Scroll Top

Σωτήρης Σαράκης

Ιούλιος του 2000. Το τηλέφωνο δεν απαντούσε-όπως έμαθα αργότερα τα τηλέφωνα είχαν κοπεί. Στο κινητό ο Αργύρης αντιστάθηκε μέχρι τέλους. Ανησυχούσα απ’ την αρχή, δεύτερη-τρίτη μέρα με ζώσανε τα φίδια. Επικοινωνούσα με κοινούς γνωστούς χωρίς αποτέλεσμα. Προφανώς δεν είχα τα τηλέφωνα της Χρύσας. Η ίδια είχε πάει στο Θροφαρί – και μάλλον δεν είχε ούτε εκείνη αποκτήσει ακόμα κινητό – όμως, αν τηλεφωνούσα στο σπίτι ή στη δουλειά της, θα μάθαινα.
Τέλος, ο Αργύρης σήκωσε το τηλέφωνο. Στην εναγώνια ερώτησή μου, ήρθε η μονολεκτική, έντονα φορτισμένη, απάντησή του: «Κάηκα».
Επί μέρες μετά ευχόμουνα να με ρωτούσε τη γνώμη μου, να μου ζητούσε ένα είδος συμβουλής. Θα του ‘λεγα να τα παρατήσει και να ‘ρθει να ζήσει στην Αθήνα. Δεν μπορούσα να τον σκέφτομαι μέσα σ’ αυτήν την πίκρα, με το πανέμορφο σπίτι αποκαΐδια μέσα στ’ αποκαΐδια της πρώην κατάφυτης πλαγιάς.
Αυτό, βέβαια, δείχνει το πόσο λίγο ήξερα τον Αργύρη. Φυσικά έμεινε εκεί. Με μαστόρους, με κοπιώδη προσωπική εργασία («έπιαναν» τα χέρια του) και προπαντός με την ψυχή του, με το πείσμα του, θεράπευσε τα βαριά τραύματα του σπιτιού του. Και όχι μόνο αυτό, αλλά μπόρεσε αργότερα να γράψει το ποίημα «Η πυρκαγιά ήταν ουρανόσταλτη»… και το πεζό «Η Μπουμπού». Αυτός ήταν ο ποιητής Αργύρης Χιόνης.