Scroll Top

«7 + 1 Ποιήματα για τον Iούλιο του 2021 στο Culture Book»

7 + 1 Ποιήματα για το Culture Book από επτά (7) και έναν (1) ποιήτριες και ποιητές που με δόκιμο τρόπο ο καθένας και η καθεμία με το δικό τους τρόπο συνομιλούν με την ποιητική τέχνη. Σε αυτή την ενότητα καταγράφουμε ποιήματα που δεν τα έχουν δημοσιεύσει ακόμα οι δημιουργοί τους.

Οι συμμετέχοντες ποιήτριες και ποιητής για τον μήνα Ιούλιο είναι: Σπυριδούλα Γεωργοκίτσου, Καλλιόπη Ζιάκα, Μαρία Κανδύλη, Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος, Χρύσα Κοντογεωργοπούλου, Σωτήρης Νούσιας, Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης, Δημήτρης Χωστιανός. Ο καθένας και η καθεμία τους με τον τρόπο τους έχουν καταγραφεί στη σύγχρονη Λογοτεχνική ιστορία της χώρας μας. Έχουν διαφορετική βιολογική ηλικία και Λογοτεχνική ιστορία. Ανήκουν σε διαφορετικές λογοτεχνικές τάσεις και “γενιές”, έχουν όμως τον δικό τους “μύθο” όταν συνοδοιπορούν με την τέχνη του Ομήρου.
Να σημειώσουμε πως θεωρήσαμε υποχρέωσή μας (πώς αλλιώς άλλωστε όταν ομιλούμε για λογοτεχνία) να αποδεχτούμε τον τρόπο χρήσης των σημείων στίξης και των γραμματικοσυντακτικών κανόνων του κάθε συγγραφέα.

Καλή ανάγνωση!

Αντώνης Δ. Σκιαθάς

 

Σπυριδούλα Γεωργοκίτσου

Ωδή

Ωδή στα ρούχα που δεν φορέθηκαν ποτέ,
στα παπούτσια που καθαρίστηκαν,
σαν λούστρος να τα χάιδεψε,
και δεν βγήκαν να τα δει το φως.
Ωδή στα μαλλιά που μοσχομύρισαν
κι ένα χάδι ούτε απόψε το πήραν.
Ωδή και στα σώματα,
τα λεία και μυρωδάτα,
που μόνο η Προσμονή τα οσφρίστηκε.
Ωδή και στα χείλη
που’ χαν πάρει θέση να δώσουν μάχη
και κατέληξαν ηττημένα
σε μια αρένα
δίχως αντίπαλο.
Στα χέρια
που μαλάκωσαν
σαν των μωρών
κι όμοια αγάπη προσμέναν.
Ωδή στα κρεβάτια που στρώθηκαν
για να ξεστρωθούν απ’ έρωτα
κι έμειναν ατσαλάκωτα.
Στα χαλιά που ισιώθηκαν,
στάθηκαν προσοχή,
να τα δαμάσουν τα βήματά σου,
κι ούτε αέρας δεν τ’ άγγιξε.
Στα πατώματα
που τις σκόνες απέβαλλαν με θράσος
να φανούν καθαρά
για να ξαναβρωμίσουν
απ’ τις λάσπες των στιγμών.
Ωδή και στην απόλυτη θεά
της Προσμονής
που κι απόψε προσευχήθηκα
άλλο πια προστάτιδα να μην την έχω.

Ας σταθεί στο πλευρό
των στρατιωτών,
των ναυτικών
και των μανάδων.

Εγώ που απ’ αυτά
τίποτα δεν είμαι,
προστάτες
που προσμένουν,
ανάγκη δεν τους έχω.

§
 
Καλλιόπη Ζιάκα

Το κάλεσμα (Δυτικά της Ανάφης)

Άβυσσος.
Ξεμακραίνω. Τάχα δε βουλιάζουν τα γυμνά όστρακα;
Άνωση.
Για πόσο άραγε ακόμη;

Επιπλέουσα εικάζω το στιλπνό πάνω σώμα να καίει,
στων κομματιών την επανένωση.
Σύρατε Ώρες, στις αδελφές σας. Στείλτε
της πρόωρης άφιξης το μήνυμα.
Τον μίτο του στέρνου, τραβήξτε τώρα
λυτρωτικές άγκυρές μου.
Βαθιές ρηγματώσεις μαρτυρούν
την παλιά, πρώτη υπόσταση
στις άκρες των δακτύλων.
Για πόσο άραγε ακόμη;

Τις ακούω. Έρχονται.
Σέρνουν στις αλυσίδες το κελάρυσμα του Αχέροντα.
Εδώ!
Η στερνή πνοή ελευθερώνει απ’ τα δεσμά.
Οι καθρέφτες δείχνουν γυναίκες νεκρές·
ψέλνουν γλυκά, στης καταπόντισης τον κώμο.
Το γυαλί τους φέγγει, με δείχνει.

Στ’ αντίστροφο της φυγής
τα στρώματα της καταβύθισης μετρώ ένα ένα·
αποκομμένα απ’ τον αντικρινό τους γλύπτη.
Έρμαια των διαθέσεών της
σα θέλγεται από πιότερο σμίλεμα.
Πολεμοχαρής. Απειλητική.
Κρυφάκουσα κάποτε κάτι ψαράδες να την καταριούνται.
Ανίδεοι. Αγνώμονες στου κάλλους την προσφορά.

Δημιουργέ των παλμών και των φτερών του Αιγαίου
Στάσου·
στις υδάτινες σάλπιγγες πρόσταξε της λάβας τον αφρό,
τον παλμό εκείνου να δυναμώσουν.
Να ρίξω τα πανιά μου, τα λευκά,
στην κλωστή κάποιας Αριάδνης
να ακολουθήσει τη θυσία.

Σείεται ο τόπος, νηπενθή Μητέρα.
Δονήσεις θρυμματίζουν τα βότσαλά μου.
Ρίχνομαι βαθιά να τα μαζέψω.
Μάταια.
Γυναίκες με μάτια θολά και πύρινη κόμη
με τραβούν πιο μέσα.
Σκορπίζομαι.
Το χτύπο σου χάνω ξανά.

Οραματίστηκα τον Παράδεισο λησμονώντας
τον δρόμο για την Κόλαση.
Δεν λογάριασα σοφά τον τρόπο της κατάδυσης.
Πάντα οι υδρατμοί θα διαγράφουν τη μεριά την άλλη·
που δεν αξιώθηκα, η δειλή, να περιμένω.

Αν συναντήσεις ένα λευκό νυχτικό να χορεύει
στις ορέξεις του Αιγαίου
γεύσου τ’ αλάτι στις πτυχές του.
Θα είμαι εγώ η αλισάχνη του.
Σκόρπισέ με δυτικά του πελάγους.

§

Μαρία Κανδύλη

ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Κάποιος μου είπε πως σήμερα ο χρόνος σήκωσε το δεξί χέρι κι

έδειξε άνοιξη. Ίσως ήταν το χελιδόνι που έσκισε τον ουρανό για
μια στιγμή, ίσως τα δέντρα του κήπου που άνθισαν τη νύχτα,
ίσως εκείνο το αλύχτισμα -το τόσο μακρινό- που δεν μπορώ να
του δώσω ένα οποιοδήποτε σχήμα.
Κάποιος μου το είπε μα η λαλιά δεν μπορεί να ήταν
ανθρώπινη. Όχι!! Εκείνη δεν έχει τη δύναμη ν’ ακουστεί απ’
τα εγκλωβισμένα τα σπίτια.
Κι όμως εγώ ακόμα νιώθω την ανάγκη τ’ απομεσήμερα να
χάνομαι αφήνοντας πίσω μου σιωπηλές τσιμεντένιες φωλιές κι
αυτή την από καιρό αδιάβατη άσφαλτο.
Είναι φορές που στέκομαι τυχερή.
Ακριβώς την ώρα που τα πέλματα δραπετεύουν αγγίζοντας
άγρια γη. Την ώρα που τα μάτια χαϊδεύουν ξεχασμένα
οπωροφόρα που αφέθηκαν να καρπίζουν ακλάδευτα από
εκείνους που φοβούνται το θάνατο. Από κείνους που
φοβούνται να εγκαταλείψουν τα έρημα σπίτια.
Είναι τότε που το αλύχτισμα ξεθαρρεύει και πλησιάζει δειλά
παίρνοντας σχήμα πιστού σκύλου που ψάχνει τον αφέντη του.
Χωρίς να το ζητώ γελάει τρέχοντας ξέφοβα πίσω μου.
Τρέχοντας γελάω και γω.
Προσωρινά υποκρίνομαι πως -χωρίς δεσμά- μου ανήκει.
Στις άκρες του χωματόδρομου εποχιακοί λόφοι οριοθετούν
το άβατο κρατώντας ανθισμένα μανουσάκια στα δάχτυλα.
Ξάφνου ένα απαλό αγέρι τυλίγει στους ώμους μου τη
μεθυστική μυρωδιά κι απ’ τα χαμηλωμένα βλέφαρα κυλούν
μνήμες που νοτίζουν τη ρίζα.
Θυμάμαι να λες –καθώς μου χτένιζες τα μαλλιά- πως είναι η
αγάπη ο μόνος θάνατος που δεν μπορείς ν’ αποφύγεις και
χωρίς φόβο πια το δεξί χέρι του χρόνου κοιτώ.
Ύστερα κλέβω μια κλωστή απ’ το φουστάνι της άνοιξης και τα
χνώτα άναρχα σχηματίζουν ένα ελάχιστο ποίημα που δε θα
γραφτεί πουθενά. Που θα ζήσει για μια στιγμή μα μπορεί και
αιώνια.

§

Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος

Ένα πολυκαιρισμένο ρολόι σημαίνει μια νότα στον κενό χρόνο.
Όλα κοκάλωσαν και το χιόνι μόνο συνεχίζει την μονότονη
ύφανση από λευκό κρύσταλλο.

Σιωπηλή η αποδοχή των ανθρώπων. Ένα γνέψιμο κάποτε
ανεπαίσθητο ενός κεφαλιού ή άλλοτε ένας μετέωρος
αποχαιρετισμός χωρίς καμία αναχώρηση.

Υπάρχουν βλέπεις στιγμές μεταφυσικής θλίψης
και στιγμές ποιητικής ενόρασης
όπου ένα ξεχασμένο φύλλο του φθινοπώρου
κι ένας γέρος έρημος
γίνονται μέρη της συμφωνίας των χοϊκών οργάνων.

*

Ραγίζει κι έπειτα σπάει ο καθρέφτης του τοπίου. Κομμάτια μιας
ενιαίας εικόνας αποκτούν τις σημασίες μικρότερων επιμέρους
κόσμων. Έκκεντροι λεπτοδείκτες χαϊδεύουν μια μονή χορδή
κι ο καφές χρωματίζει με τόνους οσφρητικούς την θραυσματική
ιερουργία.

*

Η θλίψη γίνεται πόνος κι ο πόνος έπειτα γεννά. Μιαν έκρηξη
συμπάντων παράλληλων. Χρονότοποι φούσκες αστράφτουν
μέσα στην πολυφωνία μιας μόνης γλώσσας. Ώσπου:

ένα πολυκαιρισμένο ρολόι σημαίνει μια νότα στον κενό χρόνο
κι όλη η πραγματικότητα ένα ξεχασμένο φύλλο του φθινοπώρου
κι ένας γέρος έρημος.

Κι όμως, ο καφές συνεχίζει να αχνίζει στο τραπέζι ανυπόμονα.

§

Χρύσα Κοντογεωργοπούλου

LariMar ή

Η κόρη που έβλεπε τα Πλοία να περνούν

Το άχυρο του καπέλου μπλέκεται με τα μαλλιά σου ∙
μόλις πέρασε απ’ τα μάτια σου – πάλι- το πλοίο της άγονης γραμμής,
κάπως ξυστά από την κόρη

(Αγάπης Αγώνας Άγονος
λέει ο αγαπημένος σου).

Ένας βουτηχτής βούτηξε μέσα

στα πράσινα νερά,
της ίριδάς σου,

βγήκε με ένα σφουγγάρι απίθανο στα χέρια του

να σβήσει τους πόνους
που τρέχουν απ το κεφαλάρι σου
θολωμένοι απ’ τα ρυάκια των Άλλων.

Πώς κατάφερες πάλι το πλοίο σου να προσκρούσει στον ανύπαρκτο
ύφαλο της κόρης,
δεν ξέρω.
Μόνο σε σένα θα μπορούσε να συμβεί αυτό,
μόνο με το να το κοιτάς από το ακροθαλάσσι…

και με και με χωρίς
αστρολάβο
λαμβάνεις άστρα ως άναστρα και το αντίθετο.
Μα κυρίως αυτό το αντίθετο είναι το θέμα σου
και ίσως και η απάντηση στην τυραννία
του τίποτε,
που το γράφεις πάντα
ακόμα με ταυ κεφαλαίο, καθώς ονειρεύεσαι τις
μακρινές ακτές
της πέτρας Λαριμάρ.

Θα περάσουν κι άλλα κι άλλα κι άλλα
πολλά
πλοία από τα μάτια σου ∙

απ’ το κατάστρωμα θα σου γνέφουν κι Ωραίοι

μνηστήρες,
μα όσο η ηλακάτη θα φτερουγίζει μέσα σου,
– όσο κι αν ο Λίβας θα φουσκώνει τα πανιά του καραβιού σου –

αυτό πάντα θα φεύγει
με χωρίς εσένα απάνω

και με τον Οδυσσέα να χαρίζει περιδέραια
στις Σειρήνες του Σάντο Ντομίνγκο.

§

 

Σωτήρης Νούσιας

Νυχτερινό

Είναι να γράψεις
Μια νύχτα
Για το νυχτοπούλι
Στο κλαδί ισχνό
Είσαι εσύ το νυχτοπούλι
Να δεις την καταιγίδα
αφήνει δάκρυα στην γραμμή του ορίζοντα
Πενθεί το φως
Είναι δική σου η καταιγίδα
Ψηλαφείς ίχνη
από τα πόδια της κοπέλας
Φλέβες που ζωντανεύουν τα κυκλάμινα.
Γίνονται μίσχος τα μαλλιά της
Σε μια γλυκιά μάχη
γκρίζες ζώνες για χέρια
βεγγαλικά στις αλυκές
Να φωτίζουν τα σύνορα
Πεταμένο σχοινί στο μπαλκόνι
Πυροβολεί
Φλεγόμενα Άστρα

§

 

Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης

ΕΡΩΤΕΣ

I
Ἀπὸ φωτιὰ κι ἀπὸ δροσιά, ὡραῖα ζυμωμένη,
μέσα σὲ πέπλο ἄλικο ἀντάμα μου βαδίζει.
Σὰν τὸ κρουστάλλινο νερὸ φαντάζει ἡ Ἑλένη
ποὺ σκύβω γιὰ νὰ δροσιστῶ καθὼς κατηφορίζει.

II
Στὸ κάλεσμά σου πάντοτε μαλάκων’ ἡ ψυχή μου
τὶ ἦταν ἀγάπης κάλεσμα στὰ χείλια σου ἡ φωνή,
καὶ λύνονταν τὰ σπλάγχνα σου στ’ ἀλόγιαστο φιλί μου
κι ἀνθίζαν ἀπὸ πάνω μας ὁλάκεροι οὐρανοί!

III
Τὴν ὥρα ποὺ σὲ κοίταξα χαμήλωσε ὁ οὐρανὸς
κι ἕνα ἄστρο μὲ ἀκούμπησε στὰ στήθια μου, καλή μου·
τὴν ὥρα ποὺ μὲ κοίταξες, ὁ πόθος μας γυμνὸς
καὶ μέσα σου ἐχώρεσες τ’ ἀπέραντο φιλί μου!

IV
Ὅπως χωρίζει τὴ ζωὴ μιὰ ἀνάσα ἀπὸ τὸν Ἅδη
καὶ μέσα της λαμποκοπᾶ ἡ πρώτη του βοή,
ὅμοια ἀπὸ σένα μοῦ ‘φτανε ἕνα ἀνάερο χάδι
νὰ μοῦ χωρίσῃ ὁ ἔρωτας στὰ δύο τὴ ζωή . . . .

V
Πιάνω τὸ χέρι σου σφιχτὰ κι ἀκούω τὸν σφυγμό μου
γιατὶ μέσα στὸ αἷμα σου κυλάει ἡ ζωή μου·
κυλάει ἡ ζωή μου μπρὸς μέχρι τὸν θάνατό μου
τὶ τὰ πανιά της φύσηξες παντοτινὰ καλή μου.

VI
Στὰ ὄνειρα ποὺ περπατῶ ξανοίγω τὴ μορφή σου
καὶ τὰ λυμένα σου μαλλιὰ π’ ἀγγίζουν τὰ δικά μου.
Τόσο μοῦ στάθηκες κοντὰ π’ ἀκούω τὴν πνοή σου,
ποὺ νιώθω τὴν ἀγάπη σου νὰ φέγγῃ στὴν καρδιά μου.

§

 


Δημήτρης Χωστιανός


ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ

Όλα
απλά μία ψευδαίσθηση.
Άλλες φορές η αλήθεια αυτή ικανή να με κρατά να μην δεθώ με την μαγεία
και άλλες πάλι να με πλάθει για να αντέχω τον όποιο ξεπεσμό.
Σχήματα, χρώματα, ήχοι, οσμές και γεύσεις
απρόσμενα στον χρόνο νανουρίσματα
παρήγορα ξεσπάσματα χαράς
κι υποφερτές παράλογα ασχήμιες
στον ψεύτικο καθρέφτη των αισθήσεων προβολές.
Ένας ωκεανός ενέργειας τα πάντα
τίποτα άλλο
όλα
απλά μία ψευδαίσθηση.

Πίνακας: Νίκος Νικολάου, εικαστικός