Scroll Top

«7 + 1 Ποιήματα για τον Iούνιο του 2021 στο Culture Book»

 7 + 1 Ποιήματα για το Culture Book από επτά (7) και έναν (1) ποιήτριες και ποιητές που με δόκιμο τρόπο ο καθένας και η καθεμία με το δικό τους τρόπο συνομιλούν με την ποιητική τέχνη. Σε αυτή την ενότητα καταγράφουμε ποιήματα που δεν τα έχουν δημοσιεύσει ακόμα οι δημιουργοί τους.

Οι συμμετέχοντες ποιήτριες και ποιητής για τον μήνα Ιούνιο είναι: Μαρία Γερογιάννη, Νίκος Γεωργόπουλος, Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, Μαριλένα Κολλάρου, Κώστας Κουτρουμπάκης, Αντώνης Μπαλασόπουλος, Παρασκευή Παπία, Σοφία Περδίκη. Ο καθένας και η καθεμία τους με τον τρόπο τους έχουν καταγραφεί στη σύγχρονη Λογοτεχνική ιστορία της χώρας μας. Έχουν διαφορετική βιολογική ηλικία και Λογοτεχνική ιστορία. Ανήκουν σε διαφορετικές λογοτεχνικές τάσεις και “γενιές”, έχουν όμως τον δικό τους “μύθο” όταν συνοδοιπορούν με την τέχνη του Ομήρου.
Να σημειώσουμε πως θεωρήσαμε υποχρέωσή μας (πώς αλλιώς άλλωστε όταν ομιλούμε για λογοτεχνία) να αποδεχτούμε τον τρόπο χρήσης των σημείων στίξης και των γραμματικοσυντακτικών κανόνων του κάθε συγγραφέα.

Καλή ανάγνωση!

Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Μαρία Γερογιάννη

ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Έφυγαν, χρυσαλλίδες από τα μαλλιά της
όταν μου εκμυστηρεύτηκε
πως θα γίνει Μοναχή.
Μου παρέδωσε το ημερολόγιό της,
Βαρύ.
Φωτογραφίες αγοριών
που ήθελε να ακουμπήσει το φιλί της
Σχέδια φορεμάτων
που αναδείκνυαν τους απαράμιλλους ώμους της
Γυναίκες,
ξεχείλισαν οι χούφτες της Ιστορίας
από οξειδωμένα καράτια της εξουσίας σας
από πέτρες του λιθοβολισμού σας.

§

 

Νίκος Γεωργόπουλος

Μαγγελάνοι

Δεν χτίσαμε ποτέ το γυάλινο κάστρο.
Περάσαμε όμορφα όμως σχεδιάζοντας το.
The Glass Castle


Σηκώσαμε τις άγκυρες και στ’ άλμπουρο σινιάλο
παντιέρα πορφυρόμαυρη που ‘χαμε φυλαγμένη
στο τσούρμο μας αντίδωρο τον θάνατο ρεγάλο
ταξίδι κακορίζικο σ’ άγνωστη γη διωγμένοι.

Στη πλώρη μας ακρόπρωρο ένα λευκό γεράκι
ο μύθος λέει έσερνε πίσω του μια κατάρα
οι Σκύθες το σκαλίσανε απ’ την Αρχαία Θράκη
το έσπρωξ’ ένας έμπορος για μια τρύπια δεκάρα.

Του νότου άστρο πήραμε μια χούφτα Μαγγελάνοι
κουρέληδες ξυπόλητοι δεν βρίσκουμε μι’ ατόλη
φιλόξενη σαν χίμαιρα μ’ απάνεμο λιμάνι
να σβήσουμε ανώνυμοι σε κάποιο αραξοβόλι.

Σε χάρτες αταξίδευτους σχεδιάζουμε πορεία
να πάμε να φουντάρουμε μια χάρτινη σχεδία.

§

 

Κωνσταντίνος Ιωαννίδης

Αρμοί και εγκοπές

Θαυμάσιες σόλες ,
πώς αντέχουνε σε τόσο βάδισμα.

Ένα χαμόγελο είναι το καλύτερο εμβόλιο .
Είτε χλωρό είτε ξερό το βότανο
ειν’ ένας σύντροφος υγείας.

Με απειλές ό,τι κι αν λες
δεν πρόκειται να μας νικήσεις.
Βαθιά ανάσα και μια δυνατή γροθιά.

Υπονομεύουν την υγεία.
Παράλογοι πρωταγωνιστές κάνουν ό,τι θέλουν,
κουρελιάζουν την αξιοπρέπεια.

Δεν υπάρχουν κανόνες
μονάχα κανόνια.

Προσπαθώ να ξεμπλέξω
από το δίχτυ της προσδοκίας.

Αρμοί που αδυνάτισαν .
τραυματισμένες εγκοπές.

9-10 Ιουνίου 2021

§

 

Μαριλένα Κολλάρου

Η Γυναίκα που ξεχείλωνε

Η Γυναίκα που ξεχείλωνε,
σήκωσε το πάπλωμα.
Ιχνηλάτησε
με μια φαγωμένη πατούσα το πάτωμα.
Που είναι οι παντόφλες όταν τις χρειάζεται;
Ίσως τις νύχτες φεύγουν,
βγαίνουν έξω και περπατούν.
Ένα πλατύ αποτύπωμα κουντεπιέ
οδηγεί ως το μπάνιο.
Έπειτα ακούστηκε
ένα ακριβό κρασί
να ρέει σε κρυστάλλινο ποτήρι
και το καζανάκι.
Η Γυναίκα δεν έχει πρόχειρη μία κρέμα ημέρας.
Κρύο νερό σμίγει με τους πόρους της επιδερμίδας,
στροβιλίζεται γύρω από μια ελιά στο μάγουλο
κι ανακουφίζει τα δαγκωμένα χείλη.
Συζητά με το ρολόι,
να πιει καφέ
προλαβαίνει
να ξαπλώσει πέντε λεπτά ακόμη
μα ο μικρός δείχτης
γέρνει προς την στοίβα με τα ασιδέρωτα.
Καθόλου αναπάντεχα
ματαιώνονται
θέλω και πρέπει,
κι ο μεγάλος δείχτης
την σπρώχνει προς το παιδικό δωμάτιο.
Η Γυναίκα που ξεχείλωνε
κατεβάζει την τιράντα
και μοιράζεται.
Να μεγαλώσει λίγο, να ξεπεταχτεί
να βγάλει δόντια
να βγάλει μια σχολή
να βγάλει τα πρώτα χρήματα.
Η Γυναίκα, χαζεύει
τις πράσινες φλέβες της γάμπας.
Πώς εκρέουν στους μηρούς της
και διαλύονται σε χίλια κύματα.
Πώς γίνονται μικρές αμμουδιές
κάτω από τους γλουτούς της.
Η Γυναίκα που ξεχείλωνε
ξεχείλισε
έγινε ότι ονειρευόταν
θάλασσα.

§

 

Κώστας Κουτρουμπάκης

εκείνη η στιγμή

εκείνη η στιγμή
–πριν αλλάξεις γνώμη–

εκείνη η στιγμή
που σμίξαμε τα χέρια μας
κάτω απ’ το τραπέζι
–καίγονταν από πάνω μόνα τους
τα τσιγάρα στο τασάκι

εκείνη η στιγμή
με τα σώματά μας μύστες
στην πιο αρχαία λατρεία
με τις λέξεις μας κώδικες
στην πιο απόκρυφη αίρεση

εκείνη η στιγμή

ήρθε και μ’ άναψε
πώς ανάβει η αστραπή τη νύχτα
ήρθε και με πήρε
πώς παίρνει το φεγγάρι τα όνειρα
ήρθε και με σήκωσε
πώς σηκώνουν τα παιδιά
τα μάτια τους στον ουρανό

εκείνη η στιγμή
–τι κι αν άλλαξες γνώμη–
φυσαλίδα στον χρόνο
σύμπαν που διαστέλλεται
πυρ του Ηράκλειτου

μυστική αφή
στου κόσμου την αιώνια σβέση

§

 

Αντώνης Μπαλασόπουλος

Μέτρο της μέθης

I said, ‘A line will take us hours maybe;
Yet if it does not seem a moment’s thought,
Our stitching and unstitching has been naught. ‘
W.B. Yeats

Της καθαρότητας τη σχέση με τη μέθη
Μεσολαβεί η απόσταξη, όπου το περιττό,
Ό,τι από σύμβαση, από συνήθεια ετέθη,

Εξανεμίζεται κι αφήνει απτό
Ένα πυκνό μελάνι, μέτρο σιωπής
Τέκνο λευκής αναμονής συνειδητό·

Μέτρο της μέθης διάφορο απ᾽ τη μέθη της ζωής:
Ένα τρεμάμενο άλογο, φωτιά για χαίτη
Άλογο φυλής ανάδελφης, κεραυνοβόλου οπλής

Του κόσμου αυτού η ασπαίρουσα μελέτη·
Σπάει καθρέφτες, είδωλ᾽ αλλάζει,
Επερωτά κυβιστικά· ανασυνθέτει.

Στ᾽ άλογου αυτού τον καλπασμό ομοιάζει
Της μέθης μου ο έφιππος παλμός.
Είναι ο βάρβαρος αχός όπου ταράζει

Τον ύπνο του πεζού, γεμίζει φως
Απρόσμενο τη νύχτα του μυαλού
Στρέφει το βλέμμα αμιγές σε εποπτεία εντός,

Στης μνήμης και της αίσθησης την κουρελού
Που ύφαν᾽ ο χρόνος με τον καιρό ασυναίσθητα·
Και ο ρυθμός τ᾽ αλόγου αυτού, του γνωστικού

Το σχέδιο, για λίγο έστω, αποκαθιστά·
Eξίσωση, το μέτρο μου λοιπόν, εις την οποία ετέθη
O λόγος μιας διαίρεσης, κλασματικά:

Της καθαρότητας η σχέση με τη μέθη.

§

 

Παρασκευή Παπία

                                 Aut viam inveniam aut faciam.
Είτε θα τον βρούμε το δρόμο είτε θα τον φτιάξουμε.
Αννίβας

Η ερωμένη του Αννίβα

Τη ζωή μαζί του πέρασα.
Δίπλα σε εκσκαφείς οδοποιϊας
Αξίνες και σκόνη πηχτή
Δεν άντεχε να βλέπει
Άσπρα τα μαλλιά μου
Ας λένε ό,τι θέλουν
Μονάχα εγώ ξέρω
Ποιος λόγος τον ώθησε
Να πεθάνει.

§

 

Σοφία Περδίκη

ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ

Είχαν αποκτήσει πρόσφατα
έναν γυάλινο βωμό
όπου θυσίαζαν καθημερινά
ένα κομμάτι τους.

Κάποιο σπλάχνο τρυφερό
παλλόταν στο ημίφως
αχνίζοντας ακόμα συναισθήματα
το άλικο αποτύπωμα ενός φιλιού
από χείλη που είχαν μείνει
στο τζάμι κολλημένα
πλευρές του εαυτού τους τσακισμένες
να λιάζονται πριν την ολική πυρά
ένα βάρος που κουβάλαγε το στήθος
μαζί με καρπούς αγάπης
για πρόσθετα βαρίδια
και προπάντων τα μεστωμένα τους όνειρα
σε μπουκαλάκια αποστειρωμένα
που τα τοποθετούσαν
εν τάξει
πριν αρχίσουν τις χοές
προτού στάξουν
το ανέφικτό τους απόσταγμα
πάνω στα μελλούμενα.

Η ξαφνική μαχαιριά
που ξεσχίζει τα σωθικά
δεν τους τάραζε πια.

Με τη γαλήνια αταραξία
που είχαν αποκτήσει πρόσφατα
άρχιζαν
την καθημερινή τους ανατομία.
Στο χέρι βοηθείας
έβαζαν το άσπρο γάντι
και το έτειναν αποφασιστικά
στου γυάλινου βωμού τους
την απαστράπτουσα τράπεζα.

Πίνακας: Νίκος Νικολάου, εικαστικός