ωστόσο τεχνική και αποήχους (αφαιρετικούς, σεφερικούς) [Στέργιος Ντέρτσας, Μανόλης Πολέντας], μείγμα λυρισμού και σκεπτικισμού σε σχέση με το παρελθόν [Αλέξιος Μάινας, Αντώνης Σαπουντζάκης, Στράτος Φουντούλης]. Όπως και να έχει, η ποίηση είναι ανοιχτή σε διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης, με την προϋπόθεση ότι είναι ορατοί ως τέτοιοι.

Καλή ανάγνωση!

Ιφιγένεια Σιαφάκα

 

Λουκάς Λιάκος

[άτιτλο]

Κάθε σούρουπο το βράδυ της ημέρας
Ουσίες άχρωμες υποθέτουν τον τόνο των αντικειμένων γύρω
Το χέρι κάποιου είχε περάσει απαλά πάνω στο χαρτί
Στην αντίστροφη κατεύθυνση που πέφτει το χιόνι
Σέρνοντας όλη τη σάρκα της γλώσσας
Υπήρχαν οι λέξεις
Ψωμί πάνω στο τραπέζι το κρέας ίσιο πάνω στο ψωμί
Κόβοντάς το κάθετα με ένα μεγάλο μαχαίρι
Τα μάτια ήταν το βλέμμα ψηλά την ίδια στιγμή
Ήταν εκείνη τη στιγμή κοιμισμένη
Το στόμα της το κάτω χείλος έτρεμε τώρα
Το χέρι της ακίνητο καθώς χτυπάμε το χέρι
Τα μαύρα μαλλιά το προφίλ του προσώπου το πρόσωπο
Πρόσωπο σε γραμμές και με ραγίσματα
Το πλάι των βλεφάρων η στρογγυλότητα του λαιμού της
Το σχήμα του αυτιού η σιλουέτα η φούστα της
Οι φτέρνες που δεν ακουμπούσαν στο πάτωμα
Όλες οι γραμμές της έμοιαζαν με κλωστή
Ολόκληρη ήταν το υπόλοιπο της αφάνειας
Όλα επάνω της ήταν δίχως ίχνη
Ανέπνεε ζούσε
Η αγάπη την κύκλωνε
Ο αέρας φυσούσε

Fernand Khnopff (1858-1921) – Le masque sur le rideau foncé

 

 

Αλέξιος ΜάιναςΜάρκος Αυρήλιος

Σκοτείνιασε απ’ τα σύνορα και πέφτει γύρω νύχτα.

Ίσως να είμαι αυτό που καθυπόταξα:
μια ξένη πόλη. Ένα ρωμαϊκό υδραγωγείο.
Σαν να ρέει από παλιά πόσιμο νερό
κυλά ο δισταγμός προς τη σκέψη μου
καθώς απλώνεται κούραση
στο σπαθί μου:

Ας λάμψει ως εγκαρτέρηση έστω
η αγάπη,
ας γίνει ό,τι ο πόθος
διασώζει ως ανέφικτο.

Fernand Khnopff (1858-1921) – I lock my door upon myself,1889

 

 

Xαρά Ναούμ

Άλλοι μετρούν ανάσες

Δεν έχω νέα.
Κάνω περιστροφές ολέθριες
γύρω από έναν άξονα στραβό.
Για να μπορέσω ν’ αποκοιμηθώ
μετρώ τις μαύρες τρύπες της σελήνης,
μία, δύο… είκοσι τέσσερις χιλιάδες.
Τέλος δεν έχουν.
Και θα μπορούσα να μετρώ επ’ άπειρον
αν δεν πετούσες πάνω απ’ τα σκεπάσματα
καμιά φορά,
ας πούμε μια φορά τον μήνα,
ίσα ν’ ανάψεις μια μικρή αχτίδα από κοβάλτιο
να γίνει ο χρόνος μπλε σαν έκρηξη βυθού.
Και ύστερα πάλι σε απωθώ υστερικά σαν μύγα
ως εγκληματικά ασυγχώρητο κι επιβλαβές
ως μεταδοτικό και ανηλεώς ανεπιθύμητο
σκοτάδι.

Fernand Khnopff (1858-1921) – Memories, 1889

 

 

George Le Nonce

Κλάμα

 στοὺς καθρέπτες
ποὺ ἔγιναν νὰ βλέπωμε τὴ φθορὰ
τὴ φριχτή μας διαφορά.

Τίλλα Μπαλῆ

Ἀναμνήσεις δακρύων δὲν ἔχω
ἂν καὶ παιδὶ θὰ ἔκλαιγα ὁπωσδήποτε
ὅπως κλαῖνε ὅλα τὰ παιδιὰ
ὅταν τοὺς παίρνουν τὰ παιχνίδια
ἢ ὅταν κάποιος φεύγει.

Στὴν ἐνήλικη ζωὴ πάντως δὲν ἔκλαψα
μοῦ φαίνονταν φτηνὰ τὰ δάκρυα
καὶ ἀκριβὰ τὰ δικά μου συναισθήματα
γι᾽αὐτὸ τὰ ἔκρυβα ὅσο μποροῦσα.

Πέρασαν πενήντα χρόνια ὥσπου
νὰ ἐπιστρέψουν στὰ μάτια μου τὰ δάκρυα
ἀνεξέλεγκτα πιά, στὰ καλὰ καθούμενα,
ρέουν συχνὰ καὶ ἐντελῶς ἀπρόβλεπτα,
ἀκόμη κι ὅταν δὲν εἶμαι μόνος.

Διασκεδάζω τὴν ἀμηχανία τῆς συντροφιᾶς
ψελλίζοντας ἀνάμεσα σὲ λυγμοὺς
πὼς γέρασα καὶ ξεμωράθηκα
ἢ κάτι γιὰ τὶς ὁρμονικὲς διαταραχὲς τῆς ἡλικίας
καὶ χαμογελοῦν συνήθως οἱ ἄλλοι εὐγενικὰ
χωρὶς βεβαίως οὔτε ἐκεῖνοι νὰ μὲ ξεγελοῦν
οὔτε ἐγὼ δυστυχῶς ν᾽ αὐταπατῶμαι.

Στὴν πραγματικότητα,
δὲν φταῖνε οἱ ὁρμόνες
οὔτε πὼς ξεμωράθηκα ἰσχύει
τώρα ποὺ κλαίω κι ὅλο κλαίω.

Πὼς κάποιος φεύγει φταίει
καὶ δὲν ἔχει πιὰ τίποτα νὰ κρύψει.

Fernand Khnopff (1858-1921) – On Silince

 

 

Στέργιος Ντέρτσας

Μέθη

Αβυσσώνομαι
χωρίς μια λέξη στον λαιμό
τζογαδόρος του άφατου.
Μου πήρε τα πάντα το ποίημα
το ποίημα
που ποτέ δεν πρόκειται
να γράψω.
Κρεπάρω.
Απεικάζω.
Λαγγεύω τον βαρύ ίσκιο
της μορφής που δεν υπήρξα.
Τούτο το αίμα δεν είναι δικό μου
αλλά προτείνει
θανάτους που ούτε τους είχα φανταστεί.
Σαν λύση ανάγκης.
Σαν μέθη τυφλή.
Έτσι, για να δέσει το γλυκό.
Η ατέλειωτη πίκρα.
Αβυσσώνομαι
και στο ΑΤΜ μιας ονειροπολιτείας
η πενιχρή μου αμοιβή μου
σε νόμισμα που οσονούπω
θα κοπεί.

Fernand Khnopff (1858-1921) – Infos se train

 

 

Mανόλης Πολέντας

[Και οι λαοί δεν αφουγκράζονται τους ποιητές]

Τι εστί χάρισμα
και τι να χαρίζεις ό,τι έχεις
για μιαν ελπίδα που ήταν ιδέα
όταν η ιδέα έχει εγκαταλείψει την ελπίδα –

κι ας φάνταζε πιο κοντινή η Σελήνη απ’ τη Χαλκίδα. Κατακτούσαν
βουνά με τα λόγια
ή με τις λέξεις οι πρόγονοί μου. Που μ’ έμαθαν να
χαμογελάω, μικρές φυλακές τα λόγια τους
έξι ημέρες και μία σχόλη που συμπληρώνει τον στάσιμο χρόνο
σκληρό μέχρι την αδόκητη αναλαμπή
ενώ στον τόπο μου οι άνθρωποι μιλούν ακόμα. Δεν καταλαβαίνει
ένας που τώρα περνά από δω δεν θα μείνει εδώ
θα προχωρήσει πιο πέρα για να βρει μιαν άλλη μικρή
φυλακή χωρίς ρωγμές στο σκοτάδι
και καμία χορδή δεν θα τεντωθεί τόσο ώστε να ηχήσει
η κρυφή ευχή του φωτός
που ακυρώνει τις προσδοκίες –

μην τον ανεβάζεις τον ποιητή πιο ψηλά από σένα
μην τον δοξάζεις       μόνο
άκουσέ τον.

Απόσπασμα από την ανέκδοτη ποιητική ενότητα IN ABSENTIA

Fernand Khnopff (1858-1921) –  Portrait of the Children of Louis Neve, 1893

 

 

Aντώνης Σαπουντζάκης

[άτιτλο]

Είχα φτάσει γυμνός.
Στενά πουκάμισα οι σκέψεις κ’ οι αγχόνες
Με τον κόμπο πάντα στον έρωτα.
Στολιζόμουν παιδιά, απ’ τα λουλούδια
Τα μπατιράκια μονάχα. Κι ανέβαινα.
Όμως έκανε κρύο είχε τοίχους παντού.
Είχε περίστροφα θαύματα τόσα. Και τόσα δαιμόνια.
Έκανε βροχή έκανε αέρα έκανε χρόνο.
Κι ό,τι χρειαζόμουν δεν ήταν γραμμένο
Κι ας το ψιθύριζαν φάσματα πίσω απ’ τους τοίχους.
Ότι εγώ πεινούσα το ξέραν οι εικόνες, πετούσα.
Αυτοί που μ’ αγκάλιασαν λέγανε πόσο είσαι ανύποπτος
Ότι στα δικαστήρια στα δίχτυα του κόσμου οτιδήποτε
Μπορεί να χρησιμέψει εναντίον σου.

Κι εγώ κυττούσα τα φώτα
Και τα φώτα κυττούσαν τα μάτια μου.

Fernand Khnopff (1858-1921) – Roses, 1912

 

 

Στράτος Φουντούλης

Νότα LXΧVIΙ

Έρχονται  σε  μορφές  ζωντανών  αναμνήσεων,  σε σύντομες αναδρομές, σε  ανθρώπινες
βιασύνες και ερωτικές πολιορκίες. Σε αποκομμένα φθινοπωρινά απογεύματα με το γλυκό
το  χρώμα  και  τους  φυσικούς  θορύβους που παραπέμπουν  σε  ένα χαμένο παρόν. Μια
χειρονομία·  ένας μορφασμός  προσθέτουν  στοιχεία  κωμικοτραγικά. Όλα αυτά και άλλα,
κύρια και  δευτερεύοντα.  Όλα  μέσα  στη  μελαγχολία  τους.  Ένας  αντιφατικό ς κόσμος-
κάτοπτρο πλάθει τη διάβρωσή του και

κρίνει με ένα χαμόγελο αχνό.

Fernand Khnopff (1858-1921) – Hortensia, 1884

 

 

Πίνακας post cover: Fernand Khnopff (1858-1921) – The Abandoned City, 1904