Του θανάτου
Θάνατέ μου, διαδικασία της υλικής μου αποσύνθεσης
και σκοτοδίνη, του κενού μου και μαύρου διαστήματος,
που έρχεσαι όπως έρχονται οι άδοξοί μου έρωτες μέσα
από το απροσδόκητο της καθημερινής μου συνήθειας·
φυσικό μαρτύριο, εσύ, της καρδιάς μου που σταματάει
και του αίματος που παύει να κυλά όπως των ζωντανών,
καθώς το σώμα κιτρινίζει χάνοντας το βάρος του ολοένα
κι οι άνθρωποι τριγύρω μου κλαίγοντας να σε βλαστημούν·
θάνατε, δίχως να σε φοβάμαι σε αντικρίζω εγώ κατάματα,
δίχως να αγωνιώ, τώρα σε δέχομαι σαν να ήσουνα αγκαλιά,
παραμόνευες εκεί πάντα στην άκρη του στενού μου δρόμου
θερίζοντας με πόνο και με λύπη τις ζωές όλων των άλλων·
σειρά πια έχω εγώ να σε αφήσω νωχελικά να με δαμάσεις
και την πανίσχυρη δύναμη της φύσης σου έχω να υποστώ.