Πρωινές Οπτασίες
Ζεστός καφές πλάι στο GPS
Μέικαπ αόρατο καλοσπατουλαρισμένο
Πρόσωπο σοβαρό, πολυάσχολο
Τα δύο χέρια στιβαρά στο βολάν
Το βλέμμα στητό μπροστά
Το στήθος επίσης ͘
Αν κι είδες λοξά τη ματιά μου –
Ατάραχη, αγέρωχη –
Το χαμόγελο έκρυψες…
Δυστυχείς γυναίκες
Στο περιτύλιγμα του αρσενικά κεκτημένου φεμινισμού τους.
Μικρή νυχτερινή μουσική
Το πιο όμορφο τραπέζι
Είναι Σάββατο βράδυ
Όλη η κουζίνα μαζεμένη
Στοίβες τα πιάτα να στραγγίζουν
Και πάνω του αφημένα
δυο ποτήρια κόκκινο κρασί
Το τασάκι με το στριφτό αποτσίγαρο στην άκρη
Ο αέρας πηχτός, ακίνητος ͘
Λίγος καπνός
Λίγο αλκοόλ
Λίγη φαγητίλα
Και τόση αγάπη
Χωρίς τίτλο
Πάντα σαν μου ‘καναν κακό
ξεχνούσα σε δυο μέρες
τα τι, τα πως
κι έμενα μ’ ένα άδικο κι ενός μικρού παράπονο.
Κι ένα πρωί, καλό πρωί, μαζεύτηκαν οι μνήμες
κι ήρθαν και στάθηκαν μπροστά
πού ‘πινα τον καφέ μου ͘
‘ακου να δεις και διάλεξε,
σαν συνεχίσεις έτσι,
να μας ξεχνάς και στα θολά
νερά να μας πετάς,
θα μαζευτούμ’ όλες μαζί
σε μι’ άκρη του κορμιού σου
και θα στο ροκανίσουμε,
θα σου το φάμε όλο.
Χωρίς τίτλο
Είναι παντελώς αδύνατον να γραφεί ποίησις…
Οι καλλίτεροι των επονομαζόμενων – χάριν συνεννοήσεως – ποιητών
επέτυχαν απλώς – μεθ’ ομολογουμένης δεξιοτεχνίας και αισθαντικότητος –
να θέσουν σε ικανοποιητική λεκτική μορφή
μίαν αμυδρά υποψία των ονειροπαραμυθιακών καταστάσεων
όπου ενδοβιούν σε στιγμές
απεριορίστου συμπαντικής κοινωνίας
και αβυσσαλέας μοναχικότητος,
καταθέτοντες σε μια χλωμή πλην όμως παλλόμενη
συγχορδία εβδόμης ηυξημένης,
τον δονισμό που τους διατρέχει
κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης και μέχρι
των γεννητικών οργάνων ﮲ τελεία.
Κατανοείς τώρα, λοιπόν, αγαπητέ,
γιατί ποίησις δεν δύναται να γραφεί…
Χωρίς τίτλο
Σταχτομπέζ κόκκος άμμου
με απειροελάχιστη διάσταση
Γλιστρά στην πλαγιά του αμμόλοφου
Κατρακυλά με χαρούμενες φωνίτσες
Σα φθάσει στα ριζά
μ’ ένα λαχανιασμένο αναστεναγμό
αποκοιμιέται.