ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ
Έχω ξανάρθει εδώ παλιά, το ξέρω αυτό το μέρος.
Αν με μυρίσεις κάποτε, έχω εκείνο το απείθαρχο που ηττήθηκε, σαν να ‘χει απλώσει ψώρα κίτρινη στις παιδικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Γι’ αυτό και επιστρέφω με τα βλέφαρα μισόκλειστα, γι’ αυτό και άγρια χόρτα στο κατόπι μου, άγρια λόγια.
Θυμάμαι ελάχιστα, μα τα θυμάμαι αναποφλοίωτα, μόνο στην άκρη των χειλιών μου ανατριχιάζουν.
Αν κάτι αγάπησα πολύ εδώ, είναι ο τρόπος που έχουν τα πουλιά να αγνοούν τα μέταλλα – αφήνουν πάντοτε στη χούφτα σου ένα κόκκινο και στρογγυλεύει μες στα μάτια τους ο τρόμος. Μιλάνε τότε με ανθρώπινη λαλιά, λένε νερά πολλά, σου τάζουν ψέματα.
Ίσως ετούτη τη φορά μεθύσω γρηγορότερα. Κι ό,τι δικό μου δεν κατάφεραν να πνίξουν οι αγκαλιές, στρατιώτες να το φέρουν σπρώχνοντας μπρος στον βωμό. Α, τι λευκός ο αυχένας του – να δούμε αν θα κλωτσήσει χώματα, να δούμε αν θα σκούξει.
Άγγελος να μου στάξει λίγο ιδρώτα στην παλάμη, να γράψω στον αέρα κάτι αθάνατο, να ‘ρθει η σελήνη ύστερα και να μου ψιθυρίσει στο αυτί “βελούδινέ μου”…
*
Αίφνης, σαν πέτρα την πετάς στα μέσα σου πηγάδια, να δεις πώς τσαλακώνεται η ανάστροφη μορφή σου, πώς συντρίβεται. Άλλοτε, πάλι, κάποιος σου τη χώνει ασημένιο νόμισμα στο στόμα, για να πληρώσεις τον βαρκάρη που θα σε βγάλει απέναντι.
Όμως, υπάρχουν και φορές που, αν πάρεις το μονοπατάκι της στη θάλασσα, βγαίνεις σ’ αυτά που είναι κρυμμένα ακόμα κι από την ψυχή. Αυτά που όχι μόνο δεν υπάρχουν, αλλά και επ’ ουδενί δεν πρέπει να υπάρχουν.
Τα αποσιώπησα όλα αυτά, έστρεψα αλλού το πρόσωπό μου, σαν γάμο είδα τον κόσμο μας και τη σελήνη ντέφι. (Μια κόρη μπαίνει με άνθη στο κεφάλι της, ένα ρόδι εκρήγνυται στο κατώφλι, τι κόκκινα που ανεμίζουνε τα κατωσέντονα στην Όστρια…). Απ’ τα οδυνηρά, μονάχα της αγάπης τον καημό ιστόρησα, όμως αυτός βουτάει πάντα το μαχαίρι του στο μέλι, αθωώνεται.
Ήρθε μετά ο χρόνος, η ωραία λύσσα των θεών, κι έσβησε εκτάρια πολλά του λυρισμού μου. Απ’ το φανέρωμά μου, μονάχα κάτι σκόρπιες λέξεις μείνανε, μονάχα κάτι σκόρπιοι στίχοι. Κι αυτό, στη γλώσσα που μου έμαθε η Σελήνη, “τελείωση” το λένε, “σμίλεμα”.
Είναι επειδή εγώ πέθανα οριστικά, αντίθετα απ’ τους άλλους ποιητές που απλώς κλείνουν τα μάτια και κοιμούνται αιωνίως. Είναι επειδή εγώ ευλογήθηκα απ’ τους θεούς να έχω τέλος.
***
Γι’ αυτό, δεν ξέρω πλέον τη γραφή μου – αυτή με ξέρει.
Γι’ αυτό, οι λέξεις μου ηχούν πιο δυνατά απ’ τη φωνή μου.
Ο Πάνος Σταθόγιαννης γεννήθηκε στα Λευκάκια Ναυπλίου το 1959. Κυκλοφορούν έντεκα βιβλία του (ποίηση και πεζό). Έχει επίσης γράψει σενάρια και στίχους τραγουδιών. Έχει μεταφράσει πάνω από 30 (Σλάβους κυρίως) ξένους συγγραφείς. Βιβλία, πεζά και ποιητικά του κείμενα έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.