Scroll Top

Κύπρος 2023: «Έβαλαν οι νεκροί περιμένουν τύπο αφηγητή» | Δεξιότητες για την αναγκαία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση – της Μαριάννας Παφίτη

«Πράττε μόνο σύμφωνα με ένα τέτοιο

γνώμονα μέσω του οποίου να μπορείς συνάμα να 
θέλεις αυτός ο γνώμονας να γίνει καθολικός νόμος».
Immanuel Kant
   «Έβαλαν οι νεκροί τύπο αφηγητή». Το χωρίο αυτό προέρχεται από το μήνυμα που έστειλε η εκπαιδευτικός διαλύοντας τις ψυχές των παιδιών μας. Μήπως, όμως, δεν είναι τώρα που διαλύονται οι ψυχές των παιδιών μας;

   Έβαλαν, λοιπόν, οι θεματοθέτες, ερώτηση για τον τύπο του αφηγητή στο συγκεκριμένο απόσπασμα. Η αφηγηματολογία είναι ένα σημαντικό εργαλείο το οποίο δεν μπορεί να εξαντλείται στην ανάπτυξη δεξιοτήτων λογοτεχνικής ανάλυσης. ‘Η, η λογοτεχνία δεν μπορεί να διδάσκεται απομονωμένη κοινωνικά και «έγκλειστη» σαν να είναι και αυτή καμιά ανάπηρη που πασχίζει να επιβιώσει σε μια Κύπρο μισαναπηρική. Αναφέρομαι, φυσικά, ειδικά στην Κύπρο διότι σε αναπτυγμένες χώρες η λογοτεχνία προσλαμβάνεται σε άλλα, ευρύτερα πλαίσια πλέον και οι ανάπηρες γυναίκες ηγούνται αλλαγής κοινωνικής, πληθωρικής και άξιας (αυτοαναφορικό το τελευταίο σχόλιο και προϊόν επώδυνης αυτογνωσίας και σκληρής εργασίας – την αλαζονεία να την αναζητήσετε στους επίβουλους «ακτιβιστές» των δικαιωμάτων μου).
   Πιο σημαντικό, όμως, είναι το εργαλείο αυτό να μάς βοηθήσει να βοηθήσουμε με τη σειρά μας τα παιδιά να κατανοήσουν τον εαυτό τους και τον κόσμο αυτό, στο βαθμό που είναι δυνατό να κατανοήσουμε τον κόσμο όπως διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή.
   Η αφηγηματολογία, πλην των πολλών θεωρητικών διακρίσεων και εφαρμογών, μάς προσφέρεται ως ένα εργαλείο για να συγκρίνουμε τις αφηγήσεις και να αναγνωρίσουμε τα στοιχεία εκείνα που τις κάνουν μοναδικές και διαφορετικές. Ζούμε σε μια εποχή που ο ακουστικός / προφορικός πολιτισμός προάγεται και αναπτύσσεται ταχέως. Μπορεί στον τόπο μας τα audiobooks και τα podcasts να μην έχουν επικρατήσει ως έννοιες και νόρμες ακόμη, όμως ο τόπος μας είναι «κλειστός» και συχνά αναρωτιέμαι «πώς γεννήθηκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας» (Σεφέρης).
   Τα παιδιά μας, λοιπόν, εκτίθενται καθημερινά στην ακρόαση ιστοριών. Για παράδειγμα, στην αυλή του σχολείου μια ομάδα κοριτσιών ακούει τη διήγηση των γεγονότων που οδήγησαν τη Μαρία (τυχαία τα ονόματα φυσικά) στην ερωτική απογοήτευση. Η Μαρία ισχυρίζεται ότι μια άλλη συμμαθήτριά τους, η Άννα, έκλεψε το αγόρι της και παραθέτει μια σειρά γεγονότων που, κατά την ίδια, οδήγησαν στην «κλοπή» του «ωραίου Πάρη». Άρα, η Μαρία είναι η αφηγήτρια και τα υπόλοιπα παιδιά οι ακροατές. Καταλαβαίνουν τα υπόλοιπα κορίτσια ότι στη διήγηση αυτή ενδέχεται να υπάρχει παραποίηση των «πραγματικών» γεγονότων ή ως άβουλα πλάσματα ακολουθούν άκριτα τη Μαρία στο ξεμάλλιασμα της Άννας;
   Η αφήγηση, όμως, είναι η τέχνη διήγησης της ιστορίας και ως τέτοια μπορεί να χρησιμοποιήσει πολλά τεχνάσματα για να πλανέψει, να χειραγωγήσει, να αποπροσανατολίσει τον ακροατή / αναγνώστη / θεατή / πολίτη. Και ο αφηγητής είναι ο μάστρος της αφήγησης! Αφηγητής, για παράδειγμα, είναι και η δική μας κυβέρνηση και η κάθε κυβέρνηση, οι θεσμοί, οι φορείς εξουσίας, όλοι όσοι διηγούνται μια ιστορία / πραγματικότητα (πόσες διαφορετικές αφηγήσεις ακούσαμε για τους καημένους Αιγύπτιους που κάηκαν στη μεγάλη φωτιά;). Ούτως ή άλλως, με τον όρο αφήγημα, που χρησιμοποιείται κατεξοχήν στην πολιτική, ομολογείται η εντεχνότητα της διηγήσεως (οι όροι αφήγηση – διήγηση χρησιμοποιούνται αδιάκριτα στο παρόν κείμενο). Άρα, η δεξιότητα της ακρόασης και κατανόησης μιας ιστορίας είναι ίδια με εκείνη της αναγνωστικής και όλες συνδέονται με την ανάπτυξη κριτικής σκέψης για την οποία καιγόμαστε όλοι (αυτό κι αν είναι ένα αφήγημα που δεν με έπεισε ποτέ!).
   Φυσικά και θα αναφερθώ στις «Ιστορίες Αναπηρίας» και τη σημασία τους για την ανάπτυξη ενσυναίσθησης για τα θέματα αναπηρίας στην Κύπρο και την απουσία κουλτούρας σεβασμού και αποδοχής των Ανθρώπων με Αναπηρία. Όσοι και όσες επιμένουν να αυτοαποκαλούνται με τη θλιβερή και επικίνδυνη ταμπέλα ΑμεΑ, δυστυχώς δεν αντιλαμβάνονται τις επιζήμιες προεκτάσεις της χρήσης της βραχυγραφίας αυτής για τα παιδιά μας και το μέλλον τους.
   Παραθέτω αυτούσιο το «Σύντομο σημείωμα για τον μισαναπηρισμό και την επιλογή της κυπριακής διαλέκτου στις «Ιστορίες Αναπηρίας» που αναγνώστηκε στην τελευταία παράσταση του έργου στο Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου:
   Η Οργάνωση Πολιτισμού (Αναπηρίας) «Νεόφυτος» εισήγαγε αρκετές καινούργιες έννοιες στον εγχώριο δημόσιο διάλογο για την αναπηρία.
   Αυτή που μάς ενδιαφέρει απόψε είναι η λέξη «μισαναπηρισμός».
   Μισαναπηρισμός είναι η εκ των προτέρων απόρριψη των ανθρώπων με αναπηρία, λόγω της αναπηρίας τους, και η εκ των προτέρων αξιολόγησή τους ως μη ικανά ή χρήσιμα ή ισότιμα όντα.
   Μισαναπηρισμός είναι η εκ των προτέρων απαξίωση των ανθρώπων λόγω της κινητικής, ψυχικής, νοητικής, αισθητηριακής αναπηρίας.
   Στις «Ιστορίες Αναπηρίας» καταγράφονται διάφορες όψεις του μισαναπηρισμού που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι με αναπηρία στην Κύπρο, όχι μόνο σε διαπροσωπικό επίπεδο αλλά και κοινωνικοπολιτικό. Η καταγραφή των Ιστοριών στην κυπριακή διάλεκτο υπήρξε επιβεβλημένη καθώς αποδίδει επακριβώς το συναίσθημα του μισαναπηρισμού και είναι άξιο απορίας που το κείμενο αυτό εάν μεταφερθεί στην κοινή νεοελληνική αποδυναμώνεται. Φυσικά, θα μπορούσε κανείς να εξάγει το συμπέρασμα ότι στην Κύπρο δεν έχουμε, ακόμη, κατακτήσει τον πρέποντα σεβασμό προς τον συνάνθρωπό μας με αναπηρία και πως δεν έχουμε, ως κοινωνία, αποκτήσει δεξιότητες συναισθηματικής νοημοσύνης.
   Ας ελπίσουμε ότι οι ίδιες οι φωνές των ανθρώπων με αναπηρία θα επιφέρουν τις αναγκαίες αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της κυπριακής κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας. Γιατί, ίσως η ενσυναίσθηση να μην είναι, τελικά, αποτέλεσμα ευτυχών συγκυριών αλλά άτυχων και επιζήμιων.
   Το έργο αυτό είναι η δική μου καταγραφή αναπηρικών και μισαναπηρικών ιστοριών. Η σημασία της διήγησης και της ακρόασης προσωπικών ιστοριών είναι, στις μέρες μας, δεξιότητα, ή σύνολο δεξιοτήτων, που συμβάλλουν στην επαγγελματική αποκατάσταση και ανέλιξη. Μια βόλτα στο Linkedin είναι αρκετή για να σας πείσει για του λόγου το αληθές. Η δε διεθνής αναγνώριση των υπό συζήτηση δεξιοτήτων και η αναγνώριση της αξίας τους για το μέλλον των παιδιών μας είναι δεδομένη. Σημειώνω μόνο πως στο σουηδικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, από το 2018, περιλαμβάνεται ειδική διδασκαλία με στόχο τα παιδιά να αποκτήσουν την ικανότητα να διαχωρίζουν τις αξιόπιστες από τις αναξιόπιστες πηγές ειδήσεων, να είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται τη διαφορά μεταξύ μιας σοβαρής πηγής ενημέρωσης και της προπαγάνδας και να μπορούν, επίσης, να διαμορφώσουν μια σωστή εικόνα του τι είναι αληθές βάσει γεγονότων και όχι βάσει των λεγομένων κάποιου που προσπαθεί να τους κάνει να σκεφτούν τα πράγματα με ένα συγκεκριμένο τρόπο.
   Επανέρχομαι στα παιδιά μας τα οποία αντιμετωπίζουν καταστάσεις δύσκολες και αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα παιδιά μας, με αναπηρία ή χωρίς, δεν ζούνε την ίδια με τη δική μας νεανική, απλούστερη και απλοϊκή, πραγματικότητα. Ποια είναι αυτά τα παιδιά που θέλουμε, σήμερα, να απομνημονεύουν τους τύπους της αφήγησης; Τι θα ήθελα εγώ, ως εκπαιδευτικός, να μάθουν οι μαθητές μου μέσα από την εμπειρία ανάγνωσης και κατανόησης του σπουδαίου αυτού έργου; Οι μαθητές μου, που πιθανότατα έχουν δει την ταινία «Swimmers» στο Netflix, οι μαθητές μου που έχουν συμμαθητές παιδιά που διέσχισαν τη θάλασσα για να φτάσουν εδώ, οι μαθητές μου που στο σπίτι τους ακούνε χίλια μύρια για το μεταναστευτικό, που οι γονείς τους σφάζονται μεταξύ τους για το αν θα καλωσορίσουμε τους πρόσφυγες, αν θα τους αποκαλέσουμε μετανάστες, πρόσφυγες, παράτυπους ή παράνομους, αν θα τους ταΐσουμε φαγητό ή θα τους ταΐσουμε στα ψάρια – για τα παιδιά που έρχονται από τη θάλασσα θα μιλήσω άλλη ώρα.
   Οι μαθητές μου δεν μεγαλώνουν στον ίδιο κόσμο που μεγάλωσα εγώ για να ταλαιπωρούνται με στείρα γνώση και την απομνημόνευσή της. Μην νομίζετε, και οι εκπαιδευτικοί είναι, επίσης, γονείς και μέλη της ίδιας ανεμοδαρμένης κοινωνίας. Μόνο που δεν είναι στο χέρι κανενός να ορίσει τις μοίρες των ανθρώπων. Ή μήπως είναι;
   Επιστρέφω στο κείμενο. Μικρασιατική καταστροφή, πόλεμος, πρόσφυγες, ξεριζωμός. Σε νιώθω σένα και τις αλησμόνητες πατρίδες του ελληνισμού –φαίνεται πως και η δική μας προστίθεται σε αυτές. Μα τόσο εσύ όσο και εγώ γεννηθήκαμε τον προηγούμενο αιώνα. Οι μαθητές μου, όμως, γεννήθηκαν σε αυτόν τον αιώνα και καλούνται να αντιμετωπίσουν χίλια δυο ηθικά διλήμματα και άλλα χίλια δυο προβλήματα επιβίωσης.
   Όσοι δεν φοράμε παρωπίδες τον γνωρίζουμε τον αγώνα των προσφύγων να ριζώσουν στην Ελλάδα:
   «Όλη αυτή η περιοχή λέγεται ανέκαθεν Ανάβυσσος. […] Το τι τραβούσαμε δε λέγεται. Ούτε ο Χριστός δεν υπόφερε έτσι. […] Νερό δεν είχαμε. ψωμί αγοράζαμε από το Λαύριο. Έπρεπε να το παραγγείλουμε και να το πληρώσουμε μια μέρα [πιο μπροστά]. Την άλλη μέρα μας το έφερναν με τα γαϊδούρια, μπαγιάτικο και κομματιασμένο. Οι ντόπιοι αλβανόφωνοι Καλυβιώτες που είχαν χτήματα στην Ανάβυσσο μας έβριζαν Τούρκους. Θέλαμε ένα τσαμπί σταφύλι να δροσιστούμε και δε μας έδιναν […]. Από το 1926 ως το 1927 ζευγαρίζαμε στους ελαιώνες του Μελισσουργού. Το 1928 ο τσιφλικούχος αυτός μας απαγόρεψε την καλλιέργεια. Διαμαρτυρηθήκαμε όλοι με τα γυναικόπαιδα μαζί. Ο τσιφλικούχος έφερε χωροφύλακες από το Λαύριο και το Κορωπί και μας χτύπησαν. Μ’ έβαλαν κι εμένα φυλακή» (Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκελος 230). Να μην υποκρινόμαστε. Και στο νησάκι τούτο τα ίδια κάναμε με τους πρόσφυγες της εισβολής.
  Βλέπεις, αγαπητέ μου, ο Σεφέρης είχε δίκιο:
«Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους·
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν·
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι·
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν»
(Τελευταίος Σταθμός)   Τι θέλω να κατανοήσουν οι μαθητές μου από το απόσπασμα των νεκρών που περιμένουν;

  – Πως το κάθε αφήγημα δεν είναι μια απλή και τυχαία εκφορά λόγου να την καταναλώνουμε άκριτα και να την αναπαράγουμε ανώδυνα.
– Πως οι λέξεις έχουν μεγάλη δύναμη και μπορούν να παρηγορήσουν και να ανακουφίσουν αλλά και να πληγώσουν και να κακοποιήσουν.
– Πως η εποχή μας εμπεριέχει πολύ σοβαρές ιδεολογικές συγκρούσεις και αντιφάσεις που απαιτούν ψύχραιμη αντιμετώπιση και κατάρριψη πολλών στερεοτύπων.
– Πως όσα ζήσαμε πρέπει να τα μελετούμε για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, να κατανοούμε το παρόν και να οικοδομούμε το μέλλον. Το μέλλον, όμως, που η Ευρώπη οικοδομεί ήδη, ίσως να μην συμπεριλαμβάνει πολλά αφηγήματα που έθρεψαν γενεές και γενεές σε αυτό το ταλαιπωρημένο νησάκι. Και, ίσως, η πολιτική του μέλλοντος που οικοδομεί η Ευρώπη να μην περιλαμβάνει αφηγήματα διχόνοιας και έχθρητας, παρά μόνο αφηγήματα ειρήνευσης, συμφιλίωσης, αρμονικής συνύπαρξης των εθνών και των λαών. Ίσως αυτό να είναι και το μόνο αφήγημα που θα μπορέσει να επιλύσει το κυπριακό πρόβλημα και, ίσως, να μην είναι στο χέρι το δικό μας ο τρόπος και ο χρόνος.
– Πως η ισότητα και η ισονομία δεν είναι αυτονόητες ούτε εξασφαλισμένες και πως πρέπει να στεκόμαστε αγέρωχοι και διεκδικητικοί αγωνιστές της διασφάλισής τους για όλους εμάς. Γιατί ο άνθρωπος μπορεί να είναι μικρόψυχος και ευτελής ή ενσυναισθητικός και ευτυχής. Και επιλέγουμε ανάμεσα σε αυτούς τους δυο δρόμους.   Κλείνω με Σεφέρη διότι ο Σεφέρης, ως διορατικός πολιτικός, είχε διαβλέψει πολλά από όσα ζούμε σήμερα και είχε προτείνει τις μόνες λύσεις που συμμερίζομαι και εγώ:

«Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται».(Απόσπασμα από την ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας)