Scroll Top

Γιώργος Μπλάνας – Ο Ναπολέων ονειρεύεται την Ιωσηφίνα/Δημοσθένους Φιλιππικός

Ο ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ ΤΗΝ ΙΩΣΗΦΙΝΑ

[Ο Ναπολέων ήταν εξόριστος στην Έλβα, όταν έμαθε τον θάνατο της Ιωσηφίνας, από
κάποια εφημερίδα.]

Ποιος είναι εκεί; Βλέπω καλά ή με γελά ως συνήθως
η σκοτεινή οργαντίνα του θανάτου;
Η έκπτωτη αυτοκράτειρα των ρόδων,
η γλυκιά σαν ζάχαρη ιέρεια των τροπικών τυφώνων,
ικέτης στο κατώφλι της μόνης μοναρχίας
χωρίς μονάρχη – ελλείψει υπηκόων.
Πλησίασε, λοιπόν. Τι περιμένεις;
Να σε πάρει από το χέρι το σκοτάδι;
Μια αιωνιότητα να μείνεις ασάλευτη μπροστά του,
εκείνο πάλι την ίδια αδιαφορία θα δείξει
για το σχεδόν προκλητικά αθώο βλέμμα σου,
τους ώμους που άφηναν πάντα να διαφανεί
κάποια φιληδονία γενναιόδωρη στις εύθραυστες γραμμές,
κάποια σκιά διαφθοράς, ακόμα-ακόμα, αφόρητα γοητευτικής
απ’ την αλλήθωρη σκοπιά των κυριών.
Οι κύριοι αρκούνται στην πρακτική οπτική:
οι ώμοι μιας γυναίκας ανήκουν πάντα στον επόμενο εραστή·
αν, βέβαια, είναι ικανός ν’ αντιληφθεί
-από φιληδονία ή διαφθορά- την εύθραυστη γραμμή,
που χωρίζει την πραγματικότητα από τη μοναξιά.
Γι’ αυτό μην διστάζεις. Τώρα πια
είμαι πραγματικά μόνος. Μπορείς να μου παραδοθείς,
δίχως την αγωνία μιας αποτυχίας
που απειλεί ν’ ανοίξει τις φλέβες της στις φλέβες σου,
αν πάψεις να της προσφέρεις καταφύγιο.
Εμπρός, εμπρός. Θέλω να δω μιαν υπερήφανη γυναίκα
να ρίχνεται με θάρρος στον γκρεμό του επόμενου εραστή
δίχως εκείνες τις αστείες σιωπές που υπονοούν
ένα κλαδί σωτήριο απ’ την αποτυχία
της προηγούμενης πτώσης- ξερόκλαδο έτσι κι αλλιώς.
Κάθισε εδώ, κοντά μου, μικρή μου τρομαγμένη Ιωσηφίνα,
μικρή μου πληγωμένη Ιωσηφίνα και πες μου
είχαν νόημα τόσος χώρος, τόσος χρόνος,
τόση αγωνία που ξοδέψαμε, για να βρεθούμε
στον κατάλληλο χώρο, την κατάλληλη στιγμή;
Ιδού ο χώρος και η στιγμή: δυο παλάμες σκοτάδι.
Τι κερδίσαμε απ’ αυτήν την ιστορία;
Τίποτα ολόκληρο, μια ολόκληρη ζωή.
Τίποτα τελεσίδικο στο τέλος.
Και ύστερα να σκέπτεσαι πως είναι η μόνη
και να τρελαίνεσαι – η μόνη ιστορία, εννοώ:
μια ποντικοπαγίδα γεμάτη ήρωες και καθάρματα·
ξεχώρισε αν μπορείς ποιος είναι τι.
Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να επιλέξεις θύτη.
Ας ξεχάσουμε λίγο – οι άλλοι ξέχασαν κιόλας.
Ας μιλήσουμε για τον καιρό -γιατί όχι;-
άσκοπα, επικίνδυνα αθώα, ίσως και υποκριτικά
μπροστά στον τρόμο του πάθους – κανείς
δεν περιμένει να βρεθεί σ’ έναν παράδεισο
γεμάτο εξωτικά πουλιά, όταν ερωτεύεται.
Ωστόσο, η πραγματικότητα δεν αντέχεται,
παρά τις όποιες αρετές της. Τώρα πρέπει
να συνηθίσεις στην ιδέα της ζωής –
εκτός αν επιμένεις πως δεν ήσουν νεκρή,
όταν προσπαθούσες να κλέψεις
έναν ήρωα από τον θάνατό του.
Σε παρακαλώ να μου το εξηγήσεις αυτό.
Οι ήρωες κουράζονται κάποια φορά
να τραβούν απ’ τα μαλλιά έναν κόσμο
αποφασισμένο να πνιγεί, ξεφωνίζοντας
οράματα και σχέδια και προοπτικές,
σαν να μπορούσαν οι κραυγές του
να τον κρατήσουν στην επιφάνεια της χυδαιότητάς του.
Οι ήρωες: τα κριάρια, οι ταύροι, οι παρήγοροι επιβήτορες,
κοντοί, κακάσχημοι, ανάπηροι εντελώς στο μυαλό
ηλίθιοι στο σώμα, θλιβεροί επιδειξίες
μιας δύναμης που πηδάει από φλέβα σε φλέβα
σαν μαϊμού στον καιρό της – και γύρω ο κόσμος,
ο αθεράπευτα ζωοποιός κόσμος
να αιμορραγεί αδιαλλαξία, παραλυσία,
κι εκείνη τη στυφή αδιαφορία του σύμπαντος:
αρχαία πείρα χωμένη σαν ξυράφι
κάτω απ’ τη γλώσσα της βουλιμίας.
Οι ήρωες! Από φλέβα σε φλέβα…
Κι εσύ… πάντα κρυμμένη
στο σκοτάδι που γεννήθηκε μαζί σου.
Κανείς δεν σε είδε ποτέ –
καν δεν τόλμησε να σε σκεφτεί σαν φλέβα ανοιγμένη:
ένα μικρό, αδύναμο ποτάμι· κανείς
δεν ασχολήθηκε με την παρουσία σου·
όλοι μιαν απουσία πόθησαν και όταν είδαν
πως παραπήγαινε τόση μεταφυσική
για τον πήλινο ηρωισμό τους,
άρχισαν να μιλούν για χρυσάφι
και άλλες πολύτιμες πληγές.
Ωστόσο, ναι, εσύ, εσύ επινόησες την απουσία σου.
Μόνη σου, μόνη σου, ύπουλο πλάσμα,
ψυχή ανορθόγραφη· δεν έμαθες, δεν θέλησες να μάθεις
τι σημαίνει αυταπάτη και τι χρήσιμη αυταπάτη.
Νόμισες πως ο έρωτας τρέφεται με ρόδινα χείλια.
Λάθος, λάθος βαθύ και σκοτεινό!
Ο έρωτας τρέφεται με πορφυρές πληγές,
σαν χείλια ματωμένα απ’ την απελπισία.
Ανήκεστη περίπτωση ο έρωτας. Θυμάσαι;
«Ξύπνησα πλημμυρισμένη από σένα. Η μορφή σου,
η ανάμνηση των μεθυσμένων απολαύσεων
που μοιραστήκαμε δεν αφήνουν σε ησυχία
τις αισθήσεις μου…»
Τι σημείωμα κι αυτό!
Άμυαλο κορίτσι, παράδοξο θηλυκό!
Δεν στέλνουν τέτοια μηνύματα σε μια ψυχή σακάτισσα,
κυνηγημένη, βιαστικά χωμένη στο πρόχειρο σώμα
ενός επίδοξου ήρωα ή κτήνους. Αχ, Ιωσηφίνα!
Μου χάρισες μιαν απελπισία
κι εγώ τυφλώθηκα από τη λάμψη της ελπίδας.
Επινόησα, με την ταχύτητα του πραγματικού ηλίθιου,
έναν νέο ηρωισμό του πόθου, ένα νέο «καθήκον»:
λιγότερο ν’ αγαπήσω και περισσότερο ν’ αγαπηθώ.
Ένας ακόμα παράδεισος, μια ακόμα φιλοσοφία του πάθους:
λόγια, λόγια, λόγια ανήμπορα να σκεφτούν
την ειμαρμένη τους, κρεμασμένα στο χείλος της πράξης,
πάνω από το βάραθρο μιας αδίστακτα αναπτυσσόμενης
τακτικής του ερέβους. Μου δόθηκες
με τον τρόμο του κοριτσιού, που μοσχοβολάει
αθωότητα – ωστόσο με την αυθάδεια
μιας απεγνωσμένης μάχης.

Ο έρωτας!
Γυναικεία υπόθεση: θηλυκή απελπισία.

Ξέρεις πως όταν σε κρατούσα στην αγκαλιά μου
ήμουν εσύ. Ζητούσα από τον εαυτό μου
ηδονές που σου ανήκαν, ηδονές
που δεν ζήτησα ποτέ από…
όποιον ή ό,τι τέλος πάντων δεν αφήνει
τον άνθρωπο να ζήσει – απλά- να νοσταλγεί
έναν παράδοξο παράδεισο,
που δεν είχε ποτέ, αλλά ευωδιάζει απώλεια
γλυκιά και απαλή σαν ενοχή, κάθε φορά.
Κατάλαβες; Μην προσποιείσαι,
λοιπόν, την απουσία: μια λέξη είσαι
στο όνειρο ένας ήρωα: κοντού,
κακάσχημου, ανάπηρου εντελώς
στο μυαλό, θλιβερού επιδειξία
μιας δύναμης που πηδάει από φλέβα σε φλέβα
σαν μαϊμού στον καιρό της. Καλύτερα φύγε.
Μόνο το σκοτάδι μπορεί ν’ ασχοληθεί μαζί σου
στα όνειρα ή στα χώματα.

 

ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΦΙΛΙΠΠΙΚΟΣ

Αν και δεν είμαι καθόλου βέβαιος
πως ήρθατε εδώ, προσδοκώντας
ν’ αποκομίσετε αλήθειες
και όχι λίγα χρήματα ―γνωρίζω
πως έχω να κάνω με μισθωτούς ανθρώπους·
καίτοι δεν ξέρω τι ακριβώς εννοείτε
όταν το επαναλαμβάνετε
με τόση αλαζονεία σε κάθε δύσκολη στιγμή
[Θα μου δώσετε, υποθέτω κάποιο περιθώριο άγνοιας.
Έτσι κι αλλιώς δεν περιμένω
πολλά από αυτήν την ομιλία,
κι εσείς λιγότερα, αλλά… η δημοκρατία…
στα τυφλά δεν πάμε; Γιατί τόση ατολμία;
Τι νομίζετε πως θα δούμε
αν δεν ξέρουμε τι είδαμε ήδη;
Ύστερα, αν με την πρώτη αναποδιά
σπεύδουμε να ξεχάσουμε πως έχουμε πόδια και χέρια…
Κατά τη γνώμη μου χτυπώντας
-μάλλον άσχημα- πάνω στα λάθη μας,
αποκτούμε το θάρρος να κάνουμε κι άλλα.
Είναι κάπως παράλογο αυτό, αλλά…]
Τι έλεγα; Ε, ναι, λοιπόν:
ο Φίλιππος είναι άνθρωπος
κι αν δεν καταλαβαίνετε
τι πάει να πει αυτό, ρωτήστε
τον γείτονά σας. Ευχαριστώ.

Γιώργος Μπλάνας [Αθήνα 1959 – ]

Ποιητής, κριτικός και μεταφραστής. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1987 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής: Η ζωή κολυμπά σαν φάλαινα ανύποπτη πριν την σφαγή. Έκτοτε εξέδωσε 11 ποιητικά βιβλία: * Η αναπόφευκτη ανθηρότητά σου * Νύχτα * Παράφορο * Η απάντησή του * Επεισόδιο * Τα ποιήματα του προηγούμενου αιώνα * Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη *Στασιωτικά [1-50] *Στασιωτικά [51-100] * Τερατούργημα *Ο Κότσυφας του Σύμπαντος. Μετέφρασε πλήθος σύγχρονων, κλασικών και αρχαίων έργων. Οι εργασίες του έχουν επανειλημμένα βραβευθεί: Βραβείο Περιοδικού Διαβάζω (Στασιωτικά [1-50]), Έπαινος Κάρολος Κουν (Ευριπίδης: Ηρακλής Μαινόμενος), Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης (Βασίλι Γκρόσμαν: Ζωή και Πεπρωμένο).