Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του ποιητή στην κοινωνία;
Η ποίηση αποτελεί τμήμα της λογοτεχνίας από καταβολής της και καθώς ο λόγος προφορικός και γραπτός, υπήρξε ο θεμελιώδης μοχλός ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισμού, συνεπάγεται πως η ποίηση επιτελεί διαχρονικά αναντικατάστατο έργο σ’ αυτή τη διαδικασία. Εάν λοιπόν ο δημιουργός ποίησης επιτυγχάνει να απευθυνθεί στο ευρύ κοινό με μήνυμα τέτοιο που μεταφέρει και καλλιεργεί συναισθήματα, ηθικές αξίες, θεσμικούς κοινούς τόπους και σεβαστές παραδοχές που προάγουν την εξέλιξη του πολιτισμού προς την κατεύθυνση μιας καλύτερης κοινωνίας, σαφώς και διαθέτει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Γίνεται μπόλιασμα σ’ αυτό το επιθυμητό από όλους πολιτισμικό άνθισμα, και προσθέτει μια ακόμα πολύτιμη ψηφίδα στο συμπλήρωμα της μεγάλης εικόνας που αποτελεί αυτό που οραματίζεται ο διψασμένος για υγιή και πνευματικά άρτια ζωή Άνθρωπος, που νιώθει έντονα την ανάγκη να ολοκληρωθεί σύμφωνα με το δυναμικό που πιστεύει πως διαθέτουμε. Και αυτό είναι θεμιτό.
Υπάρχει όμως στις κοινωνίες η καλλιέργεια που απαιτείται για να γίνει κατανοητή και να πιάσει τόπο αυτή η πνευματικά και συναισθηματικά φορτισμένη και πολλές φορές διανοητικά εκπεφρασμένη γλώσσα; Είναι αυτό ένα διαχρονικά κορεσμένο με προφανείς απαντήσεις, ερώτημα. Πολλή δουλειά στο πεδίο της παιδείας γενικά και της μόρφωσης ιδιαίτερα οφείλει να έχει προηγηθεί, κυρίως από την οικογένεια που αποτελεί το πρώτο και πιο καθοριστικό σχολείο, το αυθεντικό εκμαγείο σφυρηλάτησης χαρακτήρων, και έπονται στη συνέχεια τα διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα αλλά και η ατομική παίδευση, για να δημιουργηθεί το έδαφος στο οποίο θα βρει απήχηση και θα βλαστήσει ο λόγος που εν δυνάμει μπορεί να γεννήσει καινούργιες, πιο ανθρώπινες κοινωνίες.
Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορωνοϊού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η ποίηση;
Η απάντησή μου στην προηγούμενη ερώτηση, ορίζει την εγνωσμένη διαχρονικότητα του ποιητικού λόγου που εφαρμόζει ομόηχα και σε εποχές όπως στη συγκυρία της πανδημίας που βιώνουμε. Μέσα από αντίστοιχες καταστάσεις έχει περάσει το ανθρώπινο γένος κι άλλες φορές κατά τη διάρκεια της καταγεγραμμένης Ιστορικά διαδρομής του, με περισσότερα θύματα κιόλας και μάλιστα σε εποχές που ο παγκόσμιος πληθυσμός ήταν κατά πολύ μικρότερος, συνεπώς οι απώλειες αναλογικά πολύ μεγαλύτερες. Τα ερωτήματα όμως της επαναξιολόγησης της αξίας της ζωής σε ανάλογες περιόδους είναι ίδια κάθε φορά και απευθύνονται κυρίως στο ευρύ κοινό, γιατί ο δημιουργός λόγου όπως και οποιασδήποτε άλλης τέχνης, χρησιμοποιεί εξωτερικές εικόνες και ερεθίσματα ως καύσιμη ύλη στην οποία αυτός ο ίδιος στη συνέχεια πρέπει να δώσει τη σπίθα για να φουντώσει η εσωτερική πνευματική φωτιά, του είναι οικείος δηλαδή ο σωματικός ”εγκλεισμός” που οδηγεί στην παραγωγή εξωστρεφούς έργου.
Ερωτήματα λοιπόν που εκφράζονται με θυμοσοφικούς λαϊκισμούς όπως «υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;» επανέρχονται και μας χτυπούν πιεστικά την πόρτα σε τέτοιες περιστάσεις, και ο δημιουργός λόγου είναι πιο έτοιμος από άλλους ν’ απαντήσει σ’ αυτά. Το αν θα φθάσει το μήνυμά του σε ευήκοα ώτα, σαφώς έχει σχέση με το πώς είναι διατυπωμένο, αλλά κυρίως ίσως, πόσο ώριμος είναι ο αναγνώστης/ακροατής να το ακούσει.
Ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει πάρει πλέον μια κατεύθυνση χωρίς επιστροφή. Αυτό είναι αναντίρρητο. Η δυνατότητα που έχει στην εποχή μας οποιοσδήποτε να ανασύρει πληροφορία σχεδόν για οτιδήποτε από το τηλέφωνο που κρατά στο χέρι του, μας έχει βάλει ανεπιστρεπτί σε μια πορεία προς ένα μέλλον που όλα συνεχώς θα αναθεωρούνται και θα αναπροσαρμόζονται. Όπως συνηθίζω να λέω με… θυμοσοφική διάθεση σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις με φίλους, και η αλήθεια πλέον είναι μια διαδικασία εν εξελίξει. Αυτή τη δυναμική μιας νέας ή πιο σωστά προσαρμοσμένης στις απαιτήσεις των καιρών γλώσσας ζητάει η θεώρηση αυτών που συντελούνται και μας αφορούν προγραμματικά, από τον δημιουργό της. Αν μπορέσει να την εκφράσει θα έχει ρόλο στις κρίσεις όπως η τρέχουσα που περνάμε, αν όχι δεν θα μπορέσει να γονιμο-ποιήσει τα νέα άνθη που είναι απαιτητά για να αρωματίσει τις νεωτερικά προσαρμοσμένες πνευματικές ανάσες οι οποίες αποζητούνται για την ποιοτική μας επιβίωση, σ’ ένα περιβάλλον που όσο πάει επιταχύνει την απαίτησή του για όλο και πιο ηθική μαζικά προσαρμογή εντός του, ειδάλλως θα πάψει κάποια στιγμή να έχει τη δυνατότητα να μας φιλοξενεί.
* Ο Κωνσταντίνος Κομιανός ζει και βιοπορίζεται στην Κέρκυρα. Από έναν δηλωμένο παλαιόθεν έρωτα προς την λογοτεχνία, αλλά μια αδήλωτη έως και τη μέση ηλικία πρόθεση γραφής, άρχισε σχετικά αργά στη ζωή να εκδίδει βιβλία ποίησης. Ποιήματά του έχουν μεταφρασθεί σε ξένες γλώσσες και έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικά έργα, ανθολογίες, λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο.