Εκλεκτικές συγγένειες
Ο τρόπος που ανταποκρίθηκε ο Νάσος Νικόπουλος, ποιητής της Δεύτερης Μεταπολεμικής γενιάς, κριτικός θεάτρου και θείος μου όταν του παρέδωσα την πρώτη μου ποιητική απόπειρα ήταν λυτρωτικός. Αλάφρωσε απαλά με την βαθιά φωνή του όλο το άγχος και την αγωνία μου λέγοντας μου απλώς: «Ωραία, θα τα κοιτάξουμε μαζί αργότερα μέχρι τότε όμως να διαβάσεις προσεκτικότερα Σολωμό». «Μα έχω διαβάσει, διαμαρτυρήθηκα…».
«Προσεκτικότερα», επέμεινε. Πράγματι δουλέψαμε αργότερα το πρωτολειακό εκείνο υλικό κι έτσι συνειδητοποίησα πως η διαδικασία ωρίμανσης του ποιήματος είναι ιστορία αργής βαθιάς αυτογνωσίας.
Πέρασαν χρόνια, συνέχισα να γράφω ώσπου η σύμπτωση – όπως θα έλεγαν κάποιοι ή όπως εγώ πιστεύω -, η ίδια η ποίηση αυτοπροσώπως με έφερε σε επαφή με τον Γιάννη Πατίλη. Όταν του έδειξα τα κείμενά μου, με παρόμοια ολύμπια ηρεμία χωρίς ίχνος διδακτισμού ή αυταρέσκειας, με βοήθησε να διακρίνω πιο ξεκάθαρα το αναγκαίο από το αυτονόητο, την ακραία κρισιμότητα της λέξης, τη σπουδαιότητα του ρυθμού, τη βαρύτητα του νοήματος και κυρίως το ήθος του ποιητή που δικαιώνεται μόνο μέσα στο ποίημα. Όλα αυτά με τρόπο καθόλου δραματικό, στην κόψη θα έλεγα του ξυραφιού, με εκείνη την απαραίτητη δόση ειρωνείας που είναι η μόνη σου ελπίδα για να μπορείς να πάρεις τον εαυτό σου και αυτά που κάνει κάπως στα σοβαρά!