Λευκό
Θα ήθελα να γεμίσω
τα πνευμόνια μου λευκό
με μια μεγάλη εκπνοή
να σκότωνα το γκρίζο στις ψυχές σας
πάλλευκους να σας έβλεπα όλους μαζί
ως μέγα ακροατήριο εξαίσιων μουσικών
που θα ‘λουζαν την οικουμένη με καθαρτήριες ευχές
πράσινες σαν ελπίδα, σαν πάθος πορφυρές
με φόντο έναν γαλάζιο ουρανό
γεμάτο ροζ αποχρώσεις
τρυφερές σαν χέρια νεογνού
που πρωτοζητούν τον μητρικό μαστό
κι έπειτα με αναπόφευκτη σκληρότητα
θα έθετα την ουσιώδη διερώτηση
αν αναλογιστήκατε ποτέ πριν κάθε κίνηση
«Προς τι;»
μετά από κάθε κίνηση
«Και λοιπόν;»
όχι βεβαίως σαν κριτής, αλλά με τη συμπόνια
ακούσιου -ομολογώ- συνοδοιπόρου
στον δρόμο της αβεβαιότητας
που όρισε η διαφεύγουσα απόλυτη αλήθεια
Θα ήθελα να γεμίσω
τα πνευμόνια μου λευκό…
*
Α, και να ξέρατε
η βία τι σημαίνει
επίγονοι και πρόγονοι
τη βίωσαν, θα τη βιώσουν
καθώς φόβο, υποταγή και απειλή
Α, και να ξέρατε
πόση άνεση έχω να διαλέγω
καλή βία ή κακή
τη ντύνω με κάθε λογής επίθετα
σαν κούκλα βιτρίνας ή και παιδική
τουλάχιστον σ΄ αυτό είμαι ελεύθερος
να επιλέγω και να τη βαφτίζω
βία ιού κολλητική, σε δρόμους και πλατείες
ανεύθυνη σε πάρτι, συναναστροφές
βία χειραγώγησης, εφημερίδων, τηλοψίας
μέσων κοινωνικής δικτύωσης
κράτους, θεσμών κι αστυνομίας
εκτόνωσης κουκουλοφόρων
πολέμων, διχασμών, οικογενείας
σεξουαλική, ψυχική, σωματική
ανεργίας, φτώχειας, εκπαίδευσης, υγείας
απομόνωσης, μοναξιάς, κατάθλιψης, στερεοτύπων
σχολική, γονεϊκή, υϊκή, θυγατρική
Α, και να ξέρατε
πόσα επίθετα υπάρχουν της διαστροφής
πού στέφουν κατά βούληση
τους τρομοκράτες σαν επαναστάτες
σαν ήρωες τους θύτες
και το αντίθετο κατά βολή, περίσταση
Ασκήστε βία αφειδώς
πλανεμένοι, μικρόνοες και αδαείς
κουκουλοφόροι, κρανοφόροι
και άλλοι, της κάθε μέρας, αφανείς
τα χρώματα επιλογής σε αφθονία
πάρτε ισχύ, επιβολή κι εκτονωθείτε
σπείρετε φόβο, απειλή και τρόμο
ασκήστε εξουσία, το μπορείτε
στο δρόμο, τις πλατείες, τις αλάνες
στη σχέση, το σπίτι, το σχολείο,
ως και στον ίδιο σας τον εαυτό
Α, και να ξέρατε
πως μία είναι η βία
δίχως επίθετα, χρώμα, φτιασίδια
πως τελικά υπηρετείτε κάποιο
ίσως, το ίδιο αφεντικό
πως είστε ύλη καύσιμη, φτηνή
στα σχέδια κάθε εξουσίας
πως ήρωες πραγματικοί κι επαναστάτες
δεν έκρυψαν το πρόσωπο ποτέ
αλλ’ είχαν τη ματιά βαθιά στο μέλλον
όχι στο τώρα που γίνεται ακαριαία παρελθόν
Α, και να ξέρατε
πως κομματιάσατε του Γκάντι
τον τελεσφόρο πάλλευκο μανδύα
πόσο και πώς τρέχει τούτος ο κόσμος
το αύριο είναι τώρα και δεν το είδατε ποτέ
μεγάλες αλλαγές ήδη έχουν συντελεστεί
κι εσείς μακάριοι, ψάχνετε για λυσάρια
στου παρελθόντος και του σκότους εποχές
Α, και να ξέρατε…
Ο Γιώργος Δουατζής γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 1948. Σπούδασε οικονομία στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή της Θεσσαλονίκης και Κοινωνιολογία στο 8ο Πανεπιστήμιο στο Παρίσι. Δημοσιογράφος από το 1974 εργάστηκε σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, ως ρεπόρτερ, αρθρογράφος, πολιτικός αναλυτής, διευθυντής. Πρώτη του εμφάνιση το 1971 στην Ποιητική Ανθολογία της Νέας Ελληνικής Γενιάς των εκδόσεων “Άγκυρα”. Δεύτερη εμφάνιση, η παράσταση χοροδράματος, βασισμένη στο ποίημά του “Αντικρουόμενα σύμβολα και πορεία στο φως” τον Μάιο 1973 σε μουσική Γ. Τσαγκάρη και χορογραφία Έλλης Παρασκευά. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ρωσικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, τσεχικά.