Για τον Μίλτο Σαχτούρη
(…) Στο άνοιγμα της πόρτας, μου φάνηκε πελώριος. Τον κοίταξα με αμηχανία.
Πήγα να του δώσω το χέρι, ακούμπησε τα δικά του στους ώμους μου και με κοίταξε καλά κάτω απ΄τον ασθενικό γλόμπο του χολ.
«Σε περίμενα ψηλότερη!» δήλωσε.
«Λόγω αυτών που γράφω;» πήγα να κάνω πνεύμα. Δεν μου έδωσε σημασία.
«Για να σε δω στο φως… Πώς είσαι έτσι;»
Τα ‘χασα τελείως.
«Φαίνεσαι σαν κλαμένη… Τα μάτια σου είναι κόκκινα…»
«Ναι» του είπα «δεν κοιμήθηκα χθες…»
«Χα! Επειδή θα ερχόσουν να γνωριστούμε;»
«Όχι, έπαιζα πόκα ως το πρωί.»
«Α! Α, κι εμένα μου άρεσε ο τζόγος. Χαρτιά, ρουλέτα, ιππόδρομος… Τώρα μόνο κανένα Λόττο παίζω πού και πού… Έλα μέσα.»
Με οδήγησε στη μοναδική πολυθρόνα, κι εκείνος κάθισε στην ξύλινη καρέκλα μπροστά στο γραφειάκι, που ήταν φορτωμένο χαρτιά, βιβλία-ακόμα μέσα στους φακέλους τους-, και σκόνη.
Του είχα φέρει γλυκά. Δεν τα έτρωγε, είπε, γιατί είχε λίγο ζάχαρο (του άρεσαν όμως συμπλήρωσε, τα κουλουράκια). Του είχα φέρει και μια Παναγία που είχα ζωγραφίσει. Όταν την ξετύλιξε, σχολίασε, μάλλον αδιάφορα, το έντονο βλέμμα της.
«Είναι από αυτές που σε παρακολουθούν σε κάθε γωνιά του δωματίου. Εμένα, ο προστάτης μου είναι ο Άγιος Παντελεήμων. Η κόρη της Γιάννας, ξέρεις, είναι κι αυτή αγιογράφος.»
Ήθελα να του χαρίσω κάτι που θα του αρέσει: Έβγαλα το στυλό μου και του το έδωσα. Ήταν ένα κοντόχοντρο αεροδυναμικό στυλό που είχα αγοράσει προ ημερών από το «Πλαίσιο». Το πήρε, το μεταλλικό του χρώμα άστραψε στο ημίφως του δωματίου. Σχεδόν εξαφανίστηκε μέσα στο μεγάλο του χέρι. Το ακούμπησε στο γραφείο.
«Μπα, δεν γράφω πια…» είπε. «Δεν ξέρω αν θα ξαναγράψω…»
«Γιατί;»
«Μεγάλωσα. Πολύ.»
«Ο ποιητής δεν μεγαλώνει ποτέ περισσότερο από το μέγεθος του », ψιθύρισα.
Δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς είπα, ούτε εκείνος φάνηκε να το προσέχει, αλλά χαμογέλασε.
«Ναι, μα εγώ, τώρα, ζω με το πουρμπουάρ του Θεού», είπε. «Πάρε ένα γλυκό.»
«Ευχαριστώ», είπα και δεν πήρα.
«Θα σου φτιάξω καφέ.»
«Όχι, ευχαριστώ, δεν θέλω. Δεν θέλω τίποτα.»
«Θα σου φτιάξω.»
Σηκώθηκε.
Περιεργάστηκα με μια γρήγορη ματιά το δωμάτιο. Ήταν τυφλό και κλειστοφοβικό. Το φώτιζε λίγο ένας πίνακας της Περσάκη πάνω από το γραφείο. Υπήρχε κι ένας του Φασιανού, και δύο τρία καδράκια, μάλλον τυχαία. Ένα λιωμένο, βρόμικο χαλί κάλυπτε μέρος του κατεστραμμένου παρκέ. Μια ασπρόμαυρη τηλεόραση ήταν στο κέντρο του δωματίου, πάνω σ’ ένα σκαμνί. Το παράθυρο έβλεπε στον τοίχο του στενού ακάλυπτου.
Πλησίασα. Αν άπλωνα το χέρι, μπορούσα να ακουμπήσω απέναντι.
«Ζάχαρη;» ρώτησε από το κουζινάκι, που βρισκόταν δεξιά της εισόδου. Πήγα κι εγώ προς τα εκεί. Το μεγάλο σώμα του καταλάμβανε το χώρο.
«Εεε, ναι», είπα.
Έξυσε με το κουτάλι το εσωτερικό ενός κουτιού.
«Φτάνει αυτή; Δεν έχω άλλη. Είδα που κοιτούσες το παράθυρο…»
«Είναι εσωτερικό το διαμέρισμα …» παρατήρησα ανόητα.
«Ναι. Μ’ αρέσει έτσι. Εγώ πρέπει να βλέπω μέσα», μου είπε.
Έφτιαξε τον καφέ σ’ ένα αρχαίο ηλεκτρικό μάτι, και μου τον σερβίρισε στο, όπως μου είπε, τελευταίο φλιτζανάκι που είχε μείνει από το σερβίτσιο της γιαγιάς του. Μου έβαλε κι ένα ποτήρι νερό απ’ τη βρύση. Ψυγείο δεν υπήρχε.
Μου τα έδωσε στο χέρι και πήγα πάλι στην βουλιαγμένη πολυθρόνα με τη λεκιασμένη ταπετσαρία.
«Μπορείς να τα ακουμπήσεις πάνω στην τηλεόραση», είπε και κάθισε κι εκείνος στη θέση του.
Εξακολουθούσα να έχω αμηχανία. Ήπια μια γουλιά καφέ και κάηκα.
Με κοίταζε. Μετά από λίγο, έπιασε το βιβλίο μου στα χέρια του και το στριφογύρισε:
«Έπρεπε να ‘χαμε γνωριστεί νωρίτερα» είπε. «Αν και είναι σαν να σε ξέρω από πάντα. Σαν να έχουμε γεννηθεί μαζί. Είσαι ματιασμένη κι εσύ.»(…)
Χαίρομαι γιατί κράτησα στο ημερολόγιό μου αυτή την περιγραφή της πρώτης μου συνάντησης με το Βιβλικό Παιδί που με σημάδεψε.
Μετά από χρόνια έγραψα:« ο Μίλτος Σαχτούρης ως παις και ως αιών παίζει. Άγρια παιχνίδια. Ακρωτηριάζοντας νοήματα που ούτως ή άλλως δεν αντέχουμε να τα συλλάβουμε ολόσωμα. Και σακατεύοντας την καλλιέπεια, μέσω της οποίας ξεγελιόμαστε πως επιχειρούμε μια κάποια οργάνωση του χάους που μας εμπαίζει. (…) Αν ήταν ζώο, θα ήταν η μυθική χίμαιρα, ή έστω, η χίμαιρα της δικής του μυθολογίας: Λαγός – σκύλος – πετεινός – πεταλούδα – γάτα – καπνός .Αν ήταν φυτό, θα ήταν η δροσόφιλος η σαρκοφάγος, αν ήταν έντομο θα ήταν η μάντις η ευλαβική – η κανίβαλος, αν ήταν μουσική θα ήταν το φοβισμένο, δήθεν αδιάφορο, σφύριγμα του παιδιού που περνά έξω από νεκροταφείο, αν ήταν πίνακας ζωγραφικής θα ήταν ο βιολιστής στη στέγη του Σαγκάλ, αν ήταν χρώμα θα ήταν δηλητηριώδες κόκκινο, αν ήταν παιχνίδι θα ήταν πετροπόλεμος με άστρα, αν ήταν αντικείμενο θα ήταν χαρταετός σε μαύρο ουρανό.
Ο Μίλτος Σαχτούρης, ο βασκαμένος από τον εαυτό του, ο έξω και πέρα από την εποχή του, ο έξω και πέρα από την ίδια την βιωμένη του ζωή, είναι όλα αυτά, ταυτόχρονα, όντας «ο διά ποίησιν σαλός ». (…)
Τώρα συμπληρώνω – όχι σε ενεστώτα πια, αλλά σε αόριστο: ο Μίλτος Σαχτούρης ήταν το Σκέυος. Και η χρηστικότητα του σκεύους είναι στο κενό του. Του ποιητή συνεχίζεται στο διηνεκές, στο κενό της απουσίας του.