Τα Μαθηματικά είναι η πιο υψηλή Ποίηση
Τα Μαθηματικά είναι η πιο σπουδαία Ποίηση
της Ποίησης το έπακρο
γιατί ενώ ο Κωστάκης στη πρώτη τάξη
αγαπάει την Αννούλα τη συμμαθήτρια του
-κι αυτό είναι μια εξαίσια πρωτοβάθμια εξίσωση-
έρχεται ο Γιωργάκης από τη τρίτη τάξη
και της παίρνει τη καρδούλα
και σ’ ένα άλλο δύσκολο παράδειγμα
ενώ η λευχαιμία τσακίζει ένα μεσήλικα
τελικά τη γλυτώνει
από μια πολύπλοκη εξίσωση πιθανοτήτων
η οποία στέλνει στον Άδη μια κοπελίτσα 12 χρόνων
στο διπλανό δωμάτιο.
Τα Μαθηματικά είναι χρήσιμα πχ
στους πόσους πόνους χάνεις τρένο
στους πόσους πόντους κερδίζεις μανεκέν
γιατί η στατιστική είναι μαθηματικά.
Πολλοί λύτες ανώτερων εξισώσεων ζαλίζονται
από τα δεδομένα, αλλά αυτό συμβαίνει
επειδή ο Γαλαξίας μας «τρέχει»
με 600 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο
-αυτό μας το φανέρωσαν τα Μαθηματικά-
και η Ομορφιά της ταχύτητάς μας
δημιουργεί Αξίωμα
γι αυτό και είναι δύσκολο πολύ
τα Μαθηματικά να γίνουν στη ζωή
αγαπημένο μάθημα, λόγω της Ποίησης
που περιέχουν, σε δηλητηριώδη δόση μέσα τους…
*
Άλμπατρος πετάνε τα μεσάνυχτα σε χειμωνιάτικο μυαλό
Με χίλια πήγαινα μες τ όνειρο
φεύγαν βουνοκορφές και πεδιάδες
πόλεις πολιτισμένες, πόλεις άξεστες
με τους νευροδιαβιβαστές να λιώνουνε τα δάκτυλα
πάνω σ αόρατα κομπιούτερ
Ρώτησα κάποιον που φαινόταν αρχηγός
«τι κάνετε σ’ αυτήν την αίθουσα..»
σταμάτησε ιδρωμένος και μου φώναξε
«παίζουμε game-βίντεο μες το μυαλό σου βλάκα»
κι ύστερα έδινε οδηγίες σ ένα αόρατο μικρόφωνο
«φέρτε πουτάνες αστροφυσικές, φέρτε καχεκτικούς φιλόσοφους,
φέρτε μου κβαντικούς αλγόριθμους»
-μιλάμε για ντοκιμαντέρ ολκής-
με Λιπιτσάρεν άλογα τεράστια που είχαν μάτια πράσινα
δόντια από λύκους Σιβηρίας που δάγκωναν με ευγένεια περισσή
Φλωρεντινά βελούδα
τζαμιά ολόχρυσα Βυζαντινά
και Βούδες σμαραγδένιοι μες στη Βασιλική του Άγιου Πέτρου
να κάθονται νωχελικά δίπλα σε Εσταυρωμένους μελαγχολικούς…
μία Χιονάτη πολεμίστρια μ’ εσώρουχα Victoria-secret
που κουβαλούσε πίσω της, ανασκολοπισμένους νάνους
Άρρωστοι έκαναν πάρτι σε εντατικές
και δίπλα στα κρεβάτια τους να αγκομαχούν γιατροί
ψυχωτικοί που έφτιαχναν χορωδίες
κι έψελναν όλοι ένα τροπάρι με τέλος δίχως τέλος
μια προσευχή που πάει στο διάολο δηλαδή
και τέλος, μέσα στο όλο σκηνικό
ερχόταν προς το μέρος μου
ένα καθίκι έμπορος
-τάχα από θεατρικό Σεξπηρικό –
και με βαριά φωνή μου λέει
«θέλω μια λίβρα από το στήθος σου
για να την βγάλεις δίχως έμφραγμα απόψε »
ενώ ακούω νοσοκόμες να χειροκροτούν
γιατί ξεπέρασα το δήθεν μαύρο νήμα…
Ξύπνησα ιδρωμένος κι ήμουν ζωντανός
Οπότε σκέφτηκα ακαριαία
«δεν πάει να γαμηθεί η Πανδημία…»
Ο Ηλίας Κουτσούκος γεννήθηκε στην Αθήνα και κατοικεί μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Δημοσιογραφία κι υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος της ΕΡΤ3.
Έχει γράψει 10 βιβλία με διηγήματα, παραμυθίες, νουβέλες και ποιήματα στους εκδοτικούς οίκους Λιβάνης, Νεφέλη, Καστανιώτης, Παρατηρητής, Κέδρος, Γαβριηλίδης, Biblioteque και Μελάνι. Κείμενα του έχουν μεταφραστεί και ανθολογηθεί στα Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Σουηδικά, Ουγγρικά και Τούρκικα.
Διετέλεσε Γραμματέας και Αντιπρόεδρος του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΜΘ. Από το 2016 είναι πρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.
Πίνει και καπνίζει.