Ο σιδερένιος ήλιος λυώνει, καυτό μολύβι, νερό των απόντων
Κρουνός σε μαστιγώνει φως από χαλκό και μπακίρι.
Πέρασες κάμπους και βουνά και νά το πέτρινο γεφύρι.Στάχτη και κουρνιαχτός τα περασμένα σού σκεπάζουνε τα μάτια
Έγινε ο βίος σου ατέρμονο κρυφτό με τα τσιράκια του θανάτου
κι ο λόγος σου τινάχτηκε αστραπή μέσα στ’ ανήμερα παλάτια
και σού πυρπόλησε τον νού κι έκαμε το κορμί κομμάτια:
«Γιός και πατέρας, δέντρο και κλαρί μα ίδια η μαύρη ρίζα.
Το αίμα σύννεφο ανταριάζει παγερήν ορφάνια.
Μαζεύω την φωνή μου ζώο κυνηγημένο κάτω απ’ την μαρκίζα
τούτης της γέφυρας. Αφήνω πίσω μου της Πύλου τα ρουμάνια.»
Πως ξερριζώνεις απ’ την ψυχή σου το άγριο του κεντράδι
Για νά ‘ρθει των λυγμών η ανείπωτη παλίρροια.
Στην ερημιά του δρόμου θα σε βρεί κι αυτό το βράδυ.
Μα κάπου θά ‘χει μιά Εκκλησιά, τώρα που πέσαν τα γιοφύρια.
ΒΟΥΒΟΣ ΑΠΟΛΟΓΟΣ
Τώρα κοιμάσαι. Κι είμαι δίπλα σου.
Σ’ έχω όμως πέτρα στο στομάχι.
Είναι μεσημεράκι και κοιμάσαι.
Όλη την νύχτα με μισόσβηστα τα μάτια
προσηλωμένα στον ουρανό του ταβανιού
διάβαινες χρόνια, θάλασσες, πεδιάδες.
Άλλοτε φώναζες τον ξάδερφό σου να κρυφτείτε
από τους Γερμανούς στις θημωνιές ανάμεσα
κι άλλοτε «δεν είδα αντάρτες, μη βαράτε»
έλεγες στον Ναζί που σε χτυπούσε
μ’ ατσάλινο επικάρπιο μαστίγιο.
Σ’ έσωσε πάλι η Μάνα σου, η άγρια γερακίνα
κι έπεσε απάνω του τα μάτια να του βγάλει.
Κοιμάσαι, τώρα, γέρο μου Οδυσσέα,
και κοκκινίζουνε τα φύλλα των λωτών
και της βελανιδιάς τα φύλλα μπακιρένια.
Πότε τραβάς με τ’ άλογο τρία φορτώματα κρασί
για της Μεσσήνης το παζάρι και στον δρόμο
μες στο σκοτάδι, δεκατρίω χρονώ παιδί
σαν συντυχαίνεις καβαλλάρη για περάτη,
κάμνεις πως σταματάς και περιμένεις τον Πατέρα
που δεν εγνώρισες ποτέ
νά ‘ρθει κοντά σου, πού ‘χει τάχα πάει προς νερού του
κι «έλα, Πατέρα, μην αργείς», φωνάζεις
και σφίγγεις με τα δόντια την ψυχή σου σίδερο.
Κοιμάσαι, τώρανες, γέρο μου Οδυσσέα
Κάθομαι στην καρέκλα δίπλα σου και στάζει
σκουριά και πίσσα του θανάτου στον νωτιαίο μυελό μου
ο ρόγχος σου ηλεκτρομαγνητική εκκένωση
στα κόκκαλά μου μέσα του αναπόδραστου βενζίνη
και στην σπονδυλική μου στήλη πάγος σταλακτίτης.
Καιρός και πέφτουν κόκκινα τα φύλλα των λωτών
κι ολόχρυσες οι εληές λάμπουν στα δέντρα
στα ριζιμιά και στα τυραγνισμένα. Ώρα για ράβδο.
Τα φύτεψες τα εληόδεντρα, τα κλάδεψες, τα πότισες
τώρα γυρεύεις ένα-ένα να τ’ ανασπαστείς
και πάνω τους εμένα με σταυρώνεις.
Κάποτε -μες στην νύχτα- μού ζητάς
να σου κρατώ το χέρι
δεν δύνασαι να στίψεις πιά την πέτρα
μήτε να με βαρέσεις πια μπορείς
γιατί κρυφά διαβάζω Παλαμά και Ρίτσο
γιατί δεν έχω λύσει τις ασκήσεις μαθηματικών.
Πως βλέπεις ζούδια και πουλιά μού λές
και πως καβάλα στο άλογο με φέρνεις στον γιατρό
ή πως πηγαίνεις εκδρομή στην Παραλία
μ’ όλες τις τάξεις του Δημοτικού 4ου Καλαμάτας
κι άλλοτε πως εχάθης κυνηγώντας σ’ άγριο λόγγο.
Γέρο Πανάγο, ορφανό παιδί, κατοχικέ Οδυσσέα
με ντρίλινο παντέλονο κι άσπρο πουκαμισάκι
κάτω από το κοστούμι του δασκάλου
γνώρισες κάμπους κι ορεινά και Καλαμάτα
κατάσαρκα φορώντας τις εφημερίδες του εμφυλίου
και γράμματα μεταναστών απ’ τα χωριά μας
για Γερμανία, Αμέρικα κι Αστράλια.
Κοιμάσαι, αλλόκοτο πουλί παραλυμένο
και μέσα σου ωριμάζει νιόκοπη φτερούγα
για το απέραντο, υπερπόντιο ταξείδι.
Την αυριανή την νύχτα πάλι θα φωνάζεις
θα βλαστημάς γρυλλίζοντας σαν λύκος
γυρνώντας στου εξήντα τα στενά, στην Χούντα
χτίζοντας διαμερίσματα, διαμελίζοντας
παιδιά, πουλώντας κι αγοράζοντας
με ολίγο δάκρυ κεχριμπάρι καλώντας τον Πατέρα
-ας είταν να τον άφηνες ν’ αγγίξει την καρδιά σου-
μικρό μου ορφανό τσακάλι, ο Θεός να μ’ ελεήσει
να σου σταθώ και να συγχωρεθούμε
τώρα που εψύγη η αγάπη των πολλών.
Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος γεννήθηκε το 1964 στο Κοντογόνι (Παπαφλέσσα) Πυλίας στην Μεσσηνία. Μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Έχει εκδώσει έντεκα ποιητικά βιβλία και τρία βιβλία δοκιμίων για θέματα λογοτεχνίας και κριτικής. Δοκίμια, μεταφράσεις και κριτικά κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στα περισσότερα λογοτεχνικά περιοδικά και σε εφημερίδες. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και στα αραβικά, και έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Ανθολογίες από την ποίησή του έχουν εκδοθεί στα γαλλικά, στα ιταλικά και στα αλβανικά. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Ευθύνη. Από το 2001 είναι μέλος της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών και από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Το 2005 του απονεμήθηκε το Βραβείο Έλληνα Λυρικού ποιητή «Λάμπρος Πορφύρας» της Ακαδημίας Αθηνών, το 2013 το Διεθνές Βραβείο Κ.Π. Καβάφη για το σύνολο του ποιητικού του έργου και το 2018 το Βραβείο Ποιήσεως του Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, καθώς και το Βραβείο «Jean Moréas» για το καλύτερο ποιητικό βιβλίο του 2018 για την ποιητική του σύνθεση Θέριστρον.
Zει και εργάζεται στην Αθήνα. Τον Ιούνιο του 2020 κυκλοφόρησε στο Παρίσι τόμος με ποιήματά του, στην σειρά ποίησης των εκδόσεων Miel des Αnges, με τίτλο Ce vin qui embaume, σε μετάφραση Michel Volkovitch. Το Pixels είναι το ενδέκατο ποιητικό βιβλίο του.