Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε τη γραφή σας ο τόπος σας;
Ἰδού: Λένορμαν 117, ΚΟΛΩΝΟΣ. Ἐκεῖ γεννήθηκα καὶ ἔζησα τὰ παιδικά μου χρόνια· μικρός, στὸν Τόπο τῆς Μεγάλης Ποίησης.
[Σελίδες ἡμερολογίου]
Θυμᾶμαι παιδί, στὴ δεκαετία τοῦ πενήντα, τὰ καλοκαίρια στὸ «Ἄκρον». Βλέπαμε τὶς πολεμικὲς ταινίες τῆς ἀντίστασης, τοῦ πόνου, τοῦ ἐξολοθρεμοῦ καὶ τῆς ἀπέραντης ἀγάπης. Τὶς στρογγυλοπρόσωπες ρωσίδες μὲ τὰ τσεμπέρια τους, παλληκάρια μὲ τὰ ρώσικα αὐτόματα καὶ τὶς χειροβομβίδες, κάμπους ἀτέλειωτους μὲ ἄσπρα στάχια, ὄμορφα ζευγάρια ποὺ χωρίζανε, ἴσως γιὰ πάντα, ἢ ποὺ γυρεύονταν σὰν τρελλὰ στοὺς συνωστισμένους σταθμούς. Κι ἀπὸ πάνω μας —στὸ θερινὸ σινεμαδάκι— σάλευαν ἐλαφρὰ οἱ ψηλὲς λεῦκες, οἱ φυτεμένες στὶς ἄκρες τῶν διαδρόμων, κι ἀκούγονταν ἀπὸ μακριὰ φωνὲς τῆς νύχτας: κάποιο μηχανάκι ποὺ πέρναγε βουΐζοντας τὴ Λένορμαν, ἕνα τραγούδι ἀπὸ κάποια μακρινὴ ταβέρνα, ἢ δίπλα ἕνα μπουκάλι λεμονάδας ποὺ κυλοῦσε στὰ χαλίκια. Πόσο κατοικημένο καὶ φωτεινὸ ἔνοιωθα τὸ σκοτάδι γύρω. Μᾶς ἄγγιζε ἡ λίγη ψύχρα τοῦ βραδιοῦ, κι ἀνατριχιάζαμε στὰ κοντομάνικα. Κι ὕστερα πόσο ζεστὸ μᾶς φαίνονταν τὸ σπίτι! Ζέστη κρατημένη ἀπ’ τὴ θερμότητα τῆς μέρας μέσα στὰ δωμάτια. Παίρναμε τὶς γεμιστὲς ντομάτες ἀπ’ τὸ φανάρι, τρώγαμε κι ὕστερα στὸν γλυκὸ τὸν ὕπνο ἀφηνόμαστε, ἐμεῖς, οἱ τυχεροί, οἱ ἐπιζῶντες ποὺ εἴδαμε τοὺς σωροὺς τὰ ἐρείπια, τὰ τάνκς, τοὺς αἰχμαλώτους, τοὺς χωρισμούς, τὸ κρύο, τὴν πείνα καὶ τὴν φρίκη, καὶ νοιώσαμε κι ἐμεῖς πρὶν λίγο —αὐτὸ ὅλο κι ὅλο— τὴ λίγη ψύχρα τῆς καλοκαιριάτικης βραδιᾶς… Ἄ, τί εὐτυχισμένοι, τί εὐτυχισμένοι!…
Κι ἄλλα πάλι βράδια μὲ τὰ καουμπόϊκα. Τί χρώματα ἦταν αὐτά, θεέ μου! Ἀξέχαστο γαλάζιο τοῦ οὐρανοῦ στὸ Φὰρ Οὐέστ! Σβίνγκ, σβὶνγκ οἱ σφαῖρες μέσα στὴ σιωπή, τὸ ἄγριο ποδοβολητό, οἱ κραυγὲς τῶν Ἰνδιάνων, οἱ ἥσυχες κουβέντες τῶν ἠθοποιῶν μὲς στὴ διάφανη τὴ νύχτα, ἐνῶ γύρω ἀκουγόνταν τὰ τριζόνια… Ἂν ἔπρεπε νὰ ὁρίσω τὰ καουμπόϊκα ὅπως τὰ γνώρισα, θά ‘λεγα: μεγάλες βραδινὲς σιωπὲς ποὺ τὶς διακόπτουν αἰφνίδιες ὁμάδες ἤχων. Καὶ τί περίεργο! Ἄνθρωποι ποὺ συζητᾶνε – ὅπως ἐμεῖς οἱ ρωμιοὶ δὲν μάθαμε νᾶ συζητᾶμε ποτέ! Δὲν θυμᾶμαι ἄλλα ἔργα ὅπου οἱ ἄνθρωποι νὰ συζητοῦσαν τόσο ὄμορφα. Καμιὰ φορὰ πάλι τὸ μάτι μου γλίστραγε στοὺς θεατές. Λαϊκοὶ ἄνθρωποι τῆς συνοικίας, ἡλιοκαμένοι μ’ ἀνοιχτὰ πουκαμισάκια. Οἰκοδόμοι, μικροϋπάλληλοι, τεχνίτες, πλασιέδες, ταχυδρομικοί, μπατίρηδες τῆς γειτονιᾶς, μαθητές… Φούντωναν μεριὲς-μεριὲς οἱ κάφτρες τῶν τσιγάρων κι ἀνέβαιναν ἄσπροι μικροὶ καπνοί, πού ‘καναν τὸν μικρὸ κινηματογράφο νὰ μοιάζει μὲ τὸ στρατόπεδο τῶν Ἰνδιάνων στὸ πανί. Θερινοὶ κινηματογράφοι τοῦ Κολωνοῦ! «Ἄκρον», «Κολωνός», «Ἁρμονία». Μικρὲς ἐκκλησίες τοῦ πανιοῦ. Βρύσες τοῦ χρώματος, βρύσες τῆς ὄμορφης ξενιτιᾶς, βρύσες τοῦ «ἄλλου». Ποὺ ξεδιψάσατε τοὺς μεροκαματιάρηδες, τοὺς ἄεργους ἐρωτευμένους, τὶς παρέες, τοὺς μαθητές… Μέρες ποὺ ξεκινήσατε μὲ τὴν καφτὴ λαιμαριὰ τοῦ ἥλιου στὸ λαιμό, μέσα στὴ σκόνη τὴ ρουφήχτρα τῆς Ἀθήνας, στὴ μαύρη ἄσφαλτο, πλάι στὰ περίπτερα καὶ τὰ συλλαλητήρια, καὶ καταλήξατε στὸ… Φὰρ Οὐὲστ μ’ ἕνα ἀναψυκτικὸ στὸ χέρι!
Καφτὴ «πραγματικότητα», δροσιστικό μου «φάντασμα», πέστε μου τώρα ἐσεῖς, εἰκοσιπέντε χρόνια ἀργότερα, ποιό ἀπ’ τὰ δυὸ εἶναι πιὸ «πραγματικό»; Καλὴ ἐφημερίδα, λαχτάρα ὅλης τῆς μέρας νὰ πληροφορηθοῦμε τὸ ἐργάκι! Πῶς φεύγουνε οἱ ὧρες, δροσίστηκε κι ἡ ζέστη.
Ἐκεῖ μέσα θὰ ζήσουμε,
ἔτσι θὰ ἐπιζήσουμε!
Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.
ΤΡΕΙΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ.
Ι.
Κούλουμα 1977
Τούτη ἡ μέρα ποὺ πετάχτηκε ἀπ’ τὴν κερκίδα τοῦ ὁρίζοντα
σὰν μιὰ ξανθὴ ἰαχὴ
σηκώνοντας στὸν ὦμο της σὰν δροσερὸ σακκίδιο
τὴν πατημένη μας ἐλπίδα
μᾶς ἔφερνε μέσα ἀπ’ τὰ καθημερινὰ δρομολόγια τοῦ ψωμιοῦ
στοὺς χαμηλοὺς λόφους καὶ στὰ γήπεδα τοῦ ξεχασμένου ἀέρα.
Ὁ οὐρανὸς πνιγότανε μέσα στὸ ἴδιο του τὸ μπλὲ
τὸ τιναγμένο πάνω ἀπὸ τὸ κάτασπρο καψούλι τοῦ Παρθενώνα
ἀναίτια χαρισμένο στὰ καθρεφτάκια τῶν ἀνθρώπων
ἀσύγχυτο μὲ τὸ πράσινο καὶ τὰ φωνηεντόληκτα βουνά.
Πιὸ κάτω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὑπῆρχαν οἱ ἀνάγκες τους
κουρελιασμένες ἐφημερίδες πλαστικὰ μπουκάλια χαρτοπετσέτες
καρφιτσωμένα στοὺς θάμνους παρατημένα πεταμένα
γιὰ τὸ χατήρι τῆς ἄλλης ἀσίγαστης ἀνάγκης
ποὺ ὑψώνει μέσα στὸν πυθμένα τοῦ γαλάζιου τοὺς χαρταετούς.
Μέσα ἀπ’ τὸ σκόρπισμα ἀνέβαινε ἡ μπερδεμένη σάλπιγγα τῆς μουσικῆς
σὲ τοῦφες ξαφνικὲς ἀπὸ τὰ κασετόφωνα καὶ τὰ τρανζίστορς
καὶ στὰ μεγάλα ξέφωτα οἱ ὅμιλοι τῶν χορευτῶν:
μιὰ τράπουλα ἀπὸ συσκοτισμένα πρόσωπα
ἀπὸ κεφάλια ἠπειρώτικα μὲ τὸ καπέλο τοῦ σερίφη
πρόσωπα ντοκουμέντα τῆς μικροαστικῆς καταστροφῆς
ἀνάμεσα σὲ πρόσωπα ποὺ ἀντιστέκονται
σὲ πρόσωπα ἀγκαλιὲς βαστώντας τὰ παιδιά τους
καθὼς ζεστὰ κομμάτια μέλλον.
ΙΙ.
[Ὦ γῆ τῆς Ἀττικῆς]
Ὦ γῆ τῆς Ἀττικῆς
Ἀγαπῶ τὶς πολυκατοικίες σου πιὸ πολὺ
ἀπ’ τὸν Παρθενώνα.
Χωρὶς αὐτὲς οὔτε ποὺ θὰ σᾶς εἶχα δεῖ
Ἄσπρες ζεστὲς κολόνες ἀπὸ δάκρυα.
Εἶμαι ἐρωτευμένος
Κι αὐτὸ
Δὲν ἔχει καμιὰ σημασία.
Κι εἶμαι χαρούμενος
Γιὰ τὴν ἀποτυχία ὅλων τῶν σημασιῶν.
Κι εἶμαι ἀνέτοιμος
Βαθύτατα ἀνέτοιμος γιὰ ὅλα.
ΙΙΙ.
Ὄνειρο φαντάρου σὲ διαμέρισμα στὰ Πατήσια
Εἶδα στὸν ὕπνο μου πῶς ὑπεράσπιζα τὶς Θερμοπύλες μὲ τὸν Λεωνίδα.
Ἦταν Κυριακη καὶ στεγνώναμε τὰ μαλλιά μας στὴ λιακάδα.
Ὅταν ξάφνου φτάνουν οἱ Πέρσες μὲ τὸν Ἐφιάλτη.
Ζητοῦνε εἰρηνικὸ πέρασμα γιὰ τὴν Ἀθήνα.
Γίνεται ταραχή. Οἱ μάντεις συμβουλεύονται τοὺς δορυφόρους κραυγάζοντας λαβὼν λαβών.
Βομβαρδιστικὰ σκεπάζουν τὸν ἥλιο μὲ βέλη.
Ὁ Λεωνίδας μᾶς θυμίζει τοὺς τρακόσιους μὲ τὸ Λεωνίδα:
«Οἱ Ἕλληνες πολεμᾶνε καλύτερα ὑπὸ σκιὰ» φωνάζει καθὼς ἀπομακρύνεται
«Οἱ Ἕλληνες πολεμᾶνε καλύτερα ἐναντίον Ἑλλήνων»