Scroll Top

«7 + 1 Ποιήματα για τον Nοέμβριο του 2020 στο Culture Book»

 7 + 1 Ποιήματα για το Culture Book από επτά (7) και έναν (1) ποιητές και ποιήτριες που με δόκιμο τρόπο ο καθένας και η καθεμία με το δικό τους τρόπο συνομιλούν με την ποιητική τέχνη. Σε αυτή την ενότητα καταγράφουμε ποιήματα που δεν τα έχουν δημοσιεύσει ακόμα οι δημιουργοί τους.
Οι συμμετέχοντες ποιητές και ποιήτριες για τον μήνα Νοέμβριο είναι: Κούλα Αδαλόγλου, Μανώλης Αλυγιζάκης, Καλλιόπη Εξάρχου, Βαγγέλης Ζαφειράτης, Χλόη Κουτσουμπέλη, Γιώργος Παναγιωτίδης, Μάγδα Παπαδημητρίου, Μαρίκα Συμεωνίδου.
Ο καθένας και η καθεμία τους με τον τρόπο τους έχουν καταγραφεί στη σύγχρονη Λογοτεχνική ιστορία της χώρας μας. Έχουν διαφορετική βιολογική ηλικία και Λογοτεχνική ιστορία. Ανήκουν σε διαφορετικές λογοτεχνικές τάσεις και “γενιές”, έχουν όμως τον δικό τους “μύθο” όταν συνοδοιπορούν με την τέχνη του Ομήρου.
Να σημειώσουμε πως θεωρήσαμε υποχρέωσή μας (πώς αλλιώς άλλωστε όταν ομιλούμε για λογοτεχνία) να αποδεχτούμε τον τρόπο χρήσης των σημείων στίξης και των γραμματικοσυντακτικών κανόνων του κάθε συγγραφέα.

Καλή ανάγνωση!

Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Κούλα Αδαλόγλου

η εγκατάλειψη

Ήμουν καλή εργοδότρια.
Ποτέ δεν έβαζα τις φωνές
όταν συνωστίζονταν άτονες
όταν αυθαδίαζαν και άλλαζαν το νόημα
όταν δεν βοηθούσαν να γίνει η σκέψη λόγος.
Τι τις οδήγησε σ’ αυτή τη στάση δεν γνωρίζω.
Διαδήλωσαν άγρια,
μου πετούσαν άχρηστα νοήματα στο πρόσωπο.
Έφυγαν, τέλος,
κλείνοντας δυνατά την πόρτα πίσω τους.
Έξω υποτίθεται πως είχε πανσέληνο
πως ήταν καλοκαίρι, υποτίθεται.
Σ’ αυτό το υπόγειο
μόνο καλώδια φυτρώνουν.

§

 

Μανώλης Αλυγιζάκης

ΤΟ ΧΡΕΟΣ

Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο ατένισε
την απεραντωσύνη του γαλάζιου ουρανού
μια ασκητική ηρεμία απλωνόταν
στο πρόσωπο του καθώς έτριβε
πάνω απ’ το νεροχύτη του
σε μια πλαστική σακκούλα
τα ξερά απομεινάρια του ψωμιού
που μάζευε όλη την εβδομάδα
μετά από προσεχτικό κι επίμονο τρίψιμο
στο τέλος είχε μια καλή χούφτα ψίχουλα.

Χαμογέλασε ικανοποιημένος, έβαλε
τα παπούτσια του, πήρε τη σακκούλα
και περπάτησε τριάντα μέτρα
προς τ’ ανατολικά του σπιτιού του
εκεί στο μεγάλο βράχο
που είχε κι ένα πλάτωμα στη μια μεριά
κι εκεί επάνω άδειασε
με προσοχή τα ψίχουλα του.
Με το ίδιο φωτεινό χαμόγελο
γύρισε στο σπίτι, έμεινε μερικά λεπτά
κι αφού πρόσεξε πως άρχισαν να πεταρίζουν
στο βράχο ένα σμάρι σπουργίτες
πήρε τον κατήφορο προς το χωριό.
Έφτασε νωρίς σήμερα στο καφενείο
ελαφρός σαν τον αγέρα, θα `λεγες
πως αιωρούνταν πάνω απ’ τη γη
κι είχε στα μάτια του ένα χαμόγελο
με την ευδαιμονία της Οικουμένης όλης
κι ήταν που είχε κάνει το χρέος του

το χρέος μου, είπε

κι είδα στα μάτια του ένα σμάρι σπουργίτες
να τιτιβίζουν λες και μάθαιναν αρχαία ελληνικά
λες και μάθαιναν τη νέα γλώσσα της αγάπης

§

 

Καλλιόπη Εξάρχου

Ξενότητα

Πόση σκληρότητα περιέχει αυτή η λέξη. Με το -ξ- να καρφώνεται σαν μαχαίρι στη
γλώσσα. Και να περιμένει την έξοδο για να εξασφαλίσει την ανάσα. Μια μικρή
μικρότατη δόση οικείας ανάσας.

Ίσως για αυτό και όλα τα ερωτηματικά μου γύρω από τη γραφή θυμίζουν κάτι από
πατρίδα. Ας πούμε προς τα πού πέφτουν τα μυστικοπαθή ποτάμια με τον ιερό τους
ήχο; Ποιοι είναι οι κάτοικοί τους; Μήπως τάχα τα ξωτικά με τις πτερωτές ακτίνες,
που σαλπίζουν ψηλά πάνω από τα σύννεφα;

Χρειάζονται προσανατολισμό οι λέξεις μου. Αυτά τα ακρωτηριασμένα τέκνα
παράφορης μητρός. Να ανοίξουν στο δέρμα μου εστίες περιπλανήσεων στη βάσανο
του Άλλου. Για να αποκτήσω κάποτε προνόμιο συμμετοχής στον διάλογο με το
Εσείς, με την ελπίδα να γίνει η γραφή μου αποδεκτή στην ανθρωπολογία του Εμείς.

§

 

Βαγγέλης Ζαφειράτης

 

ΣΤΟΝ ΩΡΙΚΟ

Τόσο μεγάλη
και απέραντη ήταν η σιωπή,
που από του χρόνου τα βάθη
και τ’άκρα της θάλασσας,
ακούγονταν
του νερού το πάφλασμα απ’ τα κουπιά
και οι φωνές των ταλαίπωρων Αργοναυτών.

΄Ηταν μεγάλη
η γαλήνη, υπνωτική και ανεξήγητη,
τόσο που η σελήνη
κατέβηκε κι αφέθηκε ανέμελη
στην ανθισμένη άμμο,
στ’ ονειρικό ακρογιάλι.

Από τους ουρανούς,
φως πολύ
ξεχύθηκε αυθόρμητα,
φως γυμνό
που έπεσε όλο πάνω μας !

Το μόνο που αντικρίσαμε,
ήταν μια λουλουδένια αυγή
όπου μας μίλησε…
πότε έκραζε σαν γλαροπούλι
πότε μακριά μας έλαμπε
πάνω στου μύθου το κατάρτι.

-Μα εμείς, είπαν οι φίλοι μου,
τόσο φως τί να το κάνουμε,
προς τα πού να το ρίξουμε;!

§

 

Χλόη Κουτσουμπέλη

 

ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Κάποιοι, κάπου, κάποτε θάψαν τον πατέρα.
Όχι εγώ, ίσως μία άλλη κόρη.
Όσο για τους υδραυλικούς σωλήνες στα μάτια μου
φοβάμαι πως είχαν από χρόνια πια σκουριάσει.
Στην κηδεία ήμουν ανύπαρκτη.
Δεν ξέραμε ότι υπήρχες στ’ αλήθεια, λέγανε
όταν ξέπλεκα την μακριά κοτσίδα
και έβλεπαν τα παραμορφωμένα πόδια.
Για πολύ καιρό μετά τον θάνατό του
υπήρχε ένας ανοιχτός τάφος στο σαλόνι.
Κάθε τέτοια μέρα, του Σταυρού
πάντα συνήθιζε να φέρνει μία τούρτα.
Δεν την τρώγαμε ποτέ.
Την τοποθετούσαμε στο τραπέζι
και με τις σκιές των κουταλιών μας
ανοίγαμε τρύπες στη μαλακή της σάρκα.
Ύστερα ξεκρεμούσαμε τον αδελφό απ’ το ταβάνι
ο μπαμπάς απομονωνόταν στο γραφείο
έπινε το ουίσκι του και κάπνιζε,
κι εμείς αποχαιρετούσαμε τις λεύκες
στο πεζοδρόμιο απέναντι.
Γι’ αυτό πάντα κάθε χρόνο
με ανυπομονησία περιμένω την ονομαστική του εορτή.
Εγώ και όλες οι άλλες θυγατέρες
που κατοικούμε στο σκοτάδι.

§

 

Γιώργος Παναγιωτίδης

 

Μυθοπλασία

Με τον άνεμο λύγιζε όπως η λεύκα,
πώς γίνεται να κατοικούν τούτο το σπίτι
και να μην καταλαβαίνουν ότι ταλαντεύεται
ότι κοιτά τη γη έπειτα τον ουρανό,

ήμουν ο νεαρός επισκέπτης τους,
ζητούσα το δωμάτιό μου, αυτό οφείλουν
οι νεαροί αποζητούν να μένουν μόνοι
γνωρίζουν το σώμα τους, αυνανίζονται

ονειροπολούν επινοούν όλον τον κόσμο
με τον άνεμο θρυμματίζονταν τα παράθυρα
γίνονταν το ξύλο σκόνη, τα πόμολα έπεφταν
στο δάπεδο, επέστρεφε κάποια σταθερότητα

στο παιδικό δωμάτιό μου, κρατούσα
μία κάμερα από το μέλλον, αυτό όφειλα
να απαθανατίσω τη νεότητά μου, μόνος μου,
οι ένοικοι δεν έδειχναν καμία διακριτικότητα,

ο πατέρας στο καθιστικό, η μητέρα
από δωμάτιο σε δωμάτιο, ο γιος στο μπάνιο,
ήταν μάλλον οι γονείς μου, ήμουν μάλλον εγώ
κανείς τους δεν θα μου επιτρέψει να σωθώ

από τη φθορά, τρεις γέροι σκυφτοί,
τα κόκκαλά τους έτριζαν, ξύλινος τροχός
με τον άνεμο το βλέμμα τους θρυμματίζονταν
πώς γίνεται να είμαι αόρατος, συνεσταλμένος

η κάμερα από το μέλλον καταδίωκε το παρελθόν
που με καταδίωκε, το σπίτι γέμιζε εισβολείς
ο γιος του ληστή, ο γιος του καβγατζή
απαθανάτιζαν και αυτοί το μέλλον

η παλιά επίπλωση οχύρωση, στοίβαζα ερμάρια
καναπέδες πίσω από τα σαθρά παράθυρα,
πίσω από τις πόρτες έσπρωχνα με την πλάτη
τους τοίχους, το μέλλον από την άλλη

πού θα βρω λίγη ησυχία, πώς θ’ απαλλαγώ
από τούτη την αδιάκριτη υπενθύμιση,
με τον άνεμο λύγιζα όπως το σπίτι μας,
οι ένοικοί του, ο πατέρας, η μητέρα, ο γιός,

τρεις παλιές βρύσες πεταμένες σε μία κάσα
και όμως αν τις ανοίξεις τρέχει ακόμη νερό,
αποχρωματισμένοι, ασυντήρητοι, δεν είναι
παρά η ανοχύρωτη μυθοπλασία μου

εγώ, όχι περισσότερο εξεγερμένος
από τον νεαρό άθελά μου επισκέπτη
του μέλλοντός μου ή ο γέρος γιος του
που έφτασα έως εδώ τυχαία με τον άνεμο.

§

 

Μάγδα Παπαδημητρίου

 

Ξοδευόμαστε
στο γυάλινο δωμάτιο
με αρωματικά χώρου.
Να κρυφτεί η δυσοσμία
της μοναξιάς.
Χωρίς χαραμάδες
μήπως μπει ελεύθερος αέρας.
Επτασφράγιστο
να μη ξεφύγει το μαύρο
των δελτίων ειδήσεων των εννιά.
Με ζωντανά ρεπορτάζ
που όλοι γίνονται
βορά στους πεινασμένους.
Πάλι πρέπει,
Πάλι φόβος,
Πάλι μη μιλάς.
Ξανά από την αρχή.
Κι εκεί που έλεγα
πως όλα αυτά που μας βαραίνουν
θα χαθούν στον υπόνομο…
Κι εκεί που ονειρευόμουν
πως θα γίνουμε πάλι
τροβαδούροι των Ποιητών
και θα σηκώσουμε σημαίες…

§

 

Μαρίκα Συμεωνίδου

 

ΘΡΙΑΜΒΟΣ

Συνομιλώ μ ‘ένα ροδάκινο
Πικρός ο άνθρωπος που δεν συνομιλεί
Με τα δέντρα
-ενταφίασες το παρελθόν – με ρώτησε
-με εγκάρδιους στίχους –απάντησα
-τι παθαίνουν οι άνθρωποι όταν μαθαίνουν το γιατί
-ερειπώνει μέσα τους και σβήνει του θριάμβου η λάμπα.

Art Work: Rainer Maria Rilke by Ronny Someck